Όσον αφορά τις επετείους, η εβδομάδα που φτάνει σιγά-σιγά στο τέλος της, έχει ως χαρακτηριστικό της τα γενέθλια τριών πολύ σημαντικών τραγουδιστών-τραγουδοποιών: του Paul McCartney (18 Ιουνίου 1942), του Ray Davies (21 Ιουνίου 1944) και του Kris Kristofferson (22 Ιουνίου 1936). Η συμβολή και των τριών τους στη μουσική είναι λίγο-πολύ γνωστή, ειδικά του πρώτου, που, μαζί με τους υπόλοιπους Beatles έκανε πολύ πιο πλούσια κι ενδιαφέρουσα την ονομαζόμενη popular μουσική.
Εκτός από την ίδια τη δυναμική και την ομορφιά των δίσκων τους, λοιπόν, οι Beatles άλλαξαν τη μουσική βιομηχανία με πλείστους όσους τρόπους, σε σχέση με την οργάνωσή της, τα οικονομικά της μεγέθη, τον έλεγχο που είχαν τα ίδια τα συγκροτήματα στο υλικό που ηχογραφούσαν, τις ενορχηστρώσεις, τους πειραματισμούς τους στο studio κ.ό.κ. Η επιτυχία τους στο εμπορικό επίπεδο αλλά και η δημιουργικότητά τους όσον αφορά τις συνθέσεις και τις ηχογραφήσεις ήταν –και παραμένουν και τώρα- ένα παράδειγμα προς μίμηση, ένα πρότυπο που όλοι οι μουσικοί θέλουν να ακολουθήσουν, έστω κι αν ξέρουν πως δεν θα το φτάσουν.
Αλλά και οι ίδιοι οι Beatles, είτε ως συγκρότημα είτε ως σόλο καλλιτέχνες, δεν έμειναν ανεπηρέαστοι από αυτό το κλίμα ανταγωνισμού. Εκτός από αυτόν που σημειωνόταν στις ίδιες τις τάξεις τους, με τον Paul McCartney και τον John Lennon να ωθούν ο ένας τον άλλον σε όλο και καλύτερες συνθέσεις –και τους δύο μαζί να πασχίζουν να μη δίνουν πολύ χώρο στον George Harrison- οι Beatles επηρέασαν μεν όλα όσα συνέβαιναν γύρω τους, αλλά και επηρεάστηκαν από αυτά. Είναι γνωστό π.χ. το πώς το Pet Sounds των Beach Boys οδήγησε τον Paul McCartney να εμπνευστεί το Sgt. Pepper και πώς αυτός, ο κατά πολλούς καλύτερος ροκ δίσκος όλων των εποχών, επηρέασε με τη σειρά του τους Rolling Stones να γράψουν το Satanic Majesties Request ή τον Phil Ochs το Pleasures of The Harbor ή τον Frank Zappa το σατιρικό We ’re Only In It For The Money. Άλλο γνωστό παράδειγμα είναι το πώς γράφτηκε το Helter Skelter: ο Paul McCartney διάβασε τη δήλωση του Pete Townshend ότι το επόμενο single των Who (το I Can See For Miles) θα ήταν το πιο θορυβώδες, ωμό, βρώμικο τραγούδι που θα ηχογραφούσαν ποτέ οι τέσσερις αρχι-Mods, και θέλησε αμέσως να τους ξεπεράσει με ένα ακόμα πιο θορυβώδες, ακόμα πιο βυθισμένο στην παραμόρφωση τραγούδι.
Αυτή την κατάσταση, που χαρακτηριζόταν κατά βάση από ευγενή άμιλλα, αλλά παρέκκλινε συχνά σε πικρόχολες προσβολές, τη βίωσε με διάφορους τρόπους ένας άλλος σπουδαίος των βρετανικών sixties, ο Ray Davies, τραγουδιστής, βασικός συνθέτης και, γενικώς, «ψυχή» των Kinks. Ο Davies γεννήθηκε στις 21 Ιουνίου του 1974 στο Muswell Hill του Λονδίνου, μια περιοχή που θα αποτελούσε επανειλημμένα έμπνευση για αυτόν. Ήταν το έβδομο παιδί της οικογένειάς του, και το πρώτο αγόρι. Λίγα χρόνια μετά, ακολούθησε η γέννηση του δεύτερου γιου της οικογένειας, Dave, με τον οποίο ο Ray είχε ανέκαθεν, έχει ακόμα και θα έχει και στο μέλλον μια τρικυμιώδη σχέση συνεργασίας, ανταγωνισμού, αγάπης-μίσους. Λαμβάνοντας στα 13 του ως δώρο μια κλασσική κιθάρα από την αδερφή του, , (η οποία το ίδιο βράδυ πέθανε χορεύοντας σε κάποια τοπική γιορτή), ο Ray Davies ασχολήθηκε σιγά-σιγά με τη σύνθεση και το 1964 κυκλοφόρησε τα πρώτα του singles, μαζί με τους Kinks (στους οποίους βασικός κιθαρίστας ήταν ο προαναφερθείς μικρός του αδερφός, Dave).
Τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς, οι Kinks έπαιξαν στο Bournemouth, ανοίγοντας τη συναυλία των ήδη πολύ δημοφιλών Beatles. Ο Ray Davies, σε συνέντευξή του στο Mojo, αναφέρει πως πριν από την έναρξη της συναυλίας, συνάντησε στα παρασκήνια τον John Lennon. Εκείνος, πάντα εριστικό πνεύμα, παρά τις πασιφιστικές του απόψεις, υπερήφανος για την επιτυχία που γνώριζε ήδη τα τελευταία δύο χρόνια το συγκρότημά του, αλλά ίσως και με νοοτροπία πειράγματος ενός «πάλιουρα» προς έναν «νέοπα», φρόντισε να ενημερώσει τον Ray Davies πως οι Kinks ήταν εκεί απλώς για να ζεστάνουν το κοινό για τους Beatles, και πως αν οι Kinks δεν είχαν αρκετά τραγούδια, εκείνος και ο Paul McCartney θα μπορούσαν να τον προμηθεύσουν με κάποια. Οι Kinks, βέβαια, είχαν τουλάχιστον ένα καλό τραγούδι στο ρεπερτόριό τους, το “You Really Got Me”, το οποίο είχε κυκλοφορήσει ως single την ίδια μέρα –ένα τραγούδι που δεν άφησε αδιάφορο το κοινό ούτε στο Bournemouth, ούτε και στη μετέπειτα πορεία του, και αναγνωρίζεται πλέον ως μια από τις κεντρικότερες στιγμές στην ιστορία του ροκ. O Davies χαρακτήρισε τη στιγμή που το single έφτασε στο νούμερο 1 των Βρετανικών charts ως ένα κομβικό σημείο, μετά από το οποίο η ζωή είχε αλλάξει οριστικά.
Ένα χρόνο μετά, οι Beatles όχι μόνο δεν υποτιμούσαν τον ίδιο και τους Kinks, αλλά εντυπωσιάζονταν από το See My Friends, ένα τραγούδι με έντονα Ινδικά στοιχεία (άλλωστε, ο Davies το είχε εμπνευστεί κατά τη διάρκεια ταξιδιού στη Βομβάη), και φρόντιζαν να προσδώσουν παρόμοιο χαρακτήρα στο Norwegian Wood, χρησιμοποιώντας, μάλιστα, και sitar (αντί να μιμηθούν απλώς τον ήχο του, όπως είχαν κάνει οι Kinks). Βέβαια, τα πρωτεία όσον αφορά την εισαγωγή Ινδικών ενορχηστρώσεων στο ροκ κατέχει μάλλον το Heart Full of Soul των Yardbirds. Σε άλλη συνέντευξή του στο Mojo, ο Davies περιέγραφε τη στιγμή κατά την οποία, ελαφρώς ενοχλημένος, ο Paul McCartney τον είχε προσεγγίσει σε κάποιο club και του είχε σχεδόν ζητήσει το λόγο για το See My Friends: «Εγώ θα έπρεπε να το έχω γράψει αυτό». Στωικός, ο Davies του έδωσε την απλούστατη απάντηση: «Δεν μπορείς να γράψεις εσύ όλα τα τραγούδια του κόσμου».
Λίγο διαφορετικός ήταν ο τρόπος που ο Kris Kristofferson κατάφερε να μπει «στο μάτι» του Johnny Cash. Γιος στρατιωτικού, ο Kristofferson είχε περάσει από διάφορα επαγγέλματα, διάφορα πανεπιστήμια (μεταξύ των οποίων και το φημισμένο της Οξφόρδης), και είχε κάνει κάμποσες προσπάθειες να βρει την αναγνώριση είτε ως τραγουδιστής-τραγουδοποιός είτε ως πεζογράφος, και στις ΗΠΑ, και στην Αγγλία. Τελικά, αποδέχτηκε την οικογενειακή «μοίρα» και κατατάγηκε στο στρατό, στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ανέλαβε χρέη πιλότου ελικοπτέρου, φτάνοντας, μάλιστα, ως το βαθμό του Λοχαγού.
Αλλά το σαράκι της μουσικής και της τραγουδοποιίας δεν τον άφηνε. Όσο υπηρετούσε στη Γερμανία σχημάτισε το δικό του συγκρότημα, παίζοντας και τραγουδώντας. Εκείνη την περίοδο του προσφέρθηκε η θέση καθηγητή Αγγλικής Λογοτεχνίας στην στρατιωτική ακαδημία του West Point, θέση την οποία ο Kristofferson αρνήθηκε, προκειμένου να προσπαθήσει για μια ακόμα φορά να ξεκινήσει καριέρα μουσικού. Αυτή του η απόφαση οδήγησε την οικογένειά του να τον αποκληρώσει, αλλά οδήγησε και στο να μετακομίσει ο K. Kristofferson στο Nashville, να πιάσει δουλειά σαν καθαριστής στα studio της εταιρείας Columbia και να γνωρίσει τελικά τη σύζυγο του Johnny Cash, June Carter Cash, επίσης σημαντική τραγουδίστρια της country (και αντικείμενο, μαζί με τον Johnny, της βραβευμένης με Όσκαρ ταινίας I Walk The Line).
Ο Kristofferson εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία κι έδωσε ένα demo με δικές του συνθέσεις στην J. Carter-Cash, λαμβάνοντας από εκείνη την υπόσχεση πως θα το παρέδιδε με τη σειρά της στον διάσημο σύζυγό της. Αυτό όντως συνέβη, αλλά, παίρνοντας στο χέρι του το demo, ο Johnny Cash το απέθεσε απλώς σε ένα σωρό με άλλα παρόμοια που προφανώς έφταναν στα χέρια του από μύριες όσες πηγές.
Βλέποντας πως η απάντηση από τον τιτάνα της country αργούσε, ο Kristofferson αποφάσισε να εκμεταλλευτεί τκαι ην άλλη δουλειά που είχε αναλάβει εκείνη την περίοδο, αυτή του πιλότου για την εταιρεία Petroleum Helicopters International. «Δανειζόμενος» ένα από τα ελικόπτερα της εταιρείας, ο Kristofferson πέταξε έως το σπίτι των Cash και προσγειώθηκε στην αυλή τους. Με αυτόν τον ανορθόδοξο, καθόλου διακριτικό αλλά άκρως αποτελεσματικό τρόπο, ο Cash πείστηκε να ακούσει το demo και ηχογράφησε το ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια που συνδέθηκε και με τους δύο, το Sunday Morning Comin’ Down. Αυτή η πρώτη ηχογράφηση οδήγησε και στη βράβευση του Kristofferson ως τραγουδοποιού της χρονιάς στα Country Music Awards του 1966.
Μετά από αυτό, ο Kristofferson ξεκίνησε την πολύ σημαντική καριέρα του ως συνθέτης για λογαριασμό άλλων, ως τραγουδιστής-τραγουδοποιός με δικά του άλμπουμ αλλά και ως ηθοποιός. Ένα από τα πιο γνωστά του τραγούδια ηχογραφήθηκε, μεταξύ άλλων, από την αξεπέραστη Janis Joplin: ο λόγος για το Me and Bobby McGee. Επιπλέον, ένας από τους πιο σημαντικούς κινηματογραφικούς ρόλους του Kristofferson αφορά την ίδια τη μουσική και μουσική βιομηχανία, με τα πάνω της και τα κάτω της, και τις ανθρώπινες σχέσεις που αναπτύσσονται εντός της: το δεύτερο ριμέικ του A Star Is Born, σε σκηνοθεσία Frank Pierson (μετά την εκδοχή του 1937, σε σκηνοθεσία David O. Selznick, με την Janet Gaynor και τον Fredric March, και του 1954, σε σκηνοθεσία Moss Hart, με τον James Mason και τη Judy Garland). Φέτος, παρεμπιπτόντως, θα κυκλοφορήσει και μια τέταρτη εκδοχή, σκηνοθετημένη από τον Bradley Cooper, με πρωταγωνιστές τον ίδιο και τη Lady Gaga.
Ηθικό δίδαγμα; Μάλλον δεν υπάρχει – όπως δεν υπάρχει, πιθανώς, και σύνδεση μεταξύ όλων των παραπάνω ιστοριών, πέραν του επετειακού που τονίστηκε στην αρχή του άρθρου. Ίσως μόνο ότι οι τραγουδοποιοί, οι καλλιτέχνες γενικώς, δεν είναι πάντα εύκολοι άνθρωποι, αλλά οι ψευτοανταγωνισμοί περνούν σε δεύτερη μοίρα και ξεχνιούνται, όταν η η καθεμιά πλευρά καταλαβαίνει πως η άλλη έχει κάτι ουσιαστικό να πει. Όπως θα έπρεπε να συμβαίνει και στη ζωή γενικά.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.