Είτε μιλάμε για επαγγελματικό, είτε για ερασιτεχνικό αθλητισμό, ο πάγκος δεν αρέσει  σε κανένα. Αμέτρητοι καβγάδες, έχουν καταγραφεί και θα συνεχίσουν να καταγράφονται μεταξύ προπονητών και παικτών, με σύνηθες αποτέλεσμα το διαζύγιο.

Ο… πάγκος άλλωστε, ήταν αυτός που έκοψε απρόσμενα το νήμα της καριέρας του κορυφαίου Έλληνα μπασκετμπολίστα.  Το άδοξο φινάλε του Νίκου Γκάλη, γράφτηκε στις 18 Οκτωβρίου του 1994, επειδή ο τότε κόουτς του Παναθηναϊκού Κώστας Πολίτης αποφάσισε όχι μόνο να μην τον ξεκινήσει στην πεντάδα αλλά να μην τον βάλει για ένα ολόκληρο ημίχρονο.

Στην ανάπαυλα οι δύο άνδρες λογομάχησαν κι ο Γκάλης αποχώρησε εκνευρισμένος από το γήπεδο. Έκτοτε δεν επέστρεψε ποτέ στις υποχρεώσεις της ομάδας και περίπου ένα χρόνο αργότερα, στις 29 Σεπτεμβρίου του 1995, ανακοίνωσε κι επισήμως ότι αποσύρεται από την ενεργό δράση.

«Είμαι εγωιστής αλλά δεν είναι εγωιστικό να πιστεύω μέχρι κι αυτή τη στιγμή ότι είμαι ελεύθερος και ότι δεν ανήκω σε κανέναν. Γιατί έχω λόγο και τιμή», είχε αναφέρει μεταξύ άλλων, γράφοντας με αυτό τον τρόπο τον επίλογο.

Ο Γκάλης πίστευε ότι ακόμα μπορούσε να αλλάξει τις ισορροπίες, να φέρει τα πάνω κάτω σ’ ένα αγώνα. Δεν είχε μάθει τι θα πει πάγκος. Οι αριθμοί τον δικαίωναν. Αν κι οι επιδόσεις με τον Άρη φάνταζαν με μακρινό παρελθόν, στις δύο του σεζόν με το τριφύλλι είχε 21,8 και 21,4 πόντους ανά παιχνίδι το ‘93 και το ‘94 αντίστοιχα. Ωστόσο, η κόντρα με τον προπονητή, για χάρη του οποίου ο ίδιος έπεισε τους Γιαννακόπουλους να προσλάβουν για την τεχνική ηγεσία, έμελλε ν’ αποδειχτεί μοιραία.

pao

Πιο πρόσφατο είναι το παράδειγμα του Τζέισον Καπόνο. Με πλούσια καριέρα στο ΝΒΑ, ήρθε στην Ευρώπη για χάρη του Παναθηναϊκού. Στην ηλικία του, δεν είναι λίγοι όσοι θέλουν να κολλήσουν τα τελευταία ένσημα, να βάλουν κάποια έξτρα χρήματα στον τραπεζικό τους λογαριασμό και να κάνουν τουρισμό. Ο Αμερικανός ήθελε να παίξει. ‘Έψαχνε την αγωνιστική του αναγέννηση. Κι αρχικά έμοιαζε πώς τη βρήκε. Εξαιρετικός σουτέρ, το έδειξε στα πρώτα ματς, μόνο που ο Πεδουλάκης για κάθε ματς είχε διαφορετικά σχέδια. Κι ο άλλοτε άσος των Μαϊάμι Χιτ δεν ήταν πάντα μέσα σε αυτά.

Χωρίς να έρθει στα χέρια με τον τεχνικό του τριφυλλιού, αποφάσισε να μαζέψει τα συμπράγκαλά του και να φύγει. Ίσως, αν είχε ζυγίσει διαφορετικά τα δεδομένα, ο Παναθηναϊκός να βρισκόταν στο Final  4 κι ο ίδιος να είχε βρει τη γη της επαγγελίας που τόσο πολύ αναζητούσε. Με το «αν» όμως δεν γράφεται ιστορία.


Για κάθε κανόνα υπάρχει κι εξαίρεση.  Οι παγκίτες δεν είναι μονάχα οι γκρινιάρηδες, είναι κι οι σωτήρες, είναι κι οι πρωταγωνιστές, είναι κι εκείνοι που μπορούν να κάνουν σπουδαιότερη σταδιοδρομία από παίκτες που είχαν πάρει τη φανέλα του βασικού σπίτι τους.

Στο μπάσκετ τα δεδομένα ευνοούν περισσότερο τους αναπληρωματικούς απ’ ότι σε άλλα αθλήματα.  Βασικός μπορεί να ξεκινήσει ακόμα κι ο 12ος παίκτης στα πλάνα του προπονητή με σκοπό να φθείρει τον αντίπαλο στα πρώτα λεπτά.

Το είδαμε φέτος πολλάκις στα πρώτα μισά της σεζόν, με τον Πεδουλάκη να ξεκινά τον Σκορδίλη και να τον αλλάζει στο πεντάλεπτο, ή τον Μπαρτζώκα να ρίχνει πάνω στον Διαμαντίδη τον Κατσίβελη.

Στο μπάσκετ η τακτική επιτάσσει το ροτέισον, οι αλλαγές είναι περισσότερες, τα σχήματα διαφορετικά από περίοδο σε περίοδο, ακόμα κι από λεπτό σε λεπτό.

 

Ο νόμος του 6ου παίκτη

Η απόσυρση του Παπαλουκά από την ενεργό δράση, ήρθε να μας θυμίσει πως μπορεί κάποιος από τον πάγκο να είναι ο ηγέτης, η ψυχή της ομάδας, εκείνος που μπορεί να την οδηγήσει σε διαδοχικές επιτυχίες.

Ως 6ος παίκτης αναδείχτηκε καλύτερος Ευρωπαίος μπασκετμπολίστας το 2006, κατέκτησε τίτλους κέρδισε αμέτρητα βραβεία MVP, έπιασε κορυφή σε πληθώρα στατιστικών κατηγοριών.

Ο Παπαλουκάς έπαιζε με το μυαλό. Κι αυτό ήταν κάτι που του παραδέχονταν φίλοι και εχθροί.

Όταν έφυγε ως loser από τον Ολυμπιακό, ελέω Τύπου και χούλιγκαν, με τους μεν να τροφοδοτούν με απαξιωτικά σχόλια τους δε και τούμπαλιν, τα ζύγισε κι αναχώρησε γι’ άλλες Πολιτείες και τη Ρωσία.

Εν αντιθέσει με τον Χατζηβρέττα που πήγε στη Μόσχα ως πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος, ο Παπαλουκάς είχε τη στάμπα του παίκτη που απέτυχε. Όμως, ήταν αυτός που τελικά ρίζωσε.

Τρεις λόγοι βοήθησαν στην «μεταμόρφωσή» του:
•    Η άμεση προσαρμογή
•    Ο Ίβκοβιτς
•    Η ακομπλεξάριστη αποδοχή του ρόλου του

Από τα 13 παιχνίδια που αγωνίστηκε ως βασικός με τον Ολυμπιακό στην Ευρωλίγκα το 2002, ξεκινά μόλις μια φορά βασικός με την ΤΣΣΚΑ την επόμενη σεζόν. Τα νούμερα πέφτουν σχεδόν στο μισό, αλλά με μισό χρόνο συμμετοχής. Το καλό φάνηκε μακροπρόθεσμα.

Ο Ντούντα ξέρει να κερδίζει κατά κανόνα τους παίκτες. Εξαιρέσεις υπάρχουν. Διαφορετικά δεν θα ‘βγαινε το παρατσούκλι που τον ακολουθεί μέχρι τώρα απ’ τον Φασούλα, κατά τη κοινή τους θητεία στον ΠΑΟΚ. «Σοφός».

Όμως Ίβκοβιτς και Παπαλουκάς έδεσαν. Και συνεργάστηκαν για τρία χρόνια, αν και δεν γεύτηκαν ποτέ τη χαρά της κατάκτησης της Ευρωλίγκα.

Χρειάστηκε να βάλει το χεράκι του ο Μεσίνα, που λειτούργησε κατά κάποιο τρόπο όπως ο Ντούντα στον Ολυμπιακό, όταν αντικατέστησε τον Γιαννάκη. Κατάφερε να αποφορτίσει τα  αποδυτήρια από την τεράστια πίεση κόσμου και ΜΜΕ.

Στην πρώτη του ζαριά έκανε πραγματικότητα ένα όνειρο χρόνων. Η αρκούδα επέστρεψε στην κορυφή.

 

Από «λίγος», ο καλύτερος της Ευρώπης

Το 2006 η ΤΣΣΚΑ σ’ ένα συναρπαστικό τελικό κερδίζει την Μακάμπι με 73-69. Ο Παπαλουκάς σημειώνει 18 πόντους με 2/4 τρίποντα, 3/4 δίποντα και 6/8 βολές, μοιράζει 7 ασίστ, μαζεύει 3 ριμπάουντ και διορθώνει τα 2 του λάθη με ισάριθμα κλεψίματα.

Σ’ ερώτηση που έγινε μετά το ματς για την αγωνιστική του έκρηξη, καθώς πιτσιρικάς ποτέ δεν χαρακτηρίστηκε ανερχόμενο αστέρι, απάντησε: «Ποτέ δεν θεωρήθηκα πρωτοκλασάτος παίκτης όταν ήμουν νέος. Ήμουν καλός, αλλά υπήρχαν πάντα καλύτεροι από μένα στις ομάδες που έπαιζα. Αυτή η κατάσταση μου έδινε πάντα κίνητρο να δουλέψω σκληρά και να καταφέρω να φτάσω στην κορυφή. Πιστεύω επίσης ότι ήμουν τυχερός στη ζωή μου. Νιώθω ευλογημένος, πραγματικά. Μερικές φορές χρειάζεσαι κάποιον να σε βοηθήσει. Κι εγώ είχα ανθρώπους να με βοηθήσουν.  Όταν πετυχαίνεις του στόχους σου, τότε καταλαβαίνεις πόσο δύσκολο ήταν να τα καταφέρεις. Νιώθω υπέροχα. Είμαι υγιής, είμαι στην κορυφή. Δούλεψα σκληρά γι’ αυτό και θα το κάνω για όσο μπορώ, διότι είναι ωραίο να βρίσκεσαι ψηλά».

 

Βασικός σε 4 ματς!
Στα χρόνια που προηγήθηκαν προετοιμαζόταν για μεγάλες στιγμές κι επιτυχίες. Τις έζησε πρώτα με την Εθνική, αλλά ήρθαν και σε συλλογικό κι ατομικό επίπεδο. Τα λεπτά συμμετοχής αυξήθηκαν, τα νούμερα βελτιώθηκαν, αλλά ένα στοιχείο παρέμεινε ίδιο. Το κουλούρι στα ματς που ξεκίνησε από την αρχή.

Στα 6 χρόνια παρουσίας του στην ΤΣΣΚΑ, ξεκίνησε στην πεντάδα σε μόλις 4 από τους 137 αγώνες που έπαιξε στην Ευρωλίγκα. Οι συνήθειες δεν άλλαξαν ούτε στην υπόλοιπη σταδιοδρομία του.

Η πολυσυζητημένη και δαπανηρή επιστροφή στον Ολυμπιακό δεν δικαίωσε τις προσδοκίες των οπαδών. Κι αυτό κυρίως επειδή βίωσε την ίδια σκληρή τριετία που είχε στο ξεκίνημα της συνεργασίας του με την ΤΣΣΚΑ.

Η ειδοποιός διαφορά ήταν, πως στην Ελλάδα η υπομονή υπάρχει μόνο στα λεξικά. Κι ας την επικαλούταν σε κάθε συνέντευξη Τύπου ο Γιαννάκης. Ο κόσμος δεν πειθόταν. Σε σημείο, που στο Final 4 του Παρισιού ο δράκος φτάνει να παραδέχεται, μετά από ειλικρινή προσωπική αφελή, μάλλον, απορία, ότι θεωρεί την κατάκτηση του ελληνικού πρωταθλήματος πιο σημαντική από εκείνη της Ευρωλίγκα…

 

Έσπασε την… κατάρα
Ο Παπαλουκάς έφυγε και πάλι με τη στάμπα του παίκτη που δεν κατάφερε να οδηγήσει τον Ολυμπιακό στην κορυφή. Αν κι ήταν αυτός που συνέβαλε τα μέγιστα για να σπάσει τα 8 πέτρινα χωρίς τίτλο χρόνια, με την ηγετική του εμφάνιση στον τελικό του Κυπέλλου το 2010. Πέτυχε μόλις 3 πόντους (με τρίποντο), αλλά ήταν εκείνος που καθόρισε μαζί με τον Τεόντοσιτς τις τύχες του ματς. Ηρεμούσε το παιχνίδι, έπαιζε άμυνα και θύμιζε σε οργανωτικά καθήκοντα τα κατορθώματά του στο Μουντομπάσκετ του 2006 απέναντι στις Η.Π.Α, όταν είχε δώσει ο αθεόφοβος 12 ασίστ!

Ακολούθησε η Μακάμπι, όπου δεν έθελξε με τις επιδόσεις του κι ο επίλογος γράφτηκε στην ΤΣΣΚΑ. Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει βέβαια νωρίτερα. Ο Τεό, αν και παρέμεινε μέχρι τέλους σε υψηλό επίπεδο, από την τελευταία του χρονιά στο λιμάνι, φαινόταν ότι είχε αφήσει οριστικά πίσω του τις καλές μέρες. Είχε χάσει τη φρεσκάδα κι ο 6ος παίκτης που περίμεναν όλοι να κάνει τη διαφορά,  έκανε επιπόλαια λάθη, έχανε σουτ και κέρδιζε αποδοκιμασίες.

Την καριέρα του όμως την έκλεισε όπως έπρεπε. Με τίτλους. Οι αγκαλιές από τους συμπαίκτες του στην ΤΣΣΚΑ, το μέλι του Μεσίνα, απέδειξαν περίτρανα ότι ο Τεό άφησε εποχή. Σε 235 ματς για την κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση, ξεκίνησε στα 20. Κατάφερε όμως να γράψει ιστορία και να περηφανεύεται σπουδαίες ατομικές διακρίσεις, αλλά και δύο πρωταθλήματα Ευρώπης, που θα ‘ταν ακόμα περισσότερα, αν δεν του το χάλαγαν το 2007 ο Παναθηναϊκός και το 2010 η Μπαρτσελόνα.

 

Από τον «Τσάρο» στον «Ταύρο»

Η περίπτωση Παπαλουκά μοιάζει μ’ εκείνη του Στιβ Κερ. Ανήκε στη θρυλική ομάδα τον Σικάγο Μπουλς. Την ομάδα του Τζόρνταν, την ομάδα των Πίπεν, Ρόντμαν και Κούκοτς. Πλέον έχοντας πατήσει τα 47 μπορεί να θυμάται ότι ήταν ένας από τους κορυφαίους σουτέρ όλων των εποχών στη λίγκα με 45% στα τρίποντα και ρεκόρ το 52% (!) τη σεζόν 94/95, συμβάλλοντας σημαντικά στην κατάκτηση 3 πρωταθλημάτων για τους ταύρους, 2 για το Σαν Αντόνιο και κερδίζοντας μπόλικες διακρίσεις σε ατομικό επίπεδο για την εκτελεστική του δεινότητα.

Όπως κι ο Παπαλουκάς, στα πρώτα χρόνια της καριέρας του πέρασε δύσκολα. Γνώρισε αποτυχίες, έπαιζε λίγο, αλλά στο τέλος χαμογέλασε. «Θυμάσαι πάντα τα παιχνίδια που χάνεις, διότι είναι αυτά που σ’ ενόχλησαν», είχε πει σε συνέντευξή του για τον χαμένο τελικό του 1988, όταν ακόμα αγωνιζόταν στο κολλέγιο για την Αριζόνα. Από τότε φρόντισε να μην γευτεί πολλές φορές την πικρή γεύση της ήττας. Μετά από ένα σύντομο ανεπιτυχές πέρασμα στους Σανς, κατάφερε να κάνει αξιοπρεπείς και πολλές περισσότερες εμφανίσεις στο Κλίβελαντ, πέρασε από το Ορλάντο και καταξιώθηκε στους Μπουλς, πάντα ως… 6ος παίκτης.


Ο Κερ αγωνίστηκε σε 910 παιχνίδια στο ΝΒΑ για την κανονική περίοδο, έπαιξε σε 6 διαφορετικές ομάδες (Κλίβελαντ, Σικάγο, Ορλάντο, Πόρτλαντ, Σαν Αντόνιο και Φοίνιξ), αλλά ξεκίνησε σε μόλις 30 παιχνίδια.  Στα πλέι οφ αγωνίστηκε σε 128 ματς και ήταν βασικός στα 3. Παρόλα αυτά πρόλαβε να σκοράρει 5.437 πόντους, να μαζέψει 1.060 ριμπάουντ και να μοιράσει 1.658 ασίστ…

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]

About The Author

Γεννήθηκε και ζει στα Εξάρχεια. Αγαπά τους τοίχους τους, τους αγώνες και τους ανθρώπους τους. Του αρέσει να φωτογραφίζει και να γράφει για όσα δεν μπόρεσε να φωτογραφίσει. Κυκλοφορεί από τα εννιά του με μια εφημερίδα στο χέρι και συνεχίζει να γράφει σε μπλοκάκι στα ρεπορτάζ. Ακούει ό,τι μακριά πολύ μακριά μας ταξιδεύει και διαβάζει ό,τι του γυαλίσει στις βιτρίνες της Καλλιδρομίου, της Ζωοδόχου Πηγής και της Θεμιστοκλέους. Αγαπά τα νησιά και κάποτε θέλει να ζήσει σε ένα από αυτά. Μέχρι τότε, κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για μια διαφορετική δημοσιογραφία, με πολλά αυτοδιαχειριζόμενα 3point και γραφιάδες χωρίς περιορισμούς.

Related Posts

//