Το τρίτο στοιχείο που παρατήρησα και που με έκανε πραγματικά να ανησυχήσω για την ψυχική μου υγεία και το αν όντως όλα αυτά που αφηγούμαι μέχρι στιγμής έχουν συμβεί στ’ αλήθεια (που παίρνω όρκο ότι έχουν συμβεί), ήταν το εξής. Πρέπει να σας πω ειλικρινά ότι δεν το φυλάω τελευταίο για να κάνω εντύπωση, άλλωστε οι περισσότεροι από σας θα το χετε καταλάβει ήδη, πραγματικά όμως ήταν το τελευταίο που αντιλήφθηκα. Όπως τους κοιτούσα έναν έναν όσο πιο διακριτικά μπορούσα και προσπαθώντας να συγκρίνω τα χαρακτηριστικά ώστε να βεβαιωθώ ότι στην ουσία ήταν ο ίδιος άνθρωπος σε διαφορετικές εκδοχές, τα χαρακτηριστικά αυτά άρχισαν να αποκτούν μια διαφορετική σημασία. Η κοινή σε όλους μύτη δεν ήταν μια οποιαδήποτε μύτη, τα μάτια, το σχήμα που είχε το μέτωπο… ήταν η δική μου μύτη, τα δικά μου μάτια, το δικό μου μέτωπο. Ήταν το δικό μου πρόσωπο, το δικό μου σώμα, ήμουν εγώ όπως θα μπορούσα να είμαι ή δε θα μπορούσα να είμαι ποτέ, μια και οι επιλογές που δεν έκανα ποτέ, οτιδήποτε απέρριψα στη ζωή μου ή δε σκέφτηκα ποτέ να κάνω, βρισκόταν μπροστά μου σε μια απολύτως μη γραμμική σχέση. Όλοι οι άντρες αυτοί ήταν οι διαφορετικές εκδοχές του υπογράφοντος… για να το πω αλλιώς, εγώ ο ίδιος που σας αφηγούμαι τόση ώρα αυτό το παράδοξο μεσοκαλόκαιρο ήμουν μια ζωή από τις 20 που μια περίεργη τύχη τις έφερε όλες μαζί στην ίδια κινηματογραφική αίθουσα.
Ένιωσα μια περίεργη απειλή. Κοίταξα τα πόδια μου, τα χέρια μου, τις γραμμές στις παλάμες μου, έπιασα το αυτί μου και έφερα το χέρι μου μπροστά στο στόμα μου για να νιώσω την ανάσα μου. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι όλα ήταν εκεί και δε μου τα είχε πάρει κανείς. Ανακάλεσα όλη τη ζωή μου ως τότε. Τα θυμόμουν όλα ως την παραμικρή λεπτομέρεια.
Πολλές εκδοχές πέρασαν από το μυαλό μου για το τι μπορεί να συμβαίνει και καμία από αυτές δεν είχε την τύχη να κάτσει για πάνω από δυο τρία δευτερόλεπτα. Κάποια στιγμή ίσως σκέφτηκα ότι τα μάγια μπορεί να είχαν προκαλέσει αυτό το φαινόμενο. Τώρα δε φαινόταν τόσο παράλογο μπροστά στο θέαμα που είχα μπροστά μου. Ένιωσα το σώμα μου μουδιασμένο και η μόνη κίνηση που κατάφερα να κάνω ήταν να φέρω λίγα ποπ κορν στο στόμα μου. Ήπια λίγη πορτοκαλάδα ενώ την ίδια στιγμή αισθάνθηκα έναν αδύναμο αλλά ωστόσο ενοχλητικό πόνο στον τένοντα του αριστερού μου χεριού. Όλη αυτή την ώρα έσφιγγα δυνατά τον αριστερό μου αντίχειρα. Τον χαλάρωσα. Πραγματικά δεν ήξερα τι να σκεφτώ.
Η αρχική μου ανησυχία έδωσε τη θέση του σε μια πλήρη ανυπαρξία συναισθήματος. Και τώρα που αφηγούμαι αυτό το περιστατικό, από το οποίο δεν έχει περάσει ούτε ένας χρόνος, δεν ξέρω τι να γράψω. Δεν υπάρχει τίποτα να πω γιατί δεν υπήρξε τίποτα που να νιώσω και, από ένα σημείο και μετά, τίποτα που να μπορούσα να σκεφτώ. Το μόνο που έκανα μασώντας το στεγνό ποπ κορν ήταν να πω το όνομά της τρεις ακόμα φορές. Και εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε η ταινία.
Είναι τόσο περίεργο που σε στιγμές που όλα ανατρέπονται, και που ένας τεράστιος τρόμος τα καλύπτει όλα σα πολύ λεπτή και διαβρωτική σκόνη, εκείνες ακριβώς τις στιγμές, όποιος άτυχος βρεθεί σε αυτή την κατάσταση είναι ικανός να συνεχίσει με πείσμα να κάνει αυτόματα το πιο αταίριαστο, το πιο άσχετο πράγμα μόνο και μόνο επειδή αυτό ήταν προγραμματισμένο να κάνει και αυτή ακριβώς η δραστηριότητα είναι το μόνο που εμπιστεύεται για να μπορέσει να επιστρέψει στη φυσιολογική του κατάσταση. Η μόνη διέξοδος από το αναπόφευκτο, το συντριπτικό και το ανεξέλεγκτο είναι η προσπάθεια να κάνει αυτό που είχε προγραμματίσει λίγο πριν βρεθεί αντιμέτωπος με αυτή την ανατροπή. Έτσι κι εγώ, στο τελείωμα της τρίτης επανάληψης του ονόματος που συνοδεύτηκε από τη συσκότιση και την έναρξη της ταινίας, γύρισα τα μάτια μου στην οθόνη, τράβηξα λίγη πορτοκαλάδα και βολεύτηκα να παρακολουθήσω την ταινία σα να μη συμβαίνει τίποτα.
Ξεκίνησε δείχνοντας μία πελώρια μπάλα από φωτιά να ανεβαίνει στον ορίζοντα. Ο ήλιος έβγαινε μέσα από τη θάλασσα σε ένα επιβλητικό ασπρόμαυρο πλάνο ιταλικού νεορεαλισμού. Την ίδια στιγμή μια χαμηλή συχνότητα πλημμύριζε την αίθουσα. Το στήθος μου ταρακουνήθηκε στους 30 κύκλους που το χτύπαγαν από το κέντρο της οθόνης. Αυτό κράτησε αρκετή ώρα. Έδειχνε τον ήλιο να ανεβαίνει σχεδόν στην πραγματική του ταχύτητα και η αίθουσα φωτίστηκε και ζεστάθηκε από την εικόνα. Η εικόνα έδειχνε να είναι πολύ παλιά. Είχε γραμμές που έτρεχαν πάνω στο φιλμ και μουτζούρες που εμφανίζονταν και χάνονταν σε δέκατα του δευτερολέπτου.
Η θάλασσα ήταν ήρεμη και τα σύννεφα, παρόλη ή μάλλον εξαιτίας της ασπρόμαυρης φωτογραφίας, έδειχναν όλα τα χρώματά τους. Πετούσαν γλάροι και βαθιά πίσω δεξιά στην οθόνη φαινόταν ένα κομμάτι από στεριά. Προς στιγμή τα ξέχασα όλα. Την ίδια στιγμή που κάποιος φουκαράς μου ξάφριζε το σπίτι ο ήλιος μέσα στην ασπρόμαυρη φωτογραφία κοιτούσε μέσα μου και με καθάριζε από κάθε περιττή σκέψη ή πληροφορία. Ήταν ωραία. Ανησύχησα βέβαια λίγο μήπως έτσι κυλούσε όλη η ταινία και έτσι δικαιολογούσε τα 153 λεπτά της διάρκειάς της. Δεν έφταιγε ο ήλιος μόνο, χρειαζόμουν και λίγη πλοκή για να ξεχαστώ.
Έπεσαν οι τίτλοι με κάποια ονόματα που δεν τα ήξερα (χωρίς αυτό να σημαίνει κάτι). Ξεκίνησε μια αφήγηση στα αμερικάνικα με μία στιβαρή φωνή που ιστορούσε την αγωνία ενός τύπου που αυτό που τον έτρωγε ήταν να μπορέσει να υπολογίσει αν σε όλη τη γη, σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της, οι ώρες της νύχτας συνολικά ήταν ίσες με τις ώρες της μέρας συνολικά κατά τη διάρκεια ενός ημερολογιακού έτους. Δεν ήταν επιστημονική η αγωνία του όμως, ούτε η προσέγγισή του όμως, γιατί αν ήταν, φαντάζομαι, θα ήταν πολύ εύκολο να το βρει. Ήθελε να ταξιδεύει συνέχεια έτσι ώστε να προπορεύεται πάντα απ τον ήλιο και να ζήσει έτσι τη μισή του ζωή, και ύστερα να περάσει στη νύχτα και να ζήσει την άλλη μισή στο λυκόφως κυνηγώντας τον ήλιο.
Κατά τη διάρκεια της αφήγησης ο ήλιος μεγάλωνε κι άλλο ανεβαίνοντας στην οθόνη και όσο ο αφηγητής ολοκλήρωνε την εισαγωγή του, έφτασε να καταλάβει όλη την οθόνη σε σημείο που δεν ήξερες πια αν το φιλμ έδειχνε όντως κάτι ή ήταν σκέτο το φως της μηχανής που φώτιζε την αίθουσα. Προφανώς αυτό είχε κάτι το συμβολικό το οποίο δυσκολευόμουν να καταλάβω, τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή. Ήθελε να ζήσει σε όλη τη γη, να μην έχει πατρίδα να μην έχει τίποτα και έτσι να σταματήσει να υπάρχει ενώ θα γίνει ένα με όλους και η ανυπαρξία του αυτή θα ορίζεται ως μία διαρκής κίνηση. Η αφήγηση σταμάτησε, η οθόνη άρχισε να σκοτεινιάζει σα να νύχτωσε ξαφνικά και έπειτα μία ολόκληρη πόλη φωτίστηκε κάτω απ’ τον ήλιο.
Σ’ αυτή την πόλη ζούσε ο ήρωας αυτής της ταινίας, ο οποίος είχε αποφασίσει να παίζει κρυφτό με τον ήλιο όλη του τη ζωή σε συμβολικό επίπεδο. Και ο ήλιος που δεν ψαρώνει με τέτοια από την εποχή του Ηρακλή, του την έκανε με τον πιο ωραίο τρόπο. Έπεσε απάνω του με όλες τις συντριπτικές του εκρήξεις και τις μαύρες κηλίδες του και φώτισε και την πιο κρυφή πτυχή της ζωής του και την έκανε expose σε ένα φιλμ διάρκειας 140 λεπτών. Τα 13 πρώτα είχαν φύγει στην εισαγωγή. Αυτό θα έβλεπα λοιπόν… Τη ζωή ενός τύπου.
Εκεί όμως ξεκίνησε κάτι που ήταν προσβολή στη νοημοσύνη μου και ύβρις στην ύπαρξή μου. Τα πράγματα όπως θα δείτε γίνονται όλο και χειρότερα. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε τύπος…
*Η φωτογραφία είναι του Παναγιώτη Παρίση
Βαγγέλης Μαρκαντώνης
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.