Ποιος ξέρει πόσοι “πιτσιρικάδες” είχαν καταφθάσει στη Νέα Υόρκη το χειμώνα του 1961 μοιάζοντας με τον James Dean και μιλώντας σαν τον Jack Kerouac; Θα ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις τον Bob Dylan από την αρχή, αν σκεφτείς πόσα κοινά είχε με τα άλλα μποέμικα παιδιά που τριγυρνούσαν στο Greenwich Village. Καλλιτεχνικές φιλοδοξίες; Check. Αντιπάθεια για την mainstream κουλτούρα; Check. Επιθυμία να αφήσει πίσω του τη μεσοαστική ταυτότητα του; Οπωσδήποτε. Αλλά η μοναδική δημιουργική ματιά που έκανε τον Dylan να ξεχωρίσει από τους ομοίους του και να αλλάξει την ιστορία της μουσικής δεν είχε εμφανιστεί ακόμα. Αυτό που ήδη είχε εμφανιστεί και είχε, πέρα από την κιθάρα και τη φυσαρμόνικα του, ήταν μια ξεχωριστή σκηνική παρουσία και μια απέραντη λίστα αμερικανικών folk τραγουδιών στο ρεπερτόριο του.
11 Απρίλη του 1961 είχε την πρώτη του πραγματική ευκαιρία να επιδείξει αυτά τα δύο, όταν η απήχηση που είχε στους δρόμους έπεισε τον ιδιοκτήτη του Gerde’s Folk City να τον προσλάβει ως opening act στις συναυλίες του John Lee Hooker.
Η συμφωνία ήταν για δυο εβδομάδες συναυλιών -φυσικά δεν ήταν μόνο δυο αλλά συνεχίστηκαν για σχεδόν ολόκληρο το χρόνο, έξι βράδια την εβδομάδα, 90$ στο χέρι στο τέλος της καθεμιάς. “Επειδή ήμουν ανήλικος”, θυμάται ο Dylan, “ο Mike (Porco -ο ιδιοκτήτης) υπέγραψε ως προστάτης μου κι έτσι έγινε κάτι σαν πατέρας για μένα -ο Σικελός πατέρας που ποτέ δεν είχα”.
Σύμφωνα με τους New York Times της εποχής, ο Dylan θα έπαιζε ένα set πέντε κομματιών: House of the Rising Sun, Song to Woody, Talkin’ Hava Negeilah Blues και δυο ακόμη, ταυτοποιημένα απλώς ως “άγνωστο κομμάτι του Woody Guthrie” και “ένα μαύρο μπλουζ”. Ο φίλος του κι επίσης τραγουδιστής folk, Dave van Ronk, ήταν εκεί το πρώτο βράδυ: “Ήταν αξιοθαύμαστος. Ένα από τα πιο ηλεκτρισμένα σόου που είχα δει στη ζωή μου. Οι ερμηνείες του τέλειες, έπαιζε με το κοινό. Αν ένα αστέρι γεννήθηκε, ήταν εκείνο το βράδυ στο Folk City”.
Μετά τις εμφανίσεις τους, ο Dylan πήγαινε στη σουίτα του John Lee Hooker στο Broadway Central Hotel. “Κάθε βράδυ θα ήταν εκεί μαζί μου. Θα καθόταν εκεί, θα διασκέδαζε εκεί, θα έπινε τζιν”, θυμάται ο Hooker στο βιβλίο Bob Dylan: An Intimate Biography, “θα καθόταν εκεί τριγύρω και θα μ’ έβλεπε να παίζω. Θα ήταν εκεί κάθε βράδυ, και θα παίζαμε κιθάρα στο ξενοδοχείο. Δεν ξέρω τι πήρε από μένα, αλλά θα πρέπει να πήρε κάτι”. Σε μια άλλη βιογραφία για τον Dylan, το Down the Highway: The Life of Bob Dylan, ο Hooker δηλώνει χαμογελαστά: “Ήμασταν πολύ καλοί φίλοι. Όμορφος άνθρωπος. Δεν έπαιζε πραγματικά για τα λεφτά. Έκανε το κέφι του”.
Μπορεί καμιά από εκείνες τις εμφανίσεις να μην είχε ηχογραφηθεί, αλλά άφησαν τον αντίκτυπο τους στην πορεία του Dylan για χρόνια. Το Σεπτέμβριο του 1961 ο Robert Shelton των New York Times έγραφε μια φλογερή κριτική για τις εμφανίσεις του Dylan στο Gerde’s, που τις περιέγραφε ως “εκρηκτικές, εναρμονισμένες με το ταλέντο του”. Λίγο μετά τη δημοσίευση του άρθρου, η Columbia πλησίασε τον Dylan και το πρώτο του συμβόλαιο ήταν γεγονός. Τα υπόλοιπα, όπως λένε, είναι ιστορία.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.