Τέλη δεκαετίας του ’50 και η Edith Piaf καταρρέει στη σκηνή. Η διάγνωση, καρκίνος, ανίατος μα και ανίκανος να πτοήσει την καλλιτέχνιδα. Η γνώμη της είναι πως «ο θάνατος είναι η αρχή κάτι καινούριου», οι περιοδείες της συνεχίζονται και η μορφίνη πλέον σταματά να επιδρά πάνω της, όσο και αν θέλει έτσι να σταματήσει τον πόνο.
Στις 10 Οκτώβρη του ’63 αφήνει την τελευταία της πνοή, μάλλον ειρωνικώς με λίγες ώρες διαφορά από τον καλό της φίλο Jean Cocteau. Μα πριν από το, ως είθισται να λέγεται, τραγικό της τέλος, προηγήθηκαν 48 δύσκολα χρόνια, παρ΄ όλες τις όμορφες στιγμές, που δεν ήταν λίγες.
Γεννημένη το 1915 στο Παρίσι από γονείς αλκοολικούς, της δίνεται το όνομα Edith Giovanna Gassion. Η μητέρα της εγκατέλειψε την οικογένεια μόλις λίγες εβδομάδες μετά τη γέννησή της και η μικρή Edith έζησε για αρκετά χρόνια με τις δύο της γιαγιάδες. Ο πατέρας της εργαζόταν ως ακροβάτης του δρόμου και στα εννέα της πήρε υπό την αιγίδα του την κόρη του και περιόδευαν μαζί με το τσίρκο. Αιτία για αυτό αποτέλεσε μια πάθηση η οποία της στέρησε την όραση για δύο χρόνια, την οποία η τραγουδίστρια ξεπέρασε χωρίς ιατρική βοήθεια.
Στα 15 της, έχοντας ανακαλύψει και η ίδια την ιδιαίτερα χαρισματική της φωνή, εγκαταλείπει τον πατέρα της και ξεκινά να τραγουδά στους δρόμους του Παρισιού παρέα με τη Simone Bertaut με την οποία έγιναν φίλες αχώριστες. Γίνεται μητέρα στα 17 της, κάτι όχι και τόσο ασυνήθιστο για την εποχή, με τον πρώτο από τους πολλούς άντρες της ζωής της, Louis Dupont. Αυτή ήταν και η πρώτη εμπειρία που την εξοικείωσε με το θάνατο, καθώς δεν το έβαλε κάτω χάνοντας την κόρη της, Marcel, μόλις στα δύο της χρόνια από μηνιγγίτιδα. Η ρήση λέει πως «ο καλός δεν χάνεται», κάτι που στην περίπτωση της Edith Piaf επιβεβαιώνεται με το πρώτο της συμβόλαιο, με τον Louis Leplee, ιδιοκτήτη του πιο κομψού καμπαρέ στα Ηλύσια Πεδία, ο οποίος της δίνει και το προσωνύμιο Mome Piaf, μικρό σπουργίτι.
«Ο κόσμος λέει πως θα μπορούσα να τραγουδάω τον τηλεφωνικό κατάλογο, και να τον κάνω να ακούγεται όμορφα».
Είναι μεταξύ άλλων λόγια της Edith Piaf για την αποδοχή και την αντιμετώπιση του κόσμου. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η γερμανική κατοχή τη βρίσκει στη γενέτειρά της, να πολεμά τραγουδώντας και να τραγουδά πολεμώντας. Δίνει συναυλίες για αιχμαλώτους πολέμου, εισάγει πλαστές άδειες εργασίας στα κέντρα κράτησης και βοηθά πολλούς Γάλλους φαντάρους και αιχμαλώτους να δραπετεύσουν. Εκείνη την εποχή η έμπνευσή της την οδηγεί στο να γράψει την μεγαλύτερη, κατά τα φαινόμενα, επιτυχία της, La Vie En Rose. «Τόσο ευτυχισμένοι που μας έρχεται να πεθάνουμε» γράφει στον επίλογο του τραγουδιού.
Οι πολλές ανδρικές προσωπικότητες που περνούν από τη ζωή της – ως άλλες πατρικές φιγούρες ίσως, ποιος ξέρει; – δεν αρκούν για να συμπληρώσουν τα κενά της καλλιτέχνιδας, η οποία στρέφεται στο αλκοόλ, αρχικά. Λίγο μετά τον πόλεμο, το 1949 για την ακρίβεια, η Edith Piaf βυθίζεται σε κατάθλιψη, την οποία, όσο και αν πολεμούσε, ποτέ δεν ξεπέρασε πλήρως. Δυο τροχαία ατυχήματα οδηγούν τους γιατρούς στο να της χορηγήσουν για καιρό μορφίνη, στην οποία εθίζεται.
Η κακή κατάσταση της σωματικής, μα κυρίως της ψυχικής, υγείας της επιδεινωνόταν, με την ίδια να κάνει προσπάθειες περισσότερο κάλυψης, παρά ίασης του πόνου. Θεραπείες αποτοξίνωσης πλάι πλάι με έναν οργανισμό ευάλωτο σε κάθε βήμα, και το ψυχικό σθένος της την οδηγεί σε μια ακόμη επιτυχία, με κάποια εξαιρετικά ρεσιτάλ και σπουδαίες ηχογραφήσεις στις ΗΠΑ. Μια δεύτερη περιοδεία πέρα από τον Ατλαντικό δίνει και πάλι φτερά στο… μικρό σπουργίτι, μετά από δύο ακόμη χρόνια άσχημης ψυχολογικής κατάστασης, μα η χαρά της δεν διαρκεί για πολύ, καθώς ένα τρίτο ατύχημα την καταβάλλει και μειώνει στο ελάχιστο τις δυνάμεις της. Θέλει να προσπαθήσει, δεν θέλει να το βάλει κάτω, άλλωστε ποτέ δεν το έκανε, μα η χαριστική βολή δίνεται με τη διάγνωση του καρκίνου. Τρεκλίζοντας και παραπατώντας στη σκηνή, ο επίλογος γράφεται μάλλον άδοξα για τη σπουδαία μουσικό.
Δεν ήθελε να πεθάνει γριά, μα οι εμπειρίες της αρκούν για να συμπληρώσει δυο ζωές. Στον τελευταίο της σύζυγο, τον Έλληνα Θεοφάνη Λαμπουκά, ή Τεό Σαγαπό όπως τον αποκαλούσε, 20 χρόνια μικρότερο της, άφησε χρέη και το βάρος της ιστορίας της. Αυτός ήταν που μετέφερε τη σορό της στη «δική της πόλη», το Παρίσι.
Μουσικές, βιβλία, μαρτυρίες, έως και ταινίες, η ποσότητα και η ποιότητα του υλικού που μπορεί να βρει κανείς για την Edith Piaf είναι τεράστια σε αριθμό, μα αξίζει, όταν ένα όνομα από μόνο του αρκεί, όταν είναι κοινώς αποδεκτό πως για να ταξιδέψεις στο Παρίσι αρκεί να ακούσεις τραγούδια της, γιατί η Edith είναι το Παρίσι. Το κείμενο αυτό δεν είναι αφιερωμένο στις καλλιτεχνικές δράσεις της, μα στη ζωή που περνούσε στο παρασκήνιο, οδηγώντας την λίγο λίγο στο τέλος.
Ξεκινήσαμε να μιλάμε για την, ίσως, κορυφαία τραγουδίστρια και προσωπικότητα που έχει γεννηθεί έως σήμερα στη Γαλλία με μια φράση δική της, από τις πολλές που έχουν μείνει στην ιστορία. Θα κλείσουμε και με μια τέτοια.
«Το να τραγουδάς είναι ένας τρόπος να δραπετεύεις. Είναι ένας άλλος κόσμος. Δεν πατάω πια στη γη».
Εχθές συμπληρώθηκαν 50 χρόνια από το θάνατο της Edith Piaf, μα όπως μ΄ αρέσει να λέω, άνθρωποι σαν αυτή δεν γεννήθηκαν ποτέ για να πεθάνουν, απλά έκαναν ένα πέρασμα από τη Γη μας, για να την κάνουνε πιο όμορφη. Είναι ζωντανοί, όσο μένει ζωντανό και το έργο τους. Για πάντα.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.