Εδώ και μέρες, με αφορμή τις πολιτικές εξελίξεις, μου έρχεται συχνά στο νου μια ταινία που είχε κυκλοφορήσει αρκετά χρόνια πριν με τον τίτλο Δωμάτιο Πανικού (PanicRoom). Πρόκειται για ένα αστυνομικό θρίλερ με πρωταγωνίστριες τη Τζόντι Φόστερ και την Κρίστεν Στιούαρτ, που υποδύονται τη μητέρα και την κόρη αντίστοιχα.
Μητέρα και κόρη λοιπόν, μετακομίζουν σε ένα πλούσιο τετραώροφο σπίτι, το οποίο ξεχωρίζει για μια σημαντική λεπτομέρεια: διαθέτει ένα τεχνολογικά υπερ-εξοπλισμένο δωμάτιο με μια απαραβίαστη μεταλλική πόρτα, το οποίο λειτουργεί ως καταφύγιο για τους ενοίκους του σπιτιού σε περίπτωση εισβολής.
Η εισβολή συμβαίνει –οι κακοί μπαίνουν στο σπίτι- και οι δύο γυναίκες αναγκάζονται να κλειστούν στο Δωμάτιο Πανικού. Ασχέτως της εξέλιξης της ιστορίας -η οποία παρεμπιπτόντως έχει happyend-, το σημαντικό εδώ είναι το ίδιο το δωμάτιο. Το εύρημα του δωματίου παίζει κομβικό ρόλο στην ψυχολογική ατμόσφαιρα της ταινίας, μεταφέροντας στο θεατή ένα αίσθημα κλειστοφοβίας. Οι δύο ηρωίδες δέχονται θανάσιμες επιθέσεις ενώ βρίσκονται στο δωμάτιο, αλλά δεν μπορούν να διακινδυνεύσουν την έξοδό τους. Έτσι το δωμάτιο καθίσταται για αυτές αναγκαίο καταφύγιο αλλά και θανάσιμος κίνδυνος. Μέσα δεν μπορούν να μείνουν, αλλά δεν μπορούν και να βγουν.
Νομίζω ότι καταλαβαίνει κανείς τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά με τα τεκταινόμενα στην κυβέρνηση και το ΣΥΡΙΖΑ, μετά τη σύναψη της νέας συμφωνίας-μνημόνιο. Τις τελευταίες μέρες ακούω γύρω μου όλο και πιο συχνά τη λέξη «εγκλωβισμός», «αδιέξοδο», «απεμπλοκή» κλπ. «Είμαστε εγκλωβισμένοι υπό την απειλή της χρεοκοπίας» έγραφε την Κυριακή στην «Αυγή» ο σύντροφος Ανδρέας Καρίτζης (μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ), και εξέφραζε την ανάγκη να βρεθεί «ένας οδικός χάρτης απεμπλοκής του ΣΥΡΙΖΑ» από την εφαρμογή του μνημονίου…
Κι είναι αλήθεια ότι –και κατά τη δική μου γνώμη- από το περίφημο εκείνο βράδυ των Βρυξελλών φάνηκε πλέον ανάγλυφα μια κατάσταση αδιεξόδου. Απέναντι σε έναν ιστορικά πλέον καταγεγραμμένο εκβιασμό, μια κυβέρνηση της αριστεράς βρέθηκε στο χειρότερο δίλημμα που θα μπορούσε να συμβεί: να διαλέξει ανάμεσα σε κάτι χείριστο (στη συμφωνία-μνημόνιο) και σε κάτι ίσως ακόμα χειρότερο (τη διαχείριση μιας «ασύντακτης χρεοκοπίας»). Και είναι βέβαιο ότι ο αντίπαλος σχεδιασμένα και σκόπιμα επέβαλε αυτό το δίλημμα.
Όλα αυτά βέβαια έχουν ειπωθεί πολλές φορές. Και έχουν συναντήσει αντίλογο. Πολλοί είπαν και λένε ότι υπάρχουν εναλλακτικές επιλογές τις οποίες μπορούμε να ακολουθήσουμε άμεσα. Παρά το ότι αυτή η συζήτηση παίρνει μια τροπή αυστηρά οικονομικοτεχνική (και καταλήγει μια κουβέντα ανάμεσα σε «γνώστες»), νομίζω ότι είναι πειστικά τα επιχειρήματα που λένε ότι στην παρούσα φάση μια πορεία εκτός ευρώ πιθανότατα θα έφερνε αποτελέσματα ακόμα πιο «μνημονιακά» από το παρόν μνημόνιο και ως προς τη λιτότητα και ως προς την υποτέλεια.
Ακούστηκε βέβαια και η άποψη: «από μια ανεπίτρεπτη για την Αριστερά επιλογή, καλύτερη η παραίτηση». Άποψη με την οποία διαφωνώ ακόμη περισσότερο. Γιατί θα ισοδυναμούσε με την οριστική αποδοχή της ήττας, στο έδαφος μιας Ιστορίας που δεν σου δίνει πολλές φορές την ίδια ευκαιρία. Ακόμα, μια παραίτηση θα ήταν τεχνικά αδύνατη χωρίς την παράδοση της εξουσίας σε μια μνημονιακή κυβέρνηση τεχνοκρατών –ή κάτι ανάλογο- το οποίο δεν ξέρω κατά πόσο θα διέφερε ιδιαίτερα από την υπογραφή ενός μνημονίου. Και όλα αυτά εν τω μέσω μιας τραπεζικής ασφυξίας, που αποτελεί κομμάτι του εκβιασμού…
Ίσως όμως πιο στέρεα από τις προηγούμενες να είναι μια άλλη άποψη που ακούστηκε τις τελευταίες μέρες, η οποία λέει ότι «όπως και να έχουν τα πράγματα, δεν έχεις δικαίωμα να προωθήσεις μια τέτοια συμφωνία. Για άλλη πολιτική ψήφισε ο λαός στις 25 Γενάρη, για άλλη πολιτική ψήφισε μόλις πριν λίγες μέρες στις 5 Ιουλίου, άλλες είναι οι προγραμματικές σου δεσμεύσεις…».
Η άποψη αυτή έχει όλο το δίκιο με το μέρος της και δεν μπορεί να υπερκεραστεί. Απέναντι σε αυτή την άποψη, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προέταξε μια πολιτική εκτίμηση η οποία θα κριθεί το επόμενο διάστημα από τα συλλογικά όργανα του ΣΥΡΙΖΑ και από την κοινωνία αλλά και μακροπρόθεσμα από τον ιστορικό του μέλλοντος. Και η πολιτική εκτίμηση αυτή –από τη σκοπιά που τη διαβάζω- λέει ότι η λαϊκή πλειοψηφία που τάσσεται σταθερά απέναντι στη λιτότητα και στα μνημόνια, το κάνει αυτό στηρίζοντας και επιδοκιμάζοντας το πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ ότι μπορεί να υπάρξει τέτοια πολιτική μέσα στην ευρωζώνη.
Μια επιλογή απόκρουσης του εκβιασμού δια της εξόδου από το ευρώ -πέρα από το ότι σε αυτή τη φάση φαίνεται να οδηγεί σε άλλου τύπου μνημόνια- υπάρχει κίνδυνος να καταστεί πλήρως κοινωνικά απονομιμοποιημένη. Και το ίδιο απονομιμοποιημένους να καταστήσει αυτούς που θα έκαναν μια τέτοια επιλογή. Οπότε, σ’ αυτή την περίπτωση είναι πολύ πιθανό να οδηγούσε στην πολιτική απαξίωση και την ανατροπή της πρώτης αριστερής κυβέρνησης.
Και –διατηρώντας όλες τις αναγκαίες επιφυλάξεις και τα αυτιά ανοιχτά στη διαφορετική άποψη- νομίζω ότι μια τέτοια εκτίμηση είναι σωστή. Όχι μόνο γιατί μια τέτοια ερμηνεία της λαϊκής βούλησης ενισχύεται σημαντικά από τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, από τις τελευταίες μέχρι τις πιο παλιές, πράγμα που σίγουρα αποτυπώνει μια τάση.
Κυρίως, γιατί το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ, το σχέδιο αυτό που επεξεργαζόταν και παρουσίαζε στην κοινωνία όλο το διάστημα πριν έρθει στην κυβέρνηση, έτσι όπως το εκφωνούσε πριν τις εκλογές και έτσι όπως το διατύπωσε ακόμα και πριν το δημοψήφισμα, αφορούσε ένα σχέδιο εξόδου από την κρίση με σταμάτημα της λιτότητας μέσα στην ευρωζώνη. Και ισχυρίζομαι ότι το σχέδιο αυτό τέθηκε στο λαό με τρόπο ενιαίο και συνολικό, ώστε όλα τα στοιχεία του να είναι σημαντικά (ασχέτως βέβαια εάν από εδώ και πέρα χρειάζεται να αντικατασταθεί από άλλο σχέδιο).
Βέβαια, ο αντίλογος εδώ προκύπτει άμεσα:
1) τις ημέρες πριν το δημοψήφισμα, διαμορφώθηκε ένα κλίμα οικονομικής και μιντιακής τρομοκρατίας που έθετε επιτακτικά στο λαό το δίλημμα της παραμονής ή της εξόδου από το ευρώ. Οπότε, ο λαός στήριξε το «ΌΧΙ» παίρνοντας ή ίσως αψηφώντας και ένα τέτοιο ρίσκο. 2) το 61,31% στο «ΌΧΙ» εκφράζει μια μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου που συμπιέστηκε ταξικά στα χρόνια του μνημονίου και που πλέον δεν «έχει να χάσει τίποτα άλλο εκτός από τις αλυσίδες του».
Ως προς τις δύο αυτές παραδοχές.
1) Ο κόσμος γύρισε την πλάτη στο μιντιακό και μνημονιακό πολιτικό σύστημα και είναι βέβαιο ότι πλέον δε διστάζει να πάρει τα ρίσκα του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι όσο περισσότερο ούρλιαζε το ΣΚΑΪ και το Mega ταυτίζοντας το «ΌΧΙ» με την έξοδο απ’ το ευρώ, άλλο τόσο προσπαθούσε ο ΣΥΡΙΖΑ (κι ο ίδιος ο Τσίπρας) να καταδείξει ότι το «ΌΧΙ» θα ήταν βάση για μια πολύ καλύτερη συμφωνία μέσα στην ευρωζώνη, χαρακτηρίζοντας την αφήγηση του αντιπάλου ως ψευδή και τρομοκρατική. Και νομίζω ότι η λαϊκή υποστήριξη στο «ΌΧΙ» αποτέλεσε και νίκη αυτής της συγκεκριμένης αφήγησης του ΣΥΡΙΖΑ.
2) Παρά το ότι η ταξική συμπίεση της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας κάνει τον κόσμο να υπερβαίνει ρίσκα που παλιά ήταν πιο σημαντικά γι’ αυτόν, δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και άλλα πράγματα που μπορούν να χαθούν βίαια και άμεσα εις βάρος των εργαζομένων. Το ενδεχόμενο μιας πλήρους κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος –συστατικό στοιχείο του οικονομικού εκβιασμού που δεχόμαστε- καθώς και άλλες παρεμφερείς συνέπειες μιας «ασύντακτης χρεοκοπίας» θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια τέτοια διαδικασία βίαιης φτωχοποίησης.
Οι ερμηνείες αυτές βέβαια έχουν μια δόση σχετικότητας. Με όλα τα παραπάνω δεν επιδιώκω να εκφράσω ότι ένας εναλλακτικός δρόμος εκτός ευρωζώνης είναι apriori απορριπτέος. Η συζήτηση γύρω από μια τέτοια εναλλακτική κατεύθυνση πρέπει απαραίτητα να γίνει το επόμενο διάστημα, πιο συντεταγμένα και προσεκτικά απ’ ότι παλιότερα.
Αλλά εδώ θέλω να φωτίσω δύο πράγματα. Πρώτον, οι επιλογές του λαού καθορίζονται πρωταρχικά από το τι λέει το πολιτικό σχέδιο που ο λαός στηρίζει, όχι από αυτό που απορρίπτει. Επομένως, η λαϊκή ετοιμότητα ως προς το ζήτημα της παραμονής ή της εξόδου από το ευρώ δεν κρίνεται από το ότι ένα τέτοιο δίλημμα τίθεται αρνητικά και τρομοκρατικά από τα media και απορρίπτεται. Θα κριθεί πρώτιστα εάν το προτάξει ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ ως εναλλακτική επιλογή, πλαισιώνοντάς το με ένα θετικό αφήγημα. Για παράδειγμα, προτάσσοντάς το ως ένα δύσκολο δρόμο που μπορεί όμως μακροπρόθεσμα να έχει μια προοπτική, σε αντίθεση με την αέναη λιτότητα των μνημονίων. Μόνο έτσι έχει ελπίδες λαϊκής νομιμοποίησης.
Κι εδώ ερχόμαστε στο δεύτερο. H πρόσδεση της Ελλάδας στην ευρωζώνη δεν είναι απλά ένα προπαγανδιστικό διακύβευμα του αστικού μπλοκ εξουσίας στα χρόνια της κρίσης για την υλοποίηση της μνημονιακής πολιτικής. Είναι και αυτό. Πολύ περισσότερο όμως είναι συστατικό στοιχείο της κυρίαρχης ιδεολογίας στον ελληνικό κοινωνικό μετασχηματισμό. Αποτελούσε πυλώνα της «νικηφόρας» αστικής αφήγησης πολλά χρόνια πριν έρθει η κρίση, άρρηκτα συνδεδεμένο με την «ανάπτυξη» και την «ισχυρή Ελλάδα» της περιόδου της σημιτικής ευμάρειας, με όλη εκείνη την αφήγηση της «μικρής Ελλάδας που εκσυγχρονίζεται και γίνεται ευρωπαϊκό κράτος» που για πολλά χρόνια ήταν κυρίαρχη και διεισδυτική στον κόσμο της εργασίας. Μια αφήγηση που πριν τη δημιουργία της νομισματικής ένωσης αφορούσε την Ευρωπαϊκή Ένωση, πιο παλιά το «ανήκωμεν εις την δύσιν» και ούτω καθ’ εξής. Έπειτα, η συμμετοχή στην ευρωζώνη συνδέθηκε και με συγκεκριμένα θετικά υλικά αποτελέσματα για μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας, στα χρόνια των «παχιών αγελάδων», ή –τουλάχιστον- έπεισε ότι είχε αυτά τα αποτελέσματα.
Φυσικά, το παρελθόν αυτό επερωτάται και απαξιώνεται σήμερα από μια πλειοψηφία της κοινωνίας, ειδικά οι πολιτικοί εκπρόσωποι αυτού του παρελθόντος. Η ανάμνηση όμως αυτής της εποχής της ευμάρειας και η πρόσδεσή της με την ευρωζώνη, δε θεωρώ ότι έχει γίνει σκόνη στα ερείπια των μνημονίων.
Αυτό σε καμία περίπτωση δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν σήμερα οι συνθήκες ώστε τέτοια ιδεολογήματα να μετασχηματιστούν ή και να καταρρεύσουν. Οι «θεσμοί» και τα όργανα της ευρωζώνης έδειξαν πλέον, ειδικά τις τελευταίες εβδομάδες, το πραγματικό τους πρόσωπο, την πιο ακραία περιφρόνηση της δημοκρατικής βούλησης ενός λαού. Κάτι που δεν αποτελεί μόνο στοιχείο δικαιολόγησης των επιλογών της κυβέρνησης, αλλά έχει βρει ήδη τη θέση του στη συλλογική μνήμη.
Επί τη βάσει όλων αυτών, νομίζω ότι η συγκρότηση και η εκφώνηση ενός «εναλλακτικού δρόμου» εκτός ευρωζώνης χρειάζεται αρκετά περισσότερα πράγματα από ένα καλά προετοιμασμένο οικονομικοτεχνικό πλάνο. Χρειάζεται δουλειά στο κοινωνικό και το πολιτικό.
Αυτός ο δρόμος –όσο καλά και να τον προετοιμάσεις τεχνικά- θα περιλαμβάνει υλικές θυσίες και σίγουρα δε θα είναι η κατ’ ευθείαν εφαρμογή του προγράμματος της Θεσσαλονίκης. Εκείνα που πρέπει να συζητηθούν και να αναδειχτούν είναι τα θετικά στοιχεία ενός τέτοιου δρόμου σε σχέση με αυτόν της συμφωνίας-μνημονίου και το ότι μπορεί –αν μπορεί, θα το συζητήσουμε- να αποτελέσει μια αναγκαία έξοδο διαφυγής από ένα υπάρχον ασφυκτικό πλαίσιο που καθίσταται πλέον και βαθιά αντιδημοκρατικό…
– – –
Η συζήτηση καλό είναι να έχει αφετηρία ότι αυτό που ζούμε αυτές τις μέρες αποτελεί μια ήττα για το ΣΥΡΙΖΑ. Μια ήττα που ωστόσο δεν προέρχεται μόνο από τη δυναμική και τους εκβιασμούς του αντιπάλου, αλλά και από σειρά σφαλμάτων, κακών εκτιμήσεων και σχεδιασμών του ΣΥΡΙΖΑ και πριν και μετά τον ερχομό του στην κυβέρνηση.
Η προσέγγιση της διαπραγμάτευσης ως ενός πεδίου αντιπαράθεσης μεταξύ «ορθολογικών επιχειρημάτων», η αδυναμία της κυβέρνησης να προχωρήσει άμεσα στο εσωτερικό σε επιθετικές κινήσεις κοινωνικής αναδιανομής και εύρεσης πόρων μέσα από την επιβάρυνση του πλούτου είναι ορισμένα στοιχεία αυτής της ήττας.
Επίσης, η υποτίμηση του συντριπτικά δυσμενούς ευρωπαϊκού συσχετισμού και του περιθωρίου κινήσεων μέσα σε αυτόν είναι ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο αυτοκριτικής. Η υποτίμηση αυτή όμως δεν αφορά μόνο την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ή την «ομάδα διαπραγμάτευσης». Αποτελούσε βάση του συλλογικά επεξεργασμένου σχεδίου του κόμματος, πολύ πριν τον ερχομό του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση.
Το επόμενο διάστημα η συζήτηση, οι διαδικασίες και τα συλλογικά όργανα του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει το τάχιστο να ξαναζωντανέψουν.
Πρέπει να γίνουν όλες οι κατάλληλες κινήσεις για να βγούμε από το Δωμάτιο Πανικού. Μια ρητορεία που εκφωνεί η κυβέρνηση, λέγοντας ότι στους «ανοιχτούς χώρους» που αφήνει το μνημόνιο πρέπει να κοιτάξουμε πώς να συγκρουστούμε με το εσωτερικό κατεστημένο και τη διαφθορά, είναι μάλλον μια ρητορεία «ορισμένου χρόνου», αν βέβαια την πιστεύουν κι αυτοί που τη λένε. Γιατί η παρούσα συμφωνία είναι τόσο ισοπεδωτική για τον κόσμο της εργασίας που δεν αφήνει περιθώρια πραγματικά ανακουφιστικών αντισταθμισμάτων, ενώ αποτελεί επίσης ζήτημα συζήτησης εάν αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια επίθεσης στο «εσωτερικό κατεστημένο».
Εάν επικρατήσει μια λογική να μείνουμε στο Δωμάτιο Πανικού για πάντα –να εφαρμοστεί η τρίχρονη συμφωνία- μάλλον δε θα επιβιώσουμε και μαζί θα «πεθάνει» και η όποια ελπίδα στους λαούς της Ευρώπης, την ώρα που κάποιοι από αυτούς φαίνεται να στηρίζουν διαφορετικές επιλογές.
Πρέπει αφού απολογίσουμε το πώς φτάσαμε ως εδώ, να επεξεργαστούμε συλλογικά ένα σχέδιο διαφυγής.
Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει. Το παιχνίδι παίζεται ακόμα…
*Ο Γιώργος Διάκος είναι δημοσιογράφος
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.