του Λευτέρη Μπάιλα

Πέτρος σταμάτησε να μιλάει. Το παρελθόν απέμεινε μια παγωμένη εικόνα που άρχισε σιγά σιγά να ξεθωριάζει. Ένιωθε ένα αμυδρό φως να περνάει μπροστά του κατά διαστήματα. Ήταν το φως του φάρου έξω απ’ το τζάμι. Οι αισθήσεις του επανήλθαν στην ζεστή σκοτεινιά του δωματίου συντήρησης. Η Αγγελική ήταν ακόμη καθισμένη πάνω στο κρεβάτι όπως την θυμόταν.

“Κατάλαβες τώρα γιατί επέλεξα να έρθω εδώ; Ήταν η τελευταία μου ελπίδα να ξαναβρώ τον εαυτό μου. Στο νησί δεν μπορούσα να σταθώ. Ένιωθα ότι όλοι με αντιμετώπιζαν σαν φονιά. Ακόμη κι εγώ ο ίδιος δεν έχω ξεκαθαρίσει τι είμαι τελικά.”

“Απ’ όσα άκουσα, το μόνο σίγουρο είναι ότι φονιάς δεν είσαι. Έχεις παρεξηγήσει λίγο τα πράγματα. Άλλο σκοτώνω κάποιον, άλλο εγκαταλείπω κάποιον και άλλο σαστίζω.”

Ο Πέτρος κούνησε το κεφάλι του.

“Δεν ξέρω. Είναι βλέπεις και αυτό το πείσμα που με πιάνει. Ακόμη το σκέφτομαι μερικές φορές. Το παράπονο για την μάνα μου. Γι’ αυτό λέω ότι τελικά μάλλον επίτηδες άφησα τον αδελφό μου να χαθεί. Και όταν λέω επίτηδες δεν εννοώ εις γνώση του τι έκανα. Ο άλλος εαυτός μου, αυτός που έπνιγα μέσα μου, αισθάνομαι ότι λειτούργησε κρυφά.”

“Αυτά που μου είπες όμως άλλα δείχνουν. Εγώ τόση ώρα έβλεπα έναν Πέτρο που έβαζε τον εαυτό του κάτω από την χαρά τον δικών του. Ένας εγωιστής, δεν θα δεχόταν καμία υποχώρηση και πόσο μάλλον που τον αδελφό σου τον αγαπούσες.”

“Ίσως δεν τον αγαπούσα αρκετά τελικά.”

“Και αυτό από πού το συμπεραίνεις;”

“Αν τον αγαπούσα αρκετά δεν θα σκεφτόμουν στιγμή να βουτήξω στη θάλασσα ούτε και θα το θεωρούσα χαμένο κόπο.”

“Μάλιστα! Δηλαδή με λίγα λόγια μου λες ότι η αγάπη σου γι αυτόν ήταν ψεύτικη επειδή σε μια τόσο δύσκολη στιγμή απλά δεν παρανόησες, να θυσιάσεις και την δική σου ζωή. Από την άλλη πάλι να ξέρεις ότι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης είναι πολύ δυνατό. Το μυαλό μπορεί να θέλει αλλά το σώμα δεν υπακούει. Εσύ μόνος σου είπες ότι δεν μπορούσες να κουνηθείς.”

“Ύστερα είναι και το κουπί. Μπορεί ο Θάνος να μην είχε πεθάνει μέχρι να τον χτυπήσω εγώ με το κουπί και αντί να συνεχίσω να ψάχνω, τι έκανα; Μαζεύτηκα σαν φοβισμένη γάτα.”

“Αυτό όμως δεν σε κάνει φονιά. Εδώ μιλάμε ότι βρισκόσουν εν μέσω κατακλυσμού και η νύχτα ήταν κατάμαυρη. Καλά καλά δεν ήξερες που πήγαινε η βάρκα σου, πως ήταν δυνατόν να κατηγορείς τον εαυτό σου για κάτι τέτοιο; Να είσαι σίγουρος ότι αν έφταιγες έστω και στο ελάχιστο, οι γονείς σου δεν θα είχαν μείνει άπραγοι όταν τους εξηγούσες τι συνέβη.”

“Μα σου είπα ότι η μάνα μου γενικά δεν μιλούσε. Ότι ήθελε να πει το έλεγε με τα μάτια.”

Η Αγγελική συνέχισε, πάντα με πράα φωνή.

“Αναγνωρίζω ότι η αγάπη της μητέρας είναι ιερό πράγμα και περισσότερο για εσένα που είχες αυτή την εμμονή. Το να αναζητάς την αναγνώριση από ένα πρόσωπο που αγαπάς είναι κάτι πολύ φυσιολογικό. Η αγάπη όμως, για όποιο είδος αυτής κι αν μιλάμε, είναι κάτι που μόνο δίδεται. Ούτε διεκδικείται, ούτε επιβάλλεται. Λανθασμένα προσπαθούσες να κάνεις τη μητέρα σου να σου δείξει την αγάπη της και πολύ πιο λανθασμένα, κατά τη γνώμη μου, θεωρούσες ότι αυτή ήταν μεγαλύτερη για τον Θάνο.

Το μόνο που έπρεπε να κάνεις, ήταν να δείχνεις την δική σου, απέναντί της, χωρίς να επιδιώκεις τίποτα. Η υστεροβουλία σου ήταν αυτή που σε τύφλωνε και δεν έβλεπες αυτό που εκείνη σου έδινε.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, κάθεσαι και τιμωρείς τον εαυτό σου, για ένα αόρατο έγκλημα, που δεν έκανες. Θα το καταλάβαινα αν μου έλεγες ότι ήσουν ένας δειλός, που και πάλι υπερβολή θα ήταν. Μα φονιάς! Ούτε ο πιο σκληρός δικαστής δεν θα σου κρέμαγε τέτοια ταμπέλα! Είσαι ο μόνος από τους δικούς σου που κατάφερε να κρατήσει τα λογικά του ακέραια, όταν το έδαφος χανόταν κάτω απ’ τα πόδια του. Μήπως σου άρεσε το τέλος το γονιών σου; Θα ήθελες κι εσύ να έχεις καταλήξει κάπως έτσι;

Μονάχος σου είπες και συμφωνώ με την άποψή σου, ότι τα μελλούμενα του καθενός είναι γραμμένα και δυστυχώς  κανείς δεν έχει δει, ούτε πρόκειται, το βιβλίο που του αναλογεί. Για άλλους το βιβλίο είναι μικρό, και για άλλους έχει πολλές σελίδες. Άλλες με ζωηρά χρώματα γραμμένες και άλλες με γράμματα κατάμαυρα. Όμως εκεί φαίνεται πόσο άνθρωπος είναι ο καθ’ ένας. Στα δύσκολα.”

Ο Πέτρος χαμογέλασε ειρωνικά και μίλησε σαν να απευθυνόταν στον εαυτό του.

“Το δικό μου φαίνεται, είναι καμωμένο από πίσσα.”

Το παρήγορο βλέμμα της Αγγελικής δεν έφερε καμιά αλλαγή στην ψυχολογία της στιγμής. Μετά από κάποια δευτερόλεπτα σιωπής, εκείνη σηκώθηκε και έπιασε το χέρι του Πέτρου. Ήταν μια βουβή πρόσκληση να έρθει να κάτσει μαζί της. Έβλεπε ότι αυτός ο άνθρωπος είχε ανάγκη από μια αγκαλιά, που χρόνια τώρα είχε στερηθεί. Ο Πέτρος δίστασε λίγο, μα όταν κατάλαβε από τα μάτια της ότι ήταν εντάξει να πλαγιάσει κοντά της, ένιωσε την πρόσκληση λυτρωτική και δέχτηκε.

“Είναι εύκολο να μου κάνεις μια χάρη;”

Της είπε.

“Αν περνάει απ’ το χέρι μου ευχαρίστως”

“Θα μπορούσες να προσέχεις το φάρο για απόψε σε παρακαλώ; Νιώθω μεγάλη κούραση και θα ήθελα να κοιμηθώ λίγο.”

“Αυτό ήταν μόνο; Μωρέ χαρά στο πράμα. Άλλωστε σε λίγες ώρες ξημερώνει. Και δεν έχω όρεξη για ύπνο. Κοιμόμουν δύο ημέρες συνεχώς.”

Δέχτηκε χαμογελώντας.

“Αν τύχει κάτι ξύπνα με.”

“Μην ανησυχείς. Δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα. Δεν υπάρχει λόγος να συμβεί κάτι και ο καιρός είναι καλός. Αν εξαιρέσεις το κρύο βέβαια.”

Ο Πέτρος κούρνιασε στην αγκαλιά της. Πόση γαλήνη βρήκε εκεί μέσα και πόση ζεστασιά; Ήταν παράξενο. Ενώ είχε δει ολόγυμνη την απαράμιλλη ομορφιά αυτής της κοπέλας, ετούτη τη στιγμή που βρισκόταν στην αγκαλιά της, δεν την έβλεπε καθόλου πρόστυχα. Η αγκαλιά αυτή έμοιαζε μητρική. Ή μάλλον πιο καλά και από μητρική. Ήταν σαν να τον αγκάλιαζε μητέρα και φίλη μαζί.

“Α! …. Και Αγγελική!…και πάλι σ’ ευχαριστώ που ήρθες.”

Έκλεισε τα μάτια χωρίς ποτέ να δει το χαμόγελό της να τον κοιτάζει καθώς αποκοιμιόταν. Εκείνο το βράδυ ο Πέτρος έκανε τον πιο γλυκό ύπνο που θυμόταν εδώ και χρόνια. Ούτε σκιές, ούτε εφιάλτες, ούτε όνειρα. Απολύτως τίποτα.

Όταν ξύπνησε, κόντευε κιόλας μεσημέρι. Η Αγγελική δεν ήταν στην κάμαρα. Έντονο φως έμπαινε απ’ το παράθυρο ενώ από τριγύρω μπορούσες να ακούσεις την φύση που έσφυζε από ζωή εκεί έξω. Έκανε να σηκωθεί και εκείνη την ώρα μπήκε μέσα η Αγγελική κρατώντας ένα δισκάκι με το πρωινό του.

“Άντε υπναρά! Είναι η Τρίτη φορά που το φέρνω. Από το πρωί όλο το ζεσταίνω και το ξαναζεσταίνω. Αυτή τη δόση έλεγα ότι αν κοιμόσουν ακόμη, σίγουρα θα σε ξυπνούσα. Μεσημέριασε!”

Ο Πέτρος χαμογέλασε και έκατσε στην άκρη του κρεβατιού. Αφού την ευχαρίστησε, πήρε τον δίσκο στα πόδια του και άρχισε να τρώει μανιωδώς. Η Αγγελική βγήκε στο μπαλκόνι και ρέμβασε μέχρι να τελειώσει το φαί του ο οικοδεσπότης της. Η ημέρα ήταν καταπληκτική. Αν εξαιρούσες κάποια ανεπαίσθητη ψύχρα, όλα θύμιζαν καλοκαίρι. Δυνατός ήλιος δέσποζε σε έναν πεντακάθαρο γαλανό ουρανό. Τα νερά γύρω απ’ το νησί τόσο ήρεμα και διαυγή που ένιωθες ότι μπορούσες να περπατήσεις πάνω τους και να παρατηρείς τον βυθό από κάτω, σαν να βρισκόσουν σε κάποιο περίεργο μουσείο. Πουλιά έπαιζαν τριγύρω στις σκλήθρες και τα θυμάρια, ενώ στις ακτές οι καλικατσούδες, είχαν βρει την καλύτερη ευκαιρία για ψάρεμα και βουτιές.

Ο Πέτρος βγήκε κι αυτός αφού τελείωσε με το φαγητό του, και ακούμπησε στην κουπαστή.

“Δεν μπορείς να πεις. Το μπαλκόνι μου έχει την καλύτερη θέα σε όλο το νησί.”

Γέλασε.

“Η αλήθεια να λέγεται. Είναι όμορφα εδώ. Νιώθεις ότι βρίσκεσαι εκεί που έπρεπε να ήσουν εδώ και χρόνια. Εκεί όπου ανήκεις.”

Συμφώνησε η Αγγελική και στην συνέχεια έσκυψε το κεφάλι.

“Κρίμα που πρέπει να φύγω.”

Ο Πέτρος ένιωσε σαν να του είχαν μπήξει μαχαίρι στην πλάτη.

“Να φύγεις; Γιατί να φύγεις; Πότε να φύγεις και πώς; Χα! Μου την έφερες. Με είχες για μια στιγμή. Τι βλάκας που είμαι; Μα είναι δυνατόν να το έχαψα; Αφού δεν υπάρχει τρόπος να φύγεις.”

Η Αγγελική όμως παρέμεινε να τον κοιτά με ένα βλέμμα συμπονετικό. Σήκωσε το χέρι και ακούμπησε τον δείκτη της στα χείλη του σε μια προσπάθεια να του δώσει να καταλάβει ότι έπρεπε να σταματήσει.

“Αλήθεια είναι Πέτρο. Φεύγω σήμερα. Τώρα σε λίγο.”

“Μα είναι χαζό.”

Παραπονέθηκε.

“Δεν γίνεται να φύγεις, δεν υπάρχει μέσον να το κάνεις.”

Η Αγγελική χωρίς να πει λέξη, έστρεψε το βλέμμα της στο πέλαγο, σαν να έδειχνε. Ο Πέτρος γύρισε κι αυτός προς τα εκεί και το πρόσωπό του συννέφιασε μονομιάς, ένιωσε τον λαιμό του να στεγνώνει καθώς διέκρινε ένα πλεούμενο να πλησιάζει. Αν και βρισκόταν ακόμη μακριά, υπολόγισε ότι δεν θα έκανε πάνω από ώρα να φτάσει. Η Αγγελική ξαναγύρισε στον Πέτρο.

“Έρχεται να με πάρει.”

“Ποιός; Μα πως…; Τι στα κομμάτια γίνεται;”

“Ο θείος μου. Τόσες μέρες ήταν φυσιολογικό να με ψάχνει και τώρα με βρήκε.”

“Και πως είσαι τόσο σίγουρη πως είναι εκείνος; Πως ήξερε ότι βρισκόσουν εδώ;”

Ο Πέτρος αγωνιζόταν να βρει κάποιο πάτημα.

“Το ξέρω.”

Είπε απλά η Αγγελική. Ο Πέτρος είχε χάσει. Σε λίγη ώρα θα έμενε πάλι μόνος. Αλλά δεν τον ένοιαζε τόσο η μοναξιά. Αυτή ήταν σύμμαχός του. Είχε συνηθίσει τόσο πολύ στην παρουσία όμως της Αγγελικής, ώστε ένιωθε σαν να αποχωριζόταν ένα δικό του κομμάτι. Ήταν τόσο ευχάριστη η παρέα της, που δεν μπορούσε να φανταστεί πλέον τις μέρες του χωρίς αυτήν.

“Θα ήθελες να με συνοδεύσεις μέχρι τον μόλο; Θα ήταν ένας όμορφος αποχαιρετιστήριος περίπατος με τέτοια μέρα.”

Ο Πέτρος δεν μπορούσε να μην συμφωνήσει. Ήταν οι τελευταίες στιγμές που περνούσε μαζί της. Χωρίς να πει κουβέντα, πήρε το παλτό του και ξεκίνησαν. Μαζί, τους ακολούθησε και ο σκύλος. Η πορεία δεν ήταν όσο ευχάριστη θα έπρεπε να είναι, υπό άλλες συνθήκες. Ο Πέτρος περπατούσε αμίλητος με το κεφάλι κατεβασμένο και η Αγγελική ακολουθούσε μην μπορώντας να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει για να γλυκάνει τον πόνο του. Καθώς δεν άντεχε άλλο τόση θλίψη, μίλησε.

“Δεν μπορώ να σε βλέπω άλλο έτσι! Εντάξει δεν λέω κι εγώ στενοχωριέμαι που φεύγω, αλλά δεν είναι δα και τόσο σημαντικό. Άλλωστε και πριν έρθω μόνος σου ήσουν και μάλιστα, έλεγες πως σου άρεσε κιόλας. Άσε που έχω την αίσθηση ότι δεν θα μείνεις και για πολύ μόνος. Μάλλον λιγότερο απ’ όσο φαντάζεσαι. Θα δεις θα στο πει και ο θείος μου. Κι εγώ ακόμη, να είσαι σίγουρος ότι θα ξανάρθω.”

Το πρόσωπο του Πέτρου, έλαμψε για μια στιγμή. Αμέσως όμως ξανά συννέφιασε. Τι νόημα είχε; Το θέμα ήταν να μην έφευγε καθόλου. Άλλωστε αν ερχόταν για λίγο, κάθε φορά θα πονούσε το ίδιο.

“Ποιος να έρθει σε αυτό το ξερονήσι, να κάνει τί; Και στο κάτω κάτω, εγώ δεν θέλω κανέναν εδώ. Εσύ ήσουν άλλη περίπτωση. Ούτε με ενδιαφέρει η άποψη του θειου σου. Έτσι να του πεις.”

Θύμωσε σαν μικρό παιδί.

“Καλά. Πες του το εσύ, τώρα που θα τον δεις. Όσο για το ποιος να έρθει εδώ και αν εσύ δεν θες κανέναν, αυτό δεν μπορείς να το ξέρεις, ούτε στο χέρι σου είναι να το ορίσεις.”

“Όχου! Πάλι με αινίγματα μιλάς. Καλά είναι. Δεν θέλω κανέναν είπα.”

Συνέχισε το δρόμο του θυμωμένα.

Έφτασαν στο Σκαλάκι και έκατσαν από ψηλά να κοιτάζουν την θάλασσα. Το πλεούμενο δεν φαινόταν πια στον ορίζοντα και όταν ο Πέτρος το κατάλαβε, ένιωσε την καρδιά του να φτεροκοπάει. Ήταν έτοιμος να γελάσει στην Αγγελική λέγοντας ότι είχε δίκιο και ότι του είχε κάνει πλάκα. Απλά έτυχε να φανεί κάποιο σκαρί τότε. Ο ήχος μιας μηχανής που ακούστηκε υπόκωφα από τα αριστερά του όμως, του έκοψε τη φόρα. Ο ήχος δυνάμωνε καθώς το σκάφος πλησίαζε και σε λίγα λεπτά πίσω από τα βράχια, ξεπρόβαλε ένα γνωστό σκαρί. Ο οδηγός του, μόλις τους είδε, άρχισε να χαιρετά χαμογελαστός και με τα δύο χέρια, φωνάζοντας. Ήταν ο Δράκος. Ο Πέτρος γούρλωσε τα μάτια και γύρισε στην Αγγελική με το στόμα διάπλατα ανοιχτό.

“Αυτός είναι ο θείος σου;”

Η Αγγελική έγνεψε καταφατικά, με δισταγμό.

“Είσαι ανιψιά του γέρο Δράκου;”

Συνέχισε κατάπληκτος.

“Ας πούμε πως ναι.”

Απάντησε η Αγγελική.

Άρχισαν να κατηφορίζουν, με τον Πέτρο να ακολουθεί. Ένιωθε κάποιο είδος θυμού και αγανάκτησης μαζί. Αυτός ο γεροξερόλας του είχε σπάσει τα νεύρα. Βρισκόταν μπροστά του όλη την ώρα και φαινόταν να τους ξέρει όλους. Τι ήθελε πια απ’ τη ζωή του;

Έφτασαν στον μόλο και τον βοήθησαν να δέσει. Ο γέρος σάλταρε από το καΐκι. Ο σκύλος, βλέποντας τον γέρο, άρχισε να γρυλίζει απειλητικά. Ο Πέτρος του έβαλε τις φωνές, αλλά το σκυλί δεν έπαιρνε από λόγια. Στο τέλος η Αγγελική έσκυψε και άρχισε να το χαϊδεύει και να το καθησυχάζει μιλώντας του σιγανά στο αυτί. Μόνο τότε αυτό σταμάτησε μονομιάς.

“Καλά το φαντάστηκα ότι θα σε έβρισκα εδώ. Γι’ αυτό και δεν πολυανησύχησα. Βρήκες καλή παρέα. Γεια σου Πετρή. Τι χαμπάρια; Πως πάει η απομόνωση; Ελπίζω να μην σε έβαλε σε μπελάδες η ανιψιά μου ε; Καλή κοπέλα η Αγγελικούλα μας δεν συμφωνείς; Αλλά ώρες ώρες εξαφανίζεται και πρέπει να κινήσουμε Γη και ουρανό για να την βρούμε.”

Ο Πέτρος και η Αγγελική, άκουγαν το λογύδριο του Δράκου με αμηχανία.

“Μα τι πάθατε; Το αμίλητο νερό ήπιατε; Αααα κατάλαβα. Ίσως να γνωριστήκατε καλύτερα απ’ όσο θα έπρεπε.”

Γέλασε. Ο Πέτρος ετοιμάστηκε να υπερασπιστεί την μέχρι πρότινος φιλοξενούμενή του, λέγοντας ότι τίποτα απ’ αυτά που υπονοούσε ο γέρος δεν είχε γίνει, αλλά εκείνος τον διέκοψε.

“Δεν θέλω να ξέρω τίποτα. Άλλωστε εμένα δεν μου πέφτει λόγος. Μεγάλη κοπέλα είναι, αρχόντισσα του εαυτού της. Μόνο να με συμπαθάς που θα στην πάρω, αλλά βλέπεις οι δικοί της την ψάχνουν. Ξέρεις τώρα πως είναι αυτά. Είναι η μικρή μας και της έχουμε όλοι αδυναμία. Ξέρεις εσύ απ’ αυτά.”

Ακόμη ένα σοκ χτύπησε τον Πέτρο. Τι εννοούσε ο Δράκος; Είναι δυνατόν να είχε την παραμικρή ιδέα γι’ αυτά τα οποία έλεγε στην Αγγελική όλο το βράδυ; Κάγχασε ειρωνικά και επιτέλους μίλησε.

“Η αλήθεια είναι ότι η Αγγελική είναι η πιο ευχάριστη παρέα, ή μάλλον, η μόνη ευχάριστη παρέα που είχα εδώ και χρόνια. Αλλά όπως λες, αν ανησυχούν οι δικοί της και εκείνη θέλει, ποιος είμαι εγώ που θα την εμποδίσω να φύγει;”

Η Αγγελική πλησίασε και τον αγκάλιασε, ψιθυρίζοντας του στο αυτί.

“Δεν είναι ότι θέλω. Είναι ότι πρέπει. Έχε τα μάτια σου ανοιχτά.”

Τον φίλησε στο μάγουλο και μπήκε στο καΐκι. Ο Δράκος, σαν να μην είχε ακούσει τους ψιθύρους, απάντησε.

“Πολύ σοφή κουβέντα. Ώριμη.”

Γύρισε στην Αγγελική.

“Βλέπεις Αγγελική; Να γιατί δεν ανησυχούσα. Ήξερα ότι ήσουν σε καλά χέρια. Λοιπόν Πέτρο, να μας συμπαθάς. Πρέπει να φεύγουμε. Α! Μα τι αφελής που είμαι; Παραλίγο να το ξεχάσω. Βλέπεις ένα γέρικο μυαλό έχω, τι να πρωτοθυμηθεί και αυτό; Ξέρεις έχω και άλλη μια ανιψιά, πιο μεγάλη. Αδεμόνη είναι το όνομά της. Όταν άκουσε για σένα, έκανε σαν τρελή για να σε γνωρίσει. Βρε τι να της λέω ότι λείπεις, τι ότι το μέρος που βρίσκεσαι είναι δύσκολο, τίποτα αυτή. Εκεί. Ήθελε ντε και σώνει να σε γνωρίσει.

Με έβαλε λοιπόν, με το έτσι θέλω, να την φέρω μαζί μου να την αφήσω εδώ. Σ’ όλη τη διαδρομή έβλεπε την καλοσύνη και ήθελε να πέσει να κολυμπήσει. Έτσι όταν φτάσαμε, την πήγα στο Μανδράκι και την άφησα, να κάνει το μπάνιο της. Ανάθεμά με και αν δεν έχει γίνει παγάκι τέτοια εποχή. Είπα μέχρι να πάρω την Αγγελικούλα, θα έχει τελειώσει και θα πας να την βρεις. Να μου την προσέχεις ε; Αν και αυτή τα καταφέρνει μια χαρά και μονάχη της. Διαόλου κάλτσα που λένε.”

Γέλασε. Μετά πλησίασε εμπιστευτικά τον Πέτρο.

“Και που ‘σαι. Αν σου άρεσε η Αγγελικούλα, αυτή θα σου αρέσει εκατό φορές παραπάνω. Αφού εγώ να φανταστείς, θείος της είμαι και κολάζομαι. Αν καταλαβαίνεις τι εννοώ.”

Τον χτύπησε με νόημα στο μπράτσο και γέλασε πονηρά και δυνατά. Αφού χαιρέτησε, μπήκε στο σκαρί του. Ο Πέτρος τους βοήθησε να λύσουν και έμεινε να κοιτάει το καΐκι, που άρχισε να απομακρύνεται. Λυπημένη φιγούρα, η Αγγελική, μα με ένα τελευταίο ολάνθιστο χαμόγελο, να τον κοιτάει. Άκουγε τη φωνή της μες το μυαλό του.

“Θυμήσου. Τα μάτια σου ανοιχτά.”

Μόλις ανοίχτηκαν για τα καλά, ο Πέτρος πήρε το δρόμο για το Μανδράκι. Οι σκέψεις, για άλλη μια φορά στριφογυρνούσαν σαν φίδια μες το νου του. Πως γινόταν αυτός ο γέρος να ήταν θείος της Αγγελικής; Ακόμη και για παππούς της, μεγάλος της έπεφτε. Προπάππους της και βάλε έπρεπε να ήταν κανονικά. Ακόμη, τί ήταν αυτό το καινούριο φρούτο που πήγαινε να συναντήσει και τι όνομα ήταν πάλι αυτό; Αδεμόνη! Ούτε που το ‘χε ματακούσει. Ησυχία δεν θα έβρισκε ποτέ. Είχε έρθει να εγκατασταθεί στο νησί, χωρίς καν να τον ρωτήσει. Με λίγα λόγια είχε επιβάλει την παρουσία της με το έτσι θέλω. Ααα! Ως εδώ ήταν. Μόλις την έβλεπε θα της τα ‘ψελνε ένα χεράκι, για να δει ποιος έχει το πάνω χέρι εδώ.

Αποφασισμένος τώρα έφτασε στο Μανδράκι. Πάνω στην άμμο, περίπου στο κέντρο της παραλίας, βρήκε πεταμένα κάποια μαύρα υφάσματα.

“Τα ρούχα της κυρίας!”

Σκέφτηκε και τα σήκωσε. Η μυρωδιά τους που έφτασε στα ρουθούνια του με την κίνηση που έκανε, τον έκανε να ξεχάσει όλο το θυμό του. Μια μυρωδιά σχεδόν παραδεισένια. Απ’ τη θάλασσα ξεπρόβαλε το κεφάλι της απρόσκλητης επισκέπτριας και άρχισε να κολυμπά προς το μέρος του. Όταν πλησίασε αρκετά, ο Πέτρος φώναξε.

“Του λόγου σου είσαι η Αδεμόνη;”

“Το βρήκες όμορφε. Που με ξεχώρισες μέσα σε τόσο κόσμο;”

Είπε γελώντας. Η φωνή της ήταν προκλητική. Είχε πια πλησιάσει αρκετά τώρα και ο Πέτρος έβλεπε καθαρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Δύο καταπράσινα, γατίσια μάτια είχαν καρφωθεί στα δικά του. Τα σαρκώδη χείλη της είχαν σχηματίσει ένα σαγηνευτικό χαμόγελο, που σε άφηνε μουδιασμένο. Το πρόσωπό της ήταν αδύνατο, αλλά όχι περισσότερο απ’ όσο έπρεπε, με τέλειες γωνίες στα ζυγωματικά και στο πίσω μέρος της κάτω γνάθου, να τονίζουν την θηλυκότητά της.

Ο Πέτρος είχε μείνει θαμπωμένος, βλέποντας την να σηκώνεται και να βγαίνει μέσα απ’ το νερό, που γλιστρούσε πάνω της χαϊδεύοντας αυτό το θεσπέσιο κορμί. Καθώς το νερό έφευγε προς τα κάτω αποκάλυπτε ένα σώμα ανάλογο του προσώπου. Δύο γεμάτα στήθη, με τις ανάλογες θηλές να στέκουν ερεθισμένες στο χάδι του νερού, πάνω από μια λεπτή μέση που κατέληγε μπροστά σε μια σφιχτή κοιλιά. Το φύλο της ήταν γυμνό στην περιοχή της ήβης, με μια μόνο κατάμαυρη λεπτή γραμμή να το στεφανώνει, ανάμεσα σε δύο τέλεια συμμετρικούς μηρούς με τις καμπύλες στους γλουτούς αλλά και σε όλο το σώμα γενικά, να έχουν αγγίξει τα άκρα της γυναικείας ομορφιάς.

Το όνειρο κάθε άντρα, στεκόταν ολόγυμνο και προκλητικά μουσκεμένο μπροστά του. Καθώς τα χέρια της έπιαναν τώρα προς τα πίσω τα μακριά μαύρα μαλλιά της, προκειμένου να τα στραγγίξουν, τα μάτια της έκλειναν και το στέρνο της τέντωνε προβάλλοντας τώρα περαιτέρω τα στήθη της. Ότι νερό είχε απομείνει, θαρρείς ότι μαχόταν τώρα με νύχια και με δόντια να κρατηθεί από αυτήν την ομορφιά. Στο τέλος έχανε όμως την μάχη και κατέληγε στο έδαφος, όπου η στεγνή άμμος το απορροφούσε μονομιάς. Αν οι σταγόνες είχαν φωνή, θα άκουγες την τελευταία τους φωνή καθώς βυθιζόντουσαν στην άμμο. Το μόνο που κατάφερνε να μείνει, ήταν δροσοσταλίδες, που λαμποκοπούσαν τώρα σαν μικρά διαμαντάκια στο φως του ήλιου, πάνω στο ανατριχιασμένο δέρμα της και κρεμασμένες στις στητές ρώγες, και ετοιμάζονταν να στάξουν κι αυτές.

Το χάσιμο του Πέτρου, ήταν τόσο μεγάλο, που ούτε κατάλαβε ότι του είχαν πέσει τα ρούχα απ’ το χέρι. Όλος ο θυμός του είχε πάει περίπατο. Δεν θυμόταν καν τον λόγο για τον οποίο είχε θυμώσει. Η Αδεμόνη βλέποντας τον να την κοιτάζει, έμεινε για λίγο ακίνητη, χαμογελαστή, χωρίς να την ενοχλεί καθόλου που στέκονταν γυμνή μπροστά του. Απεναντίας έδειχνε να το απολαμβάνει.

“Μπορώ να έχω τα ρούχα μου παρακαλώ; Εκτός κι αν δεν θες να τα φορέσω.”

Ο Πέτρος βγήκε απ’ το λήθαργο κοκκινίζοντας μονομιάς. Σήκωσε τα ρούχα απ’ το έδαφος και της τα πρόσφερε, ρίχνοντας τώρα κλεφτές ματιές, σκεπτόμενος ότι ο γέρος, τελικά, δεν είχε καθόλου άδικο. Αυτά που η κοπέλα έλεγε ρούχα, δεν ήταν τίποτε άλλο από δύο κομμάτια αραχνοΰφαντο ύφασμα. Το ένα κομμάτι, μακρύ και μαύρο που χρησίμευε για φουστάνι, το πέρασε γύρω απ’ την μέση της δένοντας τις δύο άκρες μεταξύ τους, αφήνοντας έτσι ολόκληρο το αριστερό πόδι της σχεδόν, ακάλυπτο. Το δεύτερο κομμάτι, επίσης μαύρο, είχε δύο μακριά μανίκια φαρδιά στις άκριες και έδενε στο κέντρο του στήθους, αφήνοντας αρκετή σάρκα από τα στήθη της αλλά και ολόκληρη την κοιλιά της εκτεθειμένα.

“ Έτοιμη. Μπορείς να κοιτάξεις και κανονικά τώρα αν θέλεις.”

Ο Πέτρος σήκωσε το κεφάλι. Κατευθείαν το βλέμμα του έπεσε και πάλι στο μπούστο της. Όσο και αν προσπαθούσε, τίποτα δεν μπορούσε να κάνει για να πάρει τα μάτια του πάνω απ’ αυτές τις ρώγες που διαγράφονταν ακόμη, έτοιμες να τρυπήσουν το ύφασμα. Με τα πολλά, βρήκε το θάρρος και πρότεινε το χέρι για χειραψία.

“Πέτρος. Ο φαροφύλακας.”

Η κοπέλα χωρίς να ανταλλάξει χειραψία, τον πλησίασε. Πέρασε το μπράτσο της γύρω απ’ το λαιμό του και κόλλησε ο σώμα της πάνω του. Ένιωθε τα στήθη της να τον πιέζουν λίγο πιο πάνω απ΄ την κοιλιά. Το μεθυστικό άρωμα που ανέβλυζε τον έκανε να θέλει να χαθεί στο πίσω μέρος των αυτιών της, μέσα στα μαλλιά της. Ακούμπησε τα πλούσια χείλη της στα δικά του. Παρ’ όλο που μόλις είχε βγει απ’ το παγωμένο νερό, τα χείλη της αλλά και όλο της το κορμί, έκαιγαν. Άφησε ένα απαλό σαν μετάξι φιλί, πάνω τους.

“Χαίρω πολύ, Πέτρο.”

Ο Πέτρος είχε κοκαλώσει. Ένιωσε το πέος του να σκληραίνει μέσα στο παντελόνι και αισθάνθηκε τόσο άβολα καθώς αυτό προσπαθούσε να σηκωθεί, αλλά έβρισκε αντίσταση επάνω της. Η Αδεμόνη γέλασε και πάλι.

“Ω! Τι έχουμε εδώ; Φαίνεται ότι δεν χάρηκα μόνο εγώ εδώ πέρα.”

Ο Πέτρος αποτραβήχτηκε καθώς είχε έρθει σε αρκετά δύσκολη θέση. Το πρόσωπό του είχε πάρει το χρώμα της παπαρούνας.

“Δεν είναι ανάγκη να ντρέπεσαι για κάτι. Οι ορμές είναι κάτι πολύ όμορφο για να τις καταπιέζεις. Ανήκουν στην φύση και πρέπει να τις μοιραζόμαστε και όχι να τις κρύβουμε. Γι’ αυτό και το ανθρώπινο σώμα είναι φτιαγμένο έτσι ώστε να μην λέει ποτέ ψέματα, ούτε να μπορεί να κρατήσει κάτι κρυφό. Όλα  τα μαρτυρά.”

Ο Πέτρος διαμαρτυρήθηκε.

“Ήταν μια αντίδραση του οργανισμού, ασυναίσθητη. Τι περίμενες όταν  παρουσιάζεσαι έτσι μπροστά μου;”

“Αυτό ακριβώς λέω κι εγώ. Μια αντανακλαστική αντίδραση του οργανισμού. Μια φυσικότητα. Είδες κάτι που σου άρεσε και ο οργανισμός σου αντέδρασε φυσιολογικά και άμεσα. Ποιος ο λόγος να του επιβάλεις να κάνεις το αντίθετο και να μην τον αφήσεις να σε πάει όπου αυτός θέλει; Αλλά τέλος πάντων κάθε πράγμα στον καιρό του.”

Δεν ήξερε αν αυτό ήταν κάποια υπόσχεση, αλλά μέσα του ήλπιζε ότι έτσι ήταν και έτσι το εξέλαβε.

“Θα γνώρισες ασφαλώς και την μικρή μου ξαδέρφη, απ’ ότι κατάλαβα.”

“Την Αγγελική εννοείς;”

“Ακριβώς. Την Αγγελικούλα μας. Ωραίο κορίτσι και καλό. Μόνο που την χάνουμε συχνά. Τι να κάνουμε όμως έτσι είναι τα παιδιά. Αμφιβάλω πολύ αν θα ωριμάσει ποτέ.”

Ο τρόπος που μιλούσε η Αδεμόνη, κρατούσε σε εγρήγορση συνεχώς τον ανδρισμό του Πέτρου. Παρατήρησε ότι και εκείνη δεν πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερη από την Αγγελική. Μα η φωνή της ήταν ανυπόφορα ελκυστική.

“Η Αγγελική είναι πολύ πιο ώριμη απ’ όσο νομίζεις. Χτες το βράδυ μάλιστα σε μια συζήτηση που είχαμε για κάποιο πρόβλημά μου, αποδείχθηκε τόσο καλός συνομιλητής, που κατάφερε να με κάνει να νιώσω πολύ καλά.”

Η Αδεμόνη απάντησε, αδιάφορα.

“Α ναι. Το έχει αυτό. Ξέρει να σε τουμπάρει με γλυκόλογα. Μια ζωή προσπαθεί να δείχνει στους ανθρώπους την καλή πλευρά των πραγμάτων. Νομίζει ότι θα σώσει τον κόσμο. Πόσο αφελής είναι.”

“Δεν είναι καθόλου αφελής και να προσέχεις τα λόγια σου σε παρακαλώ.”

“Μπα μπα μπααα! Τι έχουμε εδώ; Μη μου πεις ότι ερωτεύτηκες αγοράκι.”

Είπε ακουμπώντας το πηγούνι του με την ανάστροφη του δείκτη της. Εκείνος τραβήχτηκε.

“Δεν ερωτεύτηκα. Η Αγγελική είναι φίλη μου. Άλλωστε πως θα μπορούσα να την ερωτευτώ. Είναι απλά ένα παιδί.”

“Ακριβώς όπως το είπες. Ένα παιδί. Κι εσύ χρειάζεσαι επειγόντως γυναίκα.”

Ακόμη μία κόκκινη επέλαση απλώθηκε στα μάγουλα του Πέτρου.

¨Ωραίο το νησάκι σου εδώ.”

Παρατήρησε η Αδεμόνη ρίχνοντας μια ματιά τριγύρω.

“Αν και πολύ ξερό βρε παιδί μου. Λοιπόν, δεν θα με καλέσεις στον φάρο σου να με φιλοξενήσεις; Που πήγαν οι τρόποι σου;”

Ο Πέτρος πλησίασε σε απόσταση φιλιού και την κοίταξε στα μάτια. Μπορούσε να μυρίσει τα μαλλιά της. Εκείνη παρέμεινε ατάραχη, σαν να του έλεγε, εμπρός, τί περιμένεις;

“Ποιός σου είπε ότι έχω τρόπους;”

Βρυχήθηκε ο Πέτρος.

“Να σε φιλοξενήσω όμως ασφαλώς και μπορώ. Αρκεί να μην μου ζαλίζεις το κεφάλι.”

Αφού πέρασε μια σιωπηλή στιγμή, παραμέρισε και άπλωσε το χέρι του δείχνοντάς της έτσι τον δρόμο.

“Περάστε.”

Έτσι ξεκίνησαν για τον φάρο. Ο Πέτρος παρατήρησε ότι δεν είχε δει τόση ώρα τον σκύλο πουθενά, που υποτίθεται ότι τον είχε ακολουθήσει. Υποθέτοντας ότι θα δίψασε και είχε γυρίσει στον φάρο, δεν έδωσε περαιτέρω σημασία. Η μέρα έδινε σιγά, σιγά την θέση της στην νύχτα και ο ελαφρύς αέρας που είχε σηκωθεί, έκανε το κρύο διαπεραστικό.

“Είναι κάποια παράδοση της οικογένειας σου να περπατάτε ξυπόλυτες;”

Ρώτησε ο Πέτρος.

“Μου αρέσει να νιώθω το χώμα στα πέλματά μου. Μου υπενθυμίζει από πού προέρχομαι. Γενικά μου αρέσει να νιώθω.”

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]
//