Πολύ πριν μάθουμε ότι ήταν αυτός, ο Ζακ Κωστόπουλος, η Zackie Oh, είχε ήδη πεθάνει. Πολλές φορές. Είχε πεθάνει στα μάτια (και στα χέρια) πολλών «μονίμων» της οδού Γλάδστωνος και των γύρω δρόμων, που έβλεπαν σε αυτόν, ακόμα και πριν αρχίσουν να τον χτυπάνε, έναν ζωντανόνεκρο.
Ενα χρόνο μετά, δεν ξέρουμε ακόμα ακριβώς τι τους ώθησε εκείνους τους ανθρώπους, τους μαγαζάτορες, τους «μαγαζάτορες», τους περιοίκους με τα κίτρινα, να σπρώχνουν έτσι, να βρίζουν, να χτυπάνε με βία και εμφανή στόχο τον θάνατο. Δεν ξέρουμε ποια προβολή έκαναν, αν θεωρούσαν φέρ’ ειπείν πως χτύπαγαν έναν «παράνομο», ένα «τζάνκι» ή έναν ομοφυλόφιλο, έναν αντιφασίστα, έναν μετανάστη, μια ντραγκ, έναν οροθετικό. Κάποιοι λένε ότι «ήταν η κακιά στιγμή», ο Ζακ βρέθηκε στο λάθος σημείο τη λάθος ώρα. Κάποιοι άλλοι, όμως, επιμένουν ότι το ποιον χτυπούσαν τούς ήταν γνωστό.
Λίγη πάντως σημασία έχει: έστω κι αν δεν ξέρουμε ακόμα ξεκάθαρα το «γιατί», είδαμε σίγουρα το «πώς». Κι έτσι γνωρίζουμε πέραν αμφιβολίας ότι αυτοί οι άνθρωποι προπηλάκιζαν και χτυπούσαν κάποιον που, για τον έναν ή τον άλλον λόγο, θεωρούσαν ήδη προγραμμένο, οιονεί νεκρό.
Πολύ πριν μάθουμε ότι ήταν αυτός, ο Ζακ είχε ήδη πεθάνει, πολλές φορές, στα μάτια των περαστικών. Που σήκωσαν τις κάμερές τους και βιντεοσκόπησαν χωρίς να κάνουν κάτι άλλο· που πούλησαν βίντεο σε κανάλια και σάιτ· που περιέκοψαν βίντεο· που δεν έδωσαν κατάθεση, ενώ είχαν πουλήσει βίντεο· που έκρυψαν τα άλλα βίντεο που είχαν τραβήξει, τα εξαφάνισαν.
Δεν ξέρουμε με ποια ακριβώς κίνητρα κινήθηκε ο κάθε ένας που έβγαλε μια κάμερα και βιντεοσκοπούσε εκείνη τη στιγμή. Γνωρίζουμε, όμως, ότι θέλει να συμβαίνει κάτι για ώρα για ν’ αρχίσει ο κόσμος να βιντεοσκοπεί, ότι θέλει πολλοί άνθρωποι να το αφήνουν αυτό να συμβαίνει, κι ότι όλοι αυτοί που βιντεοσκοπούν είναι άνθρωποι που ήδη έχουν πάρει μια απόφαση, έχουν πάρει την απόφαση να μην επέμβουν, να συμμετέχουν παθητικά σε ένα γεγονός, να το αντιμετωπίζουν ως θέαμα και να το καταγράφουν.
Ναι, δεν ξέρουμε ίσως το «γιατί» της κάθε κάμερας, τι σκεφτόταν δηλαδή ο κάθε χειριστής της· ξέρουμε όμως τι θεωρούσε ότι έβλεπε: έναν άνθρωπο ήδη προγραμμένο, κάποιον που ανήκε ήδη στην κατηγορία των νεκρών.
Πολύ πριν μάθουμε ότι ήταν αυτός, ο Ζακ είχε πεθάνει στα κανάλια, πολλές φορές, πολύ επαναληπτικά. Είχε πεθάνει όσο αναφερόταν ως «ληστής», ως «χρήστης ουσιών», ως επιτιθέμενος, ως φταίχτης του ξυλοδαρμού του. Είχε πεθάνει όταν για ώρες δεν γινόταν ουσιαστική έρευνα, δεν υπήρχε βροντερή καταγγελία της βίας στην οθόνη, κι όχι μόνο όταν ακούσαμε: «κατέληξε τελικά ο ληστής της Ομόνοιας…» (έτσι, αντιγραμματικά, και «κατέληξε» και «τελικά»). Φράση φτιαγμένη για ν’ ακούγεται φυσικά, επιβεβαιώνοντας ό,τι εξαρχής είχαν ως εικόνα κυκλοφορήσει: ότι ο άνθρωπος που βλέπαμε κάτω από τα τζάμια ήταν ήδη για θάνατο και ότι το πότε θα ανακοινωνόταν ως νεκρός ήταν απλώς μια διαδικαστική λεπτομέρεια.
Πολύ πριν μάθουμε ότι ήταν αυτός, ο Ζακ είχε πεθάνει επίσης, πολλές φορές, στα χέρια πολλών σωμάτων ασφαλείας και λειτουργών της υγείας. Συζητήθηκε αργότερα ο χειρισμός τους τις συγκεκριμένες στιγμές, η βία με την οποία έπιαναν αυτό το σώμα, η πίεση που ασκούσαν, ακόμα και ο τρόπος που τον έδεσαν στο φορείο.
Μα είναι δυνατόν έτσι να δρουν άνθρωποι ταγμένοι για να υπηρετούν ασφάλεια και υγεία; Αν το ξαναδείς προσεκτικά βέβαια, κι αν δεις πώς απάντησαν κάποιοι από τους εμπλεκόμενους, ναι, είναι. Αν ξαναδείς, δηλαδή, προσεκτικά εκείνες τις στιγμές, συνειδητοποιείς έντρομος ότι, όντως, επαίρονται πως πράττουν ως λειτουργοί της «ασφάλειας» και της «υγείας» – πλην όμως όχι της ασφάλειας και της υγείας αυτού που είχαν στα χέρια τους. Αυτόν τον θεωρούσαν εξαρχής ζωντανό-νεκρό. Κι έτσι δικαιολογούσαν τη βία τους, έτσι δείχναν δι’ αυτής ότι, και καλά, τους άλλους πάνε να προστατεύσουν.
Ολους αυτούς, τους πολλούς θανάτους, κι ας τους είχαμε δει να εξελίσσονται πολλαπλά στις οθόνες μας, ήμασταν έτοιμοι να τους ξεχάσουμε, να τους θεωρήσουμε κι αυτούς μια δύσκολη έκρηξη στη θανατοπολιτική λογιστική της καθημερινότητάς μας (σοκαριστική ναι, μα και καθημερινή). Οταν αίφνης μάθαμε, μία μέρα μετά, ποιος ήταν ο νεκρός.
Το πρόσωπο του Ζακ/της Zackie, η τόσο πολύ διεκδικημένη του αφοβία, ξαφνικά γέμισε την οθόνη. Ξέρετε τότε τι συνέβη; Θα το πω όσο μπορώ πιο απλά. Τότε, ο τόσο προγραμμένος, ο τόσο πολύ νεκρός, τότε ο άνθρωπος αυτός αναστήθηκε.
Κι εδώ προφανώς δεν εννοώ ότι ξαναζωντάνεψε· όπως ο πολιτικά δυναμικός αλλά προσωπικός, υπόκωφος και επίμονος θρήνος της οικογένειας και των φίλων του έναν χρόνο τώρα δείχνει, ο Ζακ δεν ξαναζωντάνεψε, και ποτέ ξανά δεν θα βρίσκεται ανάμεσά μας ζωντανός.
Οταν λέω αναστήθηκε, εννοώ αυτή την άλλη, τη βαθιά έννοια που έχει κάνει την ανάσταση κέντρο πολλών πολιτισμικών συστημάτων (συμπεριλαμβανομένου μα και πέραν του χριστιανισμού), εννοώ αυτή την έννοια της ανάστασης που εδώ την είδαμε να εξελίσσεται τόσο ουσιαστικά: όταν λέω αναστήθηκε, εννοώ ξανασηκώθηκε. Οτι στάθηκε και γύρισε το βλέμμα, πέταξε από πάνω του όλους αυτούς τους θανάτους με τους οποίους τον είχαν από τόσο πριν τόσο πολύ μπαζώσει, και γύρισε το βλέμμα σε μας. Οτι έφερε στο προσκήνιο όλους αυτούς, όλες τις πρακτικές τους, όλες αυτές τις σκηνές, που πραγματεύονται τον θάνατο του «άλλου» κάθε στιγμή στην καθημερινότητά μας, και επαίρονται ότι το κάνουν, όχι για θάνατο, μα για τη δική μας ζωή.
Κι όταν λέω ότι τότε ξαφνικά το βλέμμα γύρισε σε μας, ότι τότε γίναμε, όλοι, κοινωνοί της ανάστασής του, αυτό το απλό που πάω να πω είναι ότι τότε, ξαφνικά, όλοι μαζί, γίναμε συνυπεύθυνοι.
Τη σκέψη για τους πολλούς θανάτους του Ζακ Κωστόπουλου/της Zackie Oh, είμαι σίγουρος, την έχω ακούσει από πολλούς· πιο πρόσφατα την άκουσα σε μια συγκλονιστική παρέμβαση της Ζωής Κόκαλου, μιας από τις ψυχές της ομάδας Justice for Ζακ/Zackie.
Δεν ξέρω από πού άκουσα και διάβασα τι άλλο μέσα σε αυτή τη χρονιά, τι σκέφτηκα και πότε, ποιανής τα λόγια είναι μέσα στα δικά μου. Αυτό που ξέρω είναι ότι έναν χρόνο τώρα ένας λόγος πρωτόγνωρος, χειμαρρώδης, συναισθηματικός και διεκδικητικός, πολύπλευρος, διαθεματικός, λόγος που πενθεί αλλά και απαιτεί, λόγος που φωνάζει και σιγεί, διερωτάται, διερευνά και που δεν λέει να σταματήσει, ένας χείμαρρος λόγου, ξεχύθηκε από παντού. Και απαίτησε να ξανασκεφτούμε πόσο συνυπεύθυνοι είμαστε όλοι για την καθημερινή, τη φυσική βία που καμώνεται την ανήξερη.
Απαίτησε να ξανασκεφτούμε όλοι το μερίδιό μας στη θανατοπολιτική, στο πώς ανεχόμαστε να προγράφονται άνθρωποι, να αποκλείονται, να περικλείονται, να πακετάρονται με συνοπτικές διαδικασίες, μπροστά ή πίσω από τα μάτια μας.
Στους δρόμους, στη ΓΑΔΑ, σε καταλήψεις, σε μπαρ, σε δημόσιους ανοιχτούς χώρους, στις άλλες αντιρατσιστικές και αντιφασιστικές εκδηλώσεις, ξετυλίχτηκαν πολλές και καινοφανείς πρακτικές θρήνου και μνήμης, απαίτησης για έρευνα, επιθυμίας.
Αίφνης, το γκλίτερ έγινε όχι μόνο μνημολογία, αλλά και αντιφασιστικό σύμβολο. Το υψωμένο τακούνι, σημείο καταγγελίας της έμφυλης, της ρατσιστικής, της κανονικοποιημένης βίας. Η οδός Γλάδστωνος, χωρόσημο μνήμης, οδός, τώρα πια, του Ζακ.
Νέες μορφές δημόσιας παρουσίας, νέες μορφές παρρησίας ήρθαν να συνδεθούν με το ίδιο το παράδειγμα της Zackie, να εμπνευστούν δηλαδή και να το επεκτείνουν. Ξανά, και ξανά, και ξανά –όπως συνέβη και όλη αυτή την εβδομάδα και θα συμβεί και τις επόμενες– από εκδηλώσεις με ανοιχτά μικρόφωνα έως δημόσιες συζητήσεις, και από ντραγκ σόου έως πορείες, συχνά και εκδηλώσεις που τα έμπλεκαν όλα αυτά μαζί. Γιατί, εκτός από το να ξαναμιλάμε, αυτή τη χρονιά μάθαμε και να μη φοβόμαστε να επιμένουμε· να περιμένουμε· να επαναλαμβάνουμε.
Πολύ πριν μάθουμε ότι ήταν αυτός, ο Ζακ/η Zackie Oh είχε πεθάνει, πολλές φορές. Ανασταίνεται τώρα. Τόσες φορές μα κι άλλες τόσες· κι άλλες πόσες· κι άλλες πολλές…
*Αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Με την Αθηνά Αθανασίου και τον Γρηγόρη Γκουγκούση συνεπιμελείται το πρόγραμμα Queer Πολιτική/Δημόσια Μνήμη (υπό την αιγίδα του Ιδρύματος Rosa Luxemburg). H πρώτη εκδήλωση είναι την Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου, 7.30 μ.μ., στον κήπο του Συλλόγου Αρχαιολόγων, Ερμού 134.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.