23 Φεβρουαρίου 2013.
Αγαπημένο μου Ημερολόγιο,
Σήμερα το πρωί η μαμά και ο μπαμπάς με ξεγέλασαν! Μου είπαν ότι θα με πάνε σε ένα σπίτι, που θα ήταν παιδιά από το σχολείο μου για να παίξουμε. Και ξέρεις που βρέθηκα; Σ’ ένα πράγμα σαν σχολείο, μόνο που δεν είχε πίνακα και θρανία. Είχε, όμως, δασκάλες που όλο μίλαγαν και ήταν και χοντρές και άσχημες. Εγώ δεν πέρασα καθόλου ωραία. Μα αφού πάω στο σχολείο Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, πρέπει να πηγαίνω και το Σάββατο;
Το μόνο ωραίο εκεί ήταν οι σοκολάτες και τα κουλουράκια που έφαγα. Οι χοντρές κυρίες μας έδωσαν πολλά. Έτσι έφαγα και εγώ 7 σοκολάτες και πολλά κουλουράκια και έκρυψα και στην τσέπη μου, αν θες να ξέρεις. Γιατί η μαμά μου δεν μου παίρνει σοκολάτες, όταν πάω στο σουπερ- μάρκετ μαζί της, και μου λέει ότι είμαι σαν βόδι, και με λέει και χοντροβούβαλο. Σ’ αυτό το σχολείο, όμως, δεν μπορούσε να με χτυπήσει με την παντόφλα στο κεφάλι γιατί είχε πολλούς μπαμπάδες και μαμάδες και γιατί δε φορούσε παντόφλες. Φορούσε τα καλά της τα παπούτσια.
Μετά αυτές οι χοντρές κυρίες άρχισαν να μιλάνε πολλές ώρες. Εγώ βαριόμουνα γιατί δεν καταλάβαινα τίποτα. Μας μίλησαν για ένα θεό που τον έλεγαν Άρη. Αυτός ήταν πιο παλιός από τον Χριστό. Μάλλον θα ήταν ο παππούς του. Γιατί ο μπαμπάς του ήταν ο Θεός. Άρα, ήταν ο μπαμπάς του Θεού.
Αυτός, ο Άρης ήταν ο θεός του πολέμου. Του άρεσε πολύ να πολεμάει. Και του γιου του, του Θεού του άρεσε να πολεμάει αλλά ήταν κότα. Γιατί δεν πήγαινε αυτός στον πόλεμο αλλά έστελνε κάποιους άλλους, που τους έλεγαν σταυροφόρους.
Μετά, αυτός ο Άρης παντρεύτηκε. Αυτό δε μας το είπαν οι χοντρές κυρίες. Το κατάλαβα μόνος μου. Επειδή μας είπαν ότι τα παιδιά του Άρη ήταν οι Άριοι. Πώς να κάνεις παιδιά χωρίς να παντρευτείς; Ορίστε για να μάθει ο πατέρας μου να μη με λέει τούβλο. Εγώ είμαι πολύ έξυπνος.
Αυτοί οι Άριοι δεν είχαν ονόματα, όπως εμείς. Τους φώναζαν όλους μαζί, άρια φυλή. Και ήταν και εξωγήινοι γιατί είχαν έρθει από τον πλανήτη Άρη. Και μάλλον ήταν και βλαμμένοι, όπως και οι χοντρές κυρίες. Γιατί μας είπαν ότι και εμείς είμαστε Άριοι. Εγώ δεν γεννήθηκα στον Άρη. Γεννήθηκα στη Λούτσα, που δεν πρέπει να την λέμε Λούτσα. Γιατί έτσι τη λένε οι αλβανικές κοιλιοτρυπίδες. Εμείς τη λέμε Αρτέμιδα.
Αυτοί οι εξωγήινοι ήταν τόσο βλαμμένοι, που μπέρδεψαν το όνομα του πατέρα τους. Γιατί μετά δεν τον φώναζαν Άρη, ούτε πατερούλη αλλά Χίτλερ. Καλά αυτός και αν ήταν βλαμμένος! Αυτός, λέει, όταν έβρισκε τους φίλους του, που τους λέγανε ναζιστές, δεν τους χαιρετούσε κανονικά, όπως εμείς: «Γεια σας παιδιά. Τι κάνετε;». Σήκωνε το ένα χέρι του μπροστά σαν κρεμάστρα. Και εκείνοι δεν απαντούσαν: «Καλά. Εσύ;». Σήκωναν και αυτοί το χέρι τους σαν κρεμάστρα. Και αν ήθελαν να πουν: «Άσε, δεν είμαι καλά. Έφαγα πολύ χτες το βράδυ». Τι έκαναν; Χτυπούσαν την κοιλιά τους, όπως οι πίθηκοι στο ζωολογικό κήπο;
Μετά αυτές οι χοντρές κυρίες μας είπαν να σηκωθούμε και να χαιρετήσουμε και εμείς έτσι. Αλλά εγώ βαριόμουν και δε σηκώθηκα, και ας με αγριοκοίταζε η μαμά μου. Ήξερα ότι δεν μπορούσε να με πετύχει από τόσο μακριά με το παπούτσι. Μετά, όμως, σηκώθηκα και έκανα και εγώ το χέρι μου σαν κρεμάστρα. Γιατί ήρθε κοντά μου η μια χοντρή και μου είπε πως αν χαιρετήσω και εγώ ναζιστικά, δε θα μαρτυρήσει στη μάνα μου ότι έκλεψα κουλουράκια αλλά θα μου δώσει κρυφά ακόμα 3 σοκολάτες.
Και εκεί που νόμιζα ότι τελείωσε και για σήμερα το σχολείο, επειδή όταν χαιρετάς κάποιον σημαίνει ότι φεύγεις, μας είπαν οι χοντρές κυρίες ότι ήταν ώρα για παιχνίδι. Πάλι καλά, είπα στον εαυτό μου, τουλάχιστον θα το βουλώσουν οι χοντρές.
Το παιχνίδι ήταν κάτι σαν κυνηγητό, αλλά καθόλου διασκεδαστικό. Χωριστήκαμε σε δυο ομάδες: στους αστυνόμους και τους μετανάστες. Οι αστυνόμοι κυνηγούσαν τους μετανάστες και αν τους έπιαναν, τους έβαζαν στη φυλακή. Μα ποιος σκέφτηκε τόσο βλακεία παιχνίδι; Να ήμουν τουλάχιστον στους αστυνόμους, να πω ντάξει. Αλλά με βάλανε στους μετανάστες και επειδή εγώ δεν τρέχω γρήγορα με έπιασε ο Γιάννης ο λαγός, που τρέχει πολύ γρήγορα. Αλλά αυτός ο βλάκας δεν είχε καταλάβει πως παιζόταν το παιχνίδι, και αντί να με βάλει φυλακή, να κάτσω και εγώ σε μια γωνιά ήσυχα να φάω τις σοκολάτες μου, άρχισε να με βαράει και να με κλωτσάει. Και μόνο όταν έβαλα τα κλάματα, ήρθε ο πατέρας μου να με γλιτώσει. Πολύ το χάρηκα! Του έδωσε και μια σφαλιάρα του Γιάννη του λαγού. Και μετά επιτέλους φύγαμε!
Το μεσημέρι πήγαμε στην ταβέρνα του νονού μου και φάγαμε καλαμαράκια και μπριζόλες. Εκεί κατάλαβα πόσο έξυπνος είναι ο μπαμπάς μου. Μου έδωσε ένα μεταλλικό πράγμα, σαν πολλά δαχτυλίδια ενωμένα και μου είπε ότι αν κάποιος πάει να με ξαναχτυπήσει, να είμαι έτοιμος να τον χτυπήσω εγώ πρώτος με τα δαχτυλίδια αυτά. Μου είπε και κάτι στα αρχαία, που δεν το κατάλαβα, «έσο άτιμος».
Τώρα που το ξανασκέφτομαι δεν ήταν και τόσο άσχημα. Αν είναι να τρώω τόσες πολλές σοκολάτες, κάθε Σάββατο ας πηγαίνω σ’ αυτό το σχολείο. Άσε που αν προσέχω και λίγο τις χοντρές, μπορεί να γίνω και εγώ καλός μαθητής.
Υ.Γ. Οι μπριζόλες ήταν πολύ μικρές αλλά τα καλαμαράκια ήταν μούρλια.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.