Η επιλογή των αναγνωσμάτων των καλοκαιρινών διακοπών είναι πάντα μια ευχάριστη όσο και ιντριγκαδόρικη διαδικασία. Συνήθως καταλήγουμε φορτωμένοι με βιβλία τα οποία δεν προλαβαίνουμε να διαβάσουμε ολόκληρα, μιας και τελικά ο πολυπόθητος χρόνος ξεκούρασης ποτέ δεν είναι αρκετός για όσα θέλουμε να κάνουμε (ή μπορεί να τεμπελιάζουμε, χαζεύοντας τον ορίζοντα). Φέτος διάλεξα να αφήσω για λίγο την μικρή φόρμα, που τόσο πολύ μου αρέσει, και να αφοσιωθώ σε ένα και μόνο μυθιστόρημα, ενός σχετικά νέου συγγραφέα. Μιλάμε για τον William Βoyle και την πρώτη του νουβέλα με τίτλο “Gravesend” που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις “Πόλις” σε μετάφραση της Άλκηστης Τριμπέρη.
Τo Gravesend είναι μια συνοικία του Brooklyn της Νέας Υόρκης όπου κατοικούν κυρίως Ιταλοί, Ρώσοι και Εβραίοι μετανάστες. Είναι η γειτονιά στην οποία μεγάλωσε ο συγγραφές και ως εκ τούτου το βιωματικό στοιχείο είναι εμφανές και έντονο στις περιγραφές του. Το “Gravesend” μπορεί να καταταγεί σε αυτό το είδος που ονομάζεται «νεο-νουάρ» το οποίο με την εξέλιξη της πλοκής θυμίζει δραματικό αστυνομικό θρίλερ. Παρ’ όλα αυτά, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός μάλλον περιορίζει τη δυναμική του βιβλίου, το οποίο καταγράφει με πολύ γλαφυρό τρόπο το μωσαϊκό των ανθρώπων που κατοικούν στο Gravesend, ήτοι ένα τσούρμο μεσοαστών που βιώνουν ένα αφόρητο παρόν και έχουν μπροστά τους ένα ακόμη πιο ζοφερό μέλλον. Το αστυνομικό δράμα που εκτυλίσσεται λειτουργεί σε δεύτερο πλάνο, πιο πολύ σαν αφορμή για τις εξιστορήσεις του Boyle σχετικά με τις ζωές των ηρώων και τον τόπο τους. Η γραφή του Boyle θυμίζει τόσο «κλασσικούς» του noir όπως ο James Ellroy, όσο και συγγραφείς όπως ο Paul Auster, o Dennis Lehane και ο George Pelecanos.
Οι πρωταγωνιστές του βιβλίου είναι, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, “losers”, άνθρωποι που η ζωή τους έχει πάρει λάθος δρόμο και είναι, ουσιαστικά, αδύνατο να μπει πάλι σε σωστές ράγες: ένας αποφυλακισμένος, πρώην macho και πρώην γοητευτικός νταής, πιτσιρικάδες των τελευταίων θρανίων, ένας τσακισμένος 35άρης με νεκρό, δολοφονημένο αδελφό, μια ημι-αποτυχημένη ηθοποιός η οποία επιστρέφει στη γειτονιά για να κάνει παρέα στον χήρο πατέρα της και δεν βλέπει την ώρα να ξαναφύγει. Οι αναδρομές στο παρελθόν των ηρώων που κάνει συχνά ο Boyle, θα μας κάνει ανατρέξουμε σε δικές μας ιστορίες από το σχολείο, να θυμηθούμε παλιούς συμμαθητές, ερωτικά σκιρτήματα χωρίς ανταπόκριση αλλά και χαβαλέ, αλητείες στη γειτονιά, εφηβεία και βίαιη ενηλικίωση. Κεντρικός άξονας και κοινή συνισταμένη στις ζωές των πρωταγωνιστών παίζει η πόλη και πιο συγκεκριμένα η περιοχή του Gravesend με την οποία όλοι διατηρούν ισχυρό δεσμό, μια σχέση αγάπης-μίσους.
Εκδίκηση, απόγνωση, ανάγκη για απόδραση από την πραγματικότητα είναι τα συναισθήματα που κατακλύζουν τους ήρωες του βιβλίου οι οποίοι με κάποιο τρόπο συναντώνται και διαπλέκονται σε σχέσεις αδιέξοδες. Η «λύτρωση» θα έρθει στο τέλος του βιβλίου με τρόπο βάναυσο. Μέχρι τότε ο William Boyle καταφέρνει να μας δώσει με πολύ παραστατικό τρόπο την άγρια εικόνα της σύγχρονης Νέας Υόρκης, ένα μικρόκοσμο από λούμπεν μεροκαματιάρηδες, παράνομους, αλκοολικούς αργόσχολους, μπουχτισμένους νεαρούς που βρίσκουν μόνη διέξοδο στη μουσική και τα ναρκωτικά. Παρ’ όλη τη «μαυρίλα», η ανάγνωση του βιβλίου είναι απολαυστική, καθώς ο συγγραφέας φροντίζει να περνάει τους χαρακτήρες και τα γεγονότα μέσα από το φίλτρο ενός καίριου μαύρου χιούμορ που μας κάνει να βλέπουμε με ακόμη μεγαλύτερη συμπάθεια τους αντι-ήρωες του. Τέλος, μιας και κάναμε λόγο για μουσική, το “soundtrack” του βιβλίου είναι μια αναφορά σε καλλιτέχνες όπως οι Wu- tang- clan και ο Dr Dre, αλλά και στους Νirvana, τους Sebadoh και τον Tom Waits.
Ένα βιβλίο που ρέει αβίαστα και προτείνεται ανεπιφύλακτα.
(William Boyle, Gravesend: Εκδόσεις Πόλις, 2018. Μετάφραση: Άλκηστις Τριμπέρη)
Γιάννης Περδίκης
(ΥΓ.: Στην κεντρική φωτογραφία του άρθρου, το υπαρκτό μπαρ “The Wrong Number”, που παίζει κεντρικό ρόλο στο μυθιστόρημα).
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.