Του Λευτέρη Μπάιλα
Όλα αυτά δεν είχαν καμία σημασία πλέον. Σύντομα θα ξανά έμενε μόνος και η Αγγελική θα ήταν μια ευχάριστη ανάμνηση. Το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να περάσει καλά με αυτό που είχε εκείνη τη στιγμή για όσο διάστημα κρατούσε.
Η Αγγελική σαν να διάβασε τη σκέψη του, έκανε έναν πειραχτικό μορφασμό.
“Μην ανησυχείς όμως. Δεν θα μείνεις για πολύ μόνος. Διαισθάνομαι ότι σύντομα θα έχεις παρέα.”
Ο Πέτρος μίλησε σαν να είχε βαρεθεί όλους αυτούς τους γρίφους.
“Τέλος πάντων. Επειδή σε λίγες ώρες νυχτώνει και θα πρέπει να ανάψω τον φάρο. Θα ήθελες μήπως να σε ξεναγήσω στο μικρό μου βασίλειο όσο ακόμη έχει φως;”
“Αυτό ακούγεται μια πάρα πολύ καλή ιδέα.”
“Φύγαμε λοιπόν.”
Η ατμόσφαιρα ήταν ήρεμη. Γύρω ήταν σχεδόν άπνοια, αλλά το κρύο ήταν τσουχτερό. Ο Πέτρος πήγε σε ένα από τα δωμάτια του φάρου κι έφερε ένα χοντρό παλτό για την φιλοξενούμενή του. Μπορεί να φαινόταν καλά και να είχε ανακτήσει πλήρως τις αισθήσεις της αλλά τα προληπτικά μέτρα ήταν μια σιγουριά. Μάζεψε και το φανάρι θυέλλης δια παν ενδεχόμενον και ξεκίνησαν παρέα με το σκύλο για την ξενάγηση.
Άρχισαν απ’ το Σκαλάκι, όπου ο Πέτρος περιέγραψε στην Αγγελική που ακριβώς την βρήκε και σε τι κατάσταση, φουσκώνοντας, σαν καλός θαλασσινός που ήταν, τα γεγονότα ώστε να δώσει πόντους στον εαυτό του. Η Αγγελική όλη την ώρα χασκογελούσε βλέποντας τον να κάνει σαν μικρό παιδί.
Συνέχισαν παραλιακά προς τα νότια του νησιού. Στη διαδρομή ο σκύλος ήταν πολύ πιο ήσυχος από πριν. Δεν κυνηγούσε τα πουλιά και περπατούσε κυρίως πλάι στην Αγγελική, όπως θα έκανε ένα άριστα εκπαιδευμένο ζώο. Κατά διαστήματα, άφηνε σε πέτρες την μυρωδιά του, σαν να μάρκαρε τον δρόμο για τον γυρισμό. Κάπου, κάπου μύριζε δεξιά και αριστερά το γρασίδι και το χώμα, αλλά μάλλον μάταιος κόπος αν έψαχνε κάτι, καθώς το χιόνι που είχε πέσει, είχε μεν λιώσει κατά ένα μεγάλο ποσοστό αλλά όχι όλο. Σε συνδυασμό με το κρύο που επικρατούσε, είχαν δημιουργηθεί πάνω στα κλαριά και στα φύλλα στρώματα κρυστάλλων που το πιο πιθανό ήταν να μπέρδευαν την ευαίσθητη μύτη του ζώου, αποκρύπτοντάς του σημαντικές πληροφορίες.
Σύντομα βρέθηκαν στο Μανδράκι. Η θάλασσα ήταν απολύτως γαλήνια. Ηρεμούσε τις αισθήσεις το να την κοιτάς. Ανέβαινε γλυκά για να συναντήσει την παραλία και αφού διέδιδε μικρούς ψιθύρους ανάμεσα στα χαλίκια που έβρισκε, αποτραβιόταν το ίδιο γλυκά για να επιστρέψει με καινούργιους. Η Αγγελική ζήτησε να μείνουν για λίγο εκεί αν γινόταν και ο Πέτρος δεν έφερε καμία αντίρρηση. Κάθισαν στην άμμο χωρίς να ανταλλάξουν λέξη, μέχρι που ο ήλιος έδυσε στ’ αριστερά τους και το φώς άρχισε να ξεθυμαίνει.
Ο Πέτρος δεν θυμόταν ποτέ άλλοτε στην ζωή του, να έχει βρεθεί με κάποιον που να μην μιλάει όλη την ώρα. Για πρώτη φορά, κάποιος έκανε αυτό που εκείνος ήθελε, χωρίς να χρειαστεί καν να του το ζητήσει. Απολάμβαναν την ηρεμία που τους χαριζόταν, χωρίς κανένας να νιώσει την ανάγκη να διαταράξει την μαγεία της στιγμής, μην αντέχοντας την σιωπή. Πόσο μικρός ένιωθε καθώς αναγκαζόταν να κάνει εκείνος την παράφωνη κίνηση. Αισθανόταν ότι πρόδιδε την μυστική τους συμφωνία.
“Λυπάμαι που το λέω. Αλλά πρέπει να επιστρέψουμε. Θα ήθελα να κάτσω εδώ μαζί σου για πάντα αλλά έχω και μια ευθύνη.”
Διέκοψε τη σιωπή ο Πέτρος.
“Μην ανησυχείς. Άλλωστε και στον φάρο μαζί θα είμαστε.”
Σηκώθηκαν και ξεκίνησαν με πιο γρήγορο βήμα τώρα για τον γυρισμό. Η θάλασσα συνέχιζε να φέρνει ψίθυρους. Απλωνόταν ανάμεσα στα χαλίκια και χάιδευε την άμμο. Λίγο πιο πέρα, στα δυτικά της παραλίας, τα κούφια βράχια έβγαζαν υπόκωφους κοφτούς ήχους καθώς το νερό ταλαντεύονταν ανάμεσα στα βαθουλώματά τους. Οι ήχοι γίνονταν δυνατότεροι όσο προχωρούσες προς την σπηλιά, γιατί οι κενοί χώροι γινόντουσαν όλο και πιο μεγάλοι.
Κοντά στο άνοιγμα της σπηλιάς οι παφλασμοί αναμειγνύονταν με κλάμα. Το φως χανόταν μέσα της, λες και κάτι το ρουφούσε. Δυο λιπόσαρκα χέρια βαστούσαν τα βράχια στην είσοδο της σπηλιάς. Δυο χέρια με τα οστά γυμνά και φαγωμένα. Δύο χέρια που ταλαντεύονταν στο ρυθμό γυναικείων λυγμών. Η μισόνεκρη φιγούρα του Θάνου πέρασε μπροστά από το ισχνό φως του δειλινού και αγκάλιασε την κλαίουσα.
“Μην κλαίς άλλο. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πια. Η επιλογή έγινε.”
Οι λυγμοί πιο γρήγοροι, πιο κοφτοί, έγιναν απότομα ένας φριχτός, ανυπόφορος θρήνος.
Πίσω στο φάρο, την ώρα που ο Πέτρος και η Αγγελική περνούσαν το κατώφλι, ο σκύλος που βρισκόταν συνέχεια από πίσω τους, σταμάτησε απότομα και έστριψε την προσοχή του προς το νότο τεντώνοντας τ’ αυτιά του, ενώ το κεφάλι του πήρε μια κλίση απορίας.
Ο Πέτρος μπήκε μέσα και μόλις συνειδητοποίησε ότι το σκυλί δεν είχε ακολουθήσει, τον φώναξε να έρθει. Άδικα περίμενε πίσω από την πόρτα. Παραξενεμένος, ξαναβγήκε έξω για να δει το σκύλο απόλυτα ακίνητο να κοιτάζει νότια με τα αυτιά τεντωμένα.
“Τι είναι αγόρι μου;”
Καμία αντίδραση απ’ το σκυλί. Ο Πέτρος έκανε ησυχία και αφοσιώθηκε κι εκείνος στην μεριά που κοιτούσε το ζώο μήπως και ακούσει ή δει κάτι. Απόλυτη ησυχία.
“Καλά εγώ πάω γιατί έχω και δουλειά. Δεν θα σε περιμένω όλη νύχτα. Αν θες έλα τώρα αλλιώς κοιμήσου στο σπίτι σου.”
Έκανε να μπει πάλι μέσα, αλλά ο σκύλος έβγαλε ένα απότομο παράπονο. Κοίταξε λίγο προς το μέρος του Πέτρου σαν να ζητούσε να του δώσει σημασία. Μόλις ο Πέτρος κοντοστάθηκε ξανά και τον κοίταξε, ένα σύντομο τρέμουλο, ένδειξη ανυπομονησίας, διέτρεξε τα πόδια του και ξανά έστρεψε το κεφάλι στο Νότο. Και πάλι τίποτα.
“Λοιπόν κάτσε εδώ κι όποτε το βρεις έλα πες το μου.”
Αγανάκτησε ο Πέτρος και μπήκε μέσα. Το σκυλί έτρεξε σαν αστραπή και τρύπωσε ίσα, ίσα πριν το αφεντικό του προλάβει να κλείσει την πόρτα. Η Αγγελική γονάτισε, πήρε τον σκύλο στην αγκαλιά της και άρχισε να τον χαϊδεύει σε όλο του το σώμα, όπως θα έκανε αν ήθελε να τον ζεστάνει. Το σκυλί ηρέμησε αμέσως. Αφού τελείωσε με τα χάδια, σηκώθηκε όρθια και δήλωσε ότι πεινάει. Ο Πέτρος πήγε βιαστικά στο κουζινάκι και έβαλε φαί να ζεσταίνεται.
Όσο το φαί ετοιμαζόταν, ανέβηκαν και οι τρεις στον πυρσό και ο Πέτρος άρχισε να αναλύει την δουλειά που είχε ταχθεί να κάνει, καθώς επίσης και τον τρόπο αφής του πυρσού. Στη συνέχεια άφησε την ενθουσιασμένη Αγγελική να προχωρήσει στο άναμμα του φάρου, δίνοντας όπου χρειαζόταν κάποια βοήθεια ασφαλώς. Ο φάρος άναψε και όλα ήταν όπως έπρεπε. Για μια ακόμη νύχτα, τα διερχόμενα πλοία ήταν ασφαλή από τις αφιλόξενες ξέρες του νησιού.
Το δείπνο πέρασε ευχάριστα και διήρκησε αρκετή ώρα με τον Πέτρο να λέει αστείες ιστορίες για τους θείους του και να κάνει την Αγγελική να γελάει. Του άρεσε τόσο πολύ να κοιτάζει αυτό το φωτεινό χαμόγελο. Να χαζεύει το φως που αντανακλούσαν τα κατάξανθα μαλλιά της. Ακόμη και ο αέρας που έφτανε σε εκείνον, μετά από κάθε τις κίνηση κουβαλούσε το μεθυστικό άρωμά της. Κατέληξαν στο σκοτάδι του δωματίου συντήρησης, στις θέσεις απ’ όπου είχαν ξεκινήσει. Ο Πέτρος στην πολυθρόνα και η Αγγελική με το λεπτό της φόρεμα, κάτω απ’ τα σκεπάσματα του κρεβατιού, ο καθένας κρατώντας από ένα ζεστό ποτήρι χαμομήλι στο χέρι.
Έξω απ’ το τζάμι, το φως του φάρου ανάδευε όπως κάθε βράδυ το παγωμένο σκοτάδι. Και οι δύο τους σιωπηλοί απολάμβαναν την ησυχία της νύχτας. Ο Πέτρος είχε χαθεί ως συνήθως στις σκέψεις του και η Αγγελική ήταν τώρα καθισμένη στο κρεβάτι έχοντας πάρει αγκαλιά τα γόνατά της, με το σαγόνι ακουμπισμένο πάνω τους και τα μάτια στυλωμένα στο σκοτάδι.
“Σε ευχαριστώ που ήρθες.”
Είπε σιγανά ο Πέτρος.
“Σε ευχαριστώ ακόμη και που δεν μου είπες το γιατί και το πώς. Είχες δίκιο. Δεν είχε σημασία τελικά. Μου αρκεί που βρίσκεσαι τώρα εδώ μαζί μου. Με έκανες να ξανανιώσω άνθρωπος. Νόμιζα ότι ήμουν μονάχα ένα θηρίο πλέον. Ξέρεις όταν σου είπα ότι ίσως δεν είμαι και τόσο καλός όσο με τόση ευκολία συμπέρανες, στην πραγματικότητα εννοούσα ότι σίγουρα είμαι το αντίθετο από αυτό που νομίζεις.”
“Τώρα νομίζω ότι γίνεσαι απόλυτος.”
“Ξέρεις… όταν σε πρωτοείδα, οφείλω να ομολογήσω ότι σε ερωτεύτηκα. Είχα χρόνια να δω μια τόσο όμορφη κοπέλα.”
Η Αγγελική πήγε να μιλήσει αλλά ο Πέτρος σήκωσε το χέρι και την διέκοψε.
“Περνώντας όμως έστω και αυτές τις ελάχιστες ώρες μαζί σου, ανακάλυψα ότι δεν μπορούσα να σε ερωτευτώ.”
Γύρισε προς το μέρος της.
“Κάτι μέσα μου δεν με αφήνει να σε δω σαν γυναίκα. Κάτι μου δείχνει ότι είσαι κάτι ανώτερο, που δεν μου επιτρέπεται να διανοηθώ καν να κάνω δικό μου. Δεν θέλω να μου πεις αν ισχύει η όχι. Όπως σου είπα και το πρωί σε εμπιστεύομαι χωρίς να ξέρω το γιατί. Ακριβώς αυτή η εμπιστοσύνη που μου εμπνέεις, με κάνει τώρα να θέλω, …μάλλον, να ξέρω ότι είσαι ο μόνος άνθρωπος που μπορώ να εμπιστευθώ αυτό που δεν έχω πει σε κανένα. Αυτό που με τρώει δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Ξέρω ότι θα με ακούσεις και θα με καταλάβεις. Και σε παρακαλώ μετά να κρίνεις αν τελικά είμαι σωστός άνθρωπος, ή απλά άλλος ένας από δαύτους.”
Τα μάτια του Πέτρου στράφηκαν ξανά στο σκοτάδι και στα περάσματα του φωτός του φάρου. Ένιωθε το μυαλό του να ηλεκτρίζεται. Εικόνες και σκέψεις άρχισαν να τον κατακλύζουν. Όλα περνούσαν μπροστά του σαν να συνέβαιναν τώρα. Όλα ζωντάνευαν.
Τώρα πια όλα ήταν ξεκάθαρα και ο Πέτρος γύριζε πίσω στο χρόνο. Ήξερε ότι θα συναντούσε τον μεγαλύτερο του εχθρό. Ήξερε ότι θα ένιωθε να βάζει το δάχτυλο βαθιά στην πληγή για να βγάλει την σφαίρα, μα ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει. Κάτι που περίμενε δώδεκα ολόκληρα χρόνια να κάνει.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.