Βλέποντας τέσσερις ανθρώπους στην άκρη του δρόμου να τον περιμένουν σαν το νερό στην όαση, ο Κάρολ αντέδρασε… Σε πιάτσα ταξί ήμασταν στημένοι… Και περιμέναμε αρκετή ώρα… Όταν η πρώτη Mercedes έφτασε (είναι δεδομένο ότι δεν θα χωρούσαμε σε άλλο αμάξι όλοι μαζί), ο κύριος που ήλεγχε την ροή των πελατών στα ορμώμενα τετράτροχα, σαν διπλωμάτης των δικών μας συμφερόντων, δεν άφησε περιθώριο…
“Ελα Κάρολ, κούρσα για το αεροδρόμιο” του είπε στα Εβραϊκά… Ο οδηγός με βαριά καρδιά ξεπόρτισε από την αναπαυτική θέση του. Βλέποντας εμένα και τους άλλους τρεις, πλησίασε τον συνάδελφό του, με σφόδρα παραπονιάρικο ύφος. Δεν καταλάβαινα τι έλεγε, από τη γλώσσα των χεριών όμως και του σώματος γενικά, αντιλαμβανόμουν ότι ο φίλος μας, ήταν διόλου ευτυχισμένος που θα έπρεπε να φορτώσει αποσκευές και ανθρώπους που ίσα ίσα χωρούσαν σε ένα βαγόνι τρένου, στην αγαπημένη του Μercedes. Δύο λεπτά ο ίδιος άνθρωπος, που όπως θα μάθαινα νωρίτερα, είχε ξεπεράσει τα 80(!!!), δίχως την παραμικρή υπερβολή, ανέβασε και κατέβασε 3-4 φορές τις θεόρατες βαλίτσες μας στο πορτ μπαγκάζ του, προκειμένου να βρει τις θέσεις που θα τις χωρούσε όλες… Δεν τα κατάφερε. Ένα σακ βουαγιάζ έμεινε εκτός, αλλά τελικά με εμένα στη θέση του συνοδηγού και τους τρεις συναδέλφους στο πίσω κάθισμα, το ταξί του Κάρολ ξεκίνησε την σχεδόν 30λεπτη διαδρομή του μέχρι το αεροδρόμιο Μπεν Γκουριόν του Τελ Αβίβ.
Κατάγομαι από τις Σειρές Αχαΐας, εκεί όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου. Τι είπα; “Σειρές”; Χριστέ μου! Αηδία! Όλες οι ονομασίες που έδωσαν οι αρμόδιοι στα χωριά και τις κοινότητες έπειτα από την απελευθέρωση είναι σιχαμένες. Βερσίτσι το γνώρισα, Βερσίτσι το αγάπησα… Το χωριό μου ως Σειρές ποτέ δεν τον αναγνώρισα. Εκεί λοιπόν, στη μέση του πουθενά, εκεί όπου ο ήλιος είναι τόσο κοντά με τα βουνά μας, που μπορεί να τα καλημερίσει δια χειραψίας, έμαθα να αγαπώ τις κουβέντες με τους παππούληδες. Ήμουν 8-9 όταν έμεινα έκθαμβος από μία κουβέντα που είχα με έναν γέροντα, εκεί στο περίβολο της Ανάληψης (της εκκλησίας του χωριού) κι όσο μεγάλωνα, καταλάβαινα ολοένα και περισσότερο ότι ένα ποτήρι κρασί στο τραπέζι ενός παππούλη και η ακρόαση αυτών που έχει να θυμηθεί, είναι ανεκτίμητος θησαυρός.
Γιατί τα λέω αυτά; Πιεσμένος στο κάθισμα του συνοδηγού, στα πρόθυρα μίας κλειστοφοβικής κρίσης, το βλέμμα μου όλο και πιο συχνά περιεργαζόταν τα στοιχεία του γέροντα που βαστούσε με τα δύο χέρια του το βολάν. “Μα είναι πραγματικά μεγάλος” σκέφτηκα. Δεν είχα να χάσω τίποτα. Αν ξεκλείδωνα την ψυχή του, μπορεί τα επόμενα λεπτά της διαδρομής μέχρι το Μπεν Γκουριόν, να ήταν ένας παράδεισος γνώσης…
Στο Ισραήλ ήμασταν, την “ευρωπαϊκή” χώρα (τουλάχιστον βάσει του αθλητικού χάρτη) που έχει βιώσει τις περισσότερες πολεμικές αναταραχές από κάθε άλλη εδώ και δεκαετίες. Πόσα πράγματα θα είχε αλήθεια να διηγηθεί ένας…. Χμ… “Συγγνώμη, πόσο χρονών είστε;” τον ρώτησα για να λύσω την απορία μου…
-”80 ετών, καλέ μου φίλε…” μου απάντησε με λεκτική άνεση στα αγγλικά του…
Αισθανόμουν ότι μπροστά μου έχω την ζωντανή ιστορία του Ισραήλ… Έναν άνθρωπο που αν άνοιξε την ψυχή του θα με ταξίδευε σε εποχές που δεν έζησα και θα ήθελα τόσα πολλά να μάθω για αυτές
Δίσταζα… Δεν γνώριζα ποιος είναι ο κώδικας επικοινωνίας με αυτούς τους ανθρώπους. Τους ενοχλεί, ή δεν τους ενοχλεί να μιλούν για αυτά που πέρασαν; Είναι άνετοι, ή εσωστρεφείς; Είναι προσβλητικό ή τιμητικό; Δήλωνα άγνοια. Μέχρι που πήρα την απόφαση…
“Αλήθεια πήρατε μέρος στον πόλεμο των 6 ημερών;” ρώτησα με θράσος, θέλοντας να μάθω λεπτομέρειες για το (κατά την ταπεινή άποψή μου), μεγαλύτερο πολεμικό θαύμα που έχει γίνει ποτέ, προϊόν της ασύλληπτης στρατιωτικής ευφυΐας του Μοσέ Νταγιάν. Τότε κατάλαβα ότι ο Κάρολ ήξερε να μιλάει, όχι όμως και να καταλαβαίνει πολύ καλά τα αγγλικά. Άρα; Προσπαθούσα με δύο λέξεις να του δώσω γήπεδο να παίξει μπάλα μόνος του. Τα έλεγε τόσο ωραία μόνος του…
“Είμαι 80 χρονών… Πήρα μέρος σε τρεις πολέμους και φυσικά σε αυτόν των 6 ημερών”… Είπε ο Κάρολ… Χαμογέλασε… Κοίταξε τα ροζιασμένα χέρια του με τις τεράστιες αυλακώσεις. “Βλέπεις τα χέρια μου; Ήμουν σχεδόν τέσσερα χρόνια σε στρατόπεδο συγκέντρωσης”. Σοκαρίστηκα. Ανάλογες ιστορίες μπορεί να είναι συνηθισμένες και κοινότυπες στο Τελ Αβίβ και σε ολόκληρο το Ισραήλ. Εγώ όμως, πρώτη φορά συνομιλούσα με έναν κρατούμενο των Ναζί.
“Και κατάφερες να αποδράσεις;”. Χαμογέλασε ο Κάρολ. Μετά από τόσα χρόνια, δεν υπήρχε τίποτα που να του κάνει αίσθηση πια. Να τον συγκινεί, ή να τον απογοητεύει…
“Τελείωσε ο πόλεμος φίλε μου… Εμχμμ… Πως είπαμε το όνομά σου;”
“Θανάσης… Είμαι από την Ελλάδα”. “Θανάσης… Οκ! Άκου λοιπόν, τελείωσε ο πόλεμος και φύγαμε. Δύο ώρες περισσότερο να είχε κρατήσει ο πόλεμος, μάλλον θα ήμουν νεκρός”. Ήταν η πρώτη φορά, που ένιωσα ότι η σιωπή έχει κραυγή μέσα στην καμπίνα του ταξί. Γύρισα ελαφρώς το κεφάλι μου, προς το πίσω κάθισμα. Είδα τρία ζευγάρια ματιών γουρλωμένα. Άχνα δε βγάζαμε.
Ο Κάρολ μάλλον το αντιλήφθηκε… Φαινόταν πανέξυπνος…
“Πού ήσουν Κάρολ;” ρώτησα και πάλι…
“Στα σύνορα της Ρουμανίας με την Ουκρανία. Για τέσσερα χρόνια. Από τα 9 μέχρι τα 13 σχεδόν”. Αμέσως μετά το γύρισε μόνος του… Και ο μονόλογός του, ήταν και για τους τέσσερις από εμάς, ένα μάθημα ζωής… Κυριολεκτικά… Εμπλουτισμένο με ζωηρό και πανέξυπνο χιούμορ ενός ανθρώπου, που δεν έχει πλέον να αποδείξει τίποτα στη ζωή του… Ο Κάρολ (Ρουμάνος Εβραίος, γεννημένος στο Βουκουρέστι), είναι ένας αξιαγάπητος γέροντας…
“Είμαι 80 ετών και πολλοί με ρωτούν ακόμα… “Ε, Κάρολ, γιατί δουλεύεις ακόμα; Στα 80 έφτασες”. Ξέρετε γιατί δουλεύω… Διότι αν δε δουλέψω, θα πρέπει να σέρνω το καλαθάκι στο σούπερ μάρκετ. Και δεν με ενθουσιάζει καθόλου αυτή η ιδέα”.
Το γέλιο όλων ήταν πηγαίο κι αυθόρμητο…
“Την ημέρα που θα σταματήσω να εργάζομαι και θα πρέπει να σέρνω το καλάθι στο σουπερ μάρκετ, θα ξεκινήσει και η αντίστροφη μέτρηση για το θάνατό μου φίλοι μου. Έτσι, προκειμένου να σέρνω το καλάθι, προτιμάω να σέρνω τη Mercedes μου στους δρόμους. Και να μου αρέσει κιόλας. Εξάλλου, να σας πω κάτι…. Όταν πάει η γυναίκα στο σούπερ μάρκετ μόνη της, μπορεί να αγοράσει ό,τι θέλει. Αν εγώ έκανα το χέρι μου, να, έτσι, να προσθέσω κάτι στο καλάθι, θα τα …άκουγα… “Και τι κάνεις; Και γιατί το παίρνεις αυτό; Είσαι σπάταλος; Δεν το χρειαζόμαστε”.
Μα την αλήθεια, πόσο ειλικρινής και εύστοχος είναι ο λόγος του…
“Παλιότερα, όταν οι γυναίκες παντρεύονταν, για να κάνουν έστω και την παραμικρή κίνηση έλεγαν στις φίλες τους… “Α, δεν ξέρω, πρέπει να ρωτήσω τον άντρα μου”… Μετά, όσο περνούν τα χρόνια, το σκηνικό αλλάζει και ο άντρας είναι αυτός πια που για να κουνηθεί λέει… “Α, πρέπει να ρωτήσω τη γυναίκα μου”. Αλλάζουν τα δεδομένα αγαπητοί μου. Ακόμα και για να καλέσεις δύο φίλους στο σπίτι σου ένα βράδυ…”.
Ο Κάρολ, πρόσφατα πλήρωσε 2000 ευρώ σε δικηγόρο στο Βουκουρέστι, ώστε να εξασφαλίσει ρουμάνικο διαβατήριο για τα παιδιά του…. Τα χρήματα δεν τον τρόμαξαν ποτέ… Δεν τα φοβήθηκε, δε τα τσιγκουνεύτηκε. Έτσι έδειχνε τουλάχιστον. Για αυτό και είχε κάθε λόγο να διαμαρτύρεται…
“Είναι εξαιρετική η τιμή που μας κάνει το κράτος σε όλους εμάς που πολεμήσαμε ή βρεθήκαμε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μας δίνουν το τρομακτικό ποσό των 300 ευρώ κάθε μήνα. Αλλά ομολογώ ότι δεν έχω παράπονο. Η πρόνοια μας έχει στο μυαλό της. Κάθε χρόνο τηλεφωνούν στο σπίτι μου δείχνοντας τεράστιο ενδιαφέρον αν ζω ή αν πέθανα. (Γελάει… )… Για να μας κόψει τα 300 ευρώ αν έχουμε φύγει από τη ζωή θέλουν να μάθουν. Όχι για κανένα άλλο λόγο”.
Το ταξίμετρο έγραψε 240 σεκλς… Δηλαδή περίπου 50 ευρώ. Ο γερο-Κάρολ μας ζήτησε 200. Είχε περάσει καλά φαίνεται. Εμείς όμως, είχαμε περάσει ακόμα καλύτερα. Και είχαμε μάθει πολλά πράγματα για τη ζωή..
Ο γέροντας έμπαινε και πάλι στο αγαπημένο του ταξί για να επιστρέψει στη βάση του. Ευτυχής… Την ίδια στιγμή μία συνάδελφος που με έβλεπε αποσβολωμένο να καρφώνω το βλέμμα μου πάνω του, μου λέει…
-”Κι εμείς ασχολούμαστε με πράγματα που δεν έχουν απολύτως καμία σημασία. Με αηδίες. Ο άνθρωπος αυτός έζησε κι επιβίωσε τριών πολέμων και ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης. Τι να του πούμε εμείς πια; Τι μπορούμε να του πούμε εμείς για προβλήματα;”. Δίκιο είχες Σοφία… Τι να του πούμε;
Υ.Γ. Προφανώς και οι αναγνώστες σε τούτο τον τόπο θα είναι μικρότερης ηλικίας, από τη δική μου. Μία συμβουλή έχω να σας δώσω στην πρώτη επικοινωνία μας… Μην αρνηθείτε ποτέ την κουβέντα σε έναν γέροντα. Βάλτε ένα ποτήρι κρασί, πάρτε μία καρέκλα και αφήστε τον να σας μιλήσει. Ο πλούτος που θα αποκομίσετε είναι δυσεύρετος.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.