Ήταν αγωνίστρια για τα δικαιώματα των εργατών, για εκείνα των γυναικών απέναντι στην αντρική καταπίεση, των Αφροαμερικανών απέναντι στον ρατσισμό, αλλά και υποστηρίκτρια των Εβραίων στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου εξοντώθηκαν πολλά μέλη της οικογένειάς της από τους ναζιστές. Ήταν υπερήφανη, ικανή, οργανωτική, αποφασισμένη να αφήσει τον κόσμο λιγάκι καλύτερο απ’ ό,τι τον βρήκε. Ο λόγος για την αναρχική Ρόουζ Πεσότα, Εβραία μετανάστρια στην Αμερική στις αρχές του 20ού αιώνα.
Το πρώτο της όνομα ήταν Ρακέλ Πισότι. Γεννήθηκε στην Ντεράζνια της Ουκρανίας στις 20 Νοεμβρίου 1896 και από μικρή ηλικία εντάχθηκε στα κινήματα. Η πρώτη της σημαντική κινηματική εμπειρία κατεγράφη με τη συμμετοχή της στις δράσεις της αντι-τσαρικής και επαναστατικής οργάνωσης Narodnaya Volya (Λαϊκή Θέληση), πριν καν γίνει έφηβη.
Σε ηλικία 16 ετών μετανάστευσε στην Αμερική για να γλιτώσει από αναγκαστικό γάμο που κανόνιζαν οι γονείς της και με σκοπό να βρει εκεί τη μεγαλύτερη αδερφή της. Ο πατέρας της δολοφονήθηκε σε φασιστικό προγκρόμ το 1919, που διαπράχθηκε από Ουκρανούς εθνικιστές, όπως μας πληροφορεί η διαδικτυακή βιβλιοθήκη των κινημάτων libcom.org.
Από Πισότι σε Πεσότα
Φτάνοντας στη Νέα Υόρκη το 1913, η Ρακέλ Πισότι μετονομάστηκε σε Ρόουζ Πεσότα εξαιτίας της σύγχυσης που επικρατούσε στα γραφεία μετανάστευσης στο νησί Έλις, που βρίσκεται στ’ ανοιχτά του Μανχάταν και αποτελούσε τον κύριο σταθμό υποδοχής των μεταναστών που έφταναν στην Αμερική.
Η αδερφή της Ρόουζ της βρήκε δουλειά σε ένα εργοστάσιο παραγωγής πουκαμίσων και εντάχθηκε στην τοπική οργάνωση της ILGWU (Διεθνής Ένωση των Εργαζομένων στον Ιματισμό Γυναικών). Η ILGWU ήταν μία από τις πρώτες ενώσεις των ΗΠΑ στις οποίες κυριαρχούσαν ως μέλη γυναίκες και αποτέλεσε σημαντικό πυλώνα του εργατικού κινήματος κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Ιδρύθηκε το 1900 στη Νέα Υόρκη και μέχρι το 1969 αριθμούσε 450.000 μέλη.
Η πρώτη γυναίκα αντιπρόεδρος στο συνδικάτο
Σύντομα η Ρόουζ αναδείχτηκε σε κεντρική οργανώτρια των δράσεων του συνδικάτου. Συμμετείχε σε πολλές απεργίες και ήταν η πρώτη γυναίκα που εκλέχθηκε στο εκτελεστικό συμβούλιο της τοπικής οργάνωσης, εγκαθιδρύοντας ένα από τα πρώτα προγράμματα εκπαίδευσης των εργαζομένων. Στο μεταξύ έμαθε αγγλικά σε εσπερινό σχολείο και σπούδασε Κοινωνικές Επιστήμες στη Σχολή Ραντ, ενώ παρακολούθησε μαθήματα και στο θερινό σχολείο του Ουισκόνσιν, το οποίο ήταν για εργαζόμενους. Το 1926 αποφοίτησε από το Εργατικό Κολέγιο του Μπρόκγουντ, σχολή για κοινωνικούς ακτιβιστές που δεν ανήκαν στην κομμουνιστική Αριστερά.
Το 1933 έγινε γενική οργανώτρια του συνδικάτου και την επόμενη χρονιά εκλέχθηκε αντιπρόεδρος. Ήταν η πρώτη γυναίκα που το κατάφερε. Αποδέχτηκε τη θέση, παρότι είχε την άποψη πως “η φωνή μιας γυναίκας στο Γενικό Εκτελεστικό Συμβούλιο θα ήταν μια φωνή που θα χανόταν στην έρημο”. Η εκτίμησή της αποδείχτηκε σωστή, καθώς δεν επιλέχθηκαν άλλες γυναίκες σε υψηλά πόστα, ακόμη κι όταν το ποσοστό της συμμετοχής τους στο συνδικάτο αυξήθηκε στο 85% μέσα στη δεκαετία του 1940.
Φίλη της Έμμα Γκόλντμαν
Η Πεσότα ήταν αναρχική. Παρακολουθούσε αναρχικές διασκέψεις, έγραφε άρθρα στον Τύπο κι έπαιρνε θέση ενάντια στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον οποίο χαρακτήριζε ιμπεριαλιστικό.
Το 1919 παραλίγο να έχει την τύχη της επίσης αναρχικής και φίλης της Έμμα Γκόλντμαν, η οποία συνελήφθη στις περιβόητες επιδρομές Πάλμερ (γενικός εισαγγελέας των ΗΠΑ από το 1919 έως το 1921) και κρατήθηκε για απέλαση ως “ανατρεπτικός εξωγήινος”. Σε αντίθεση με την Γκόλντμαν κατάφερε ωστόσο να αποκτήσει υπηκοότητα και να παραμείνει στη χώρα. Ο αρραβωνιαστικός δεν τα κατάφερε και απελάθηκε μαζί με την Γκόλντμαν στη Σοβιετική Ένωση. Δεν τον είδε ποτέ ξανά.
Στο πλευρό των Σάκο και Βαντσέτι
Η Πεσότα συνελήφθη πάλι το 1927 σε διαδήλωση ενάντια στην εκτέλεση των αναρχικών Σάκο και Βαντσέτι. Οι δύο αγωνιστές είχαν κατηγορηθεί για τον θάνατο δύο ανδρών σε ένοπλη ληστεία σε εργοστάσιο της Μασαχουσέτης τον Απρίλιο του 1920. Μετά από μια δίκη – παρωδία και ενώ δεν υπήρχαν αποδείξεις για την ενοχή του οι δύο άνδρες καταδικάστηκαν σε θάνατο.
Τα επόμενα έξι χρόνια της ζωής τους τα πέρασαν στη φυλακή, καθώς οι εφέσεις τους απορρίπτονταν η μία μετά την άλλη και ούτε το πρωτοφανές μέγεθος της διεθνούς υποστήριξης στάθηκε αρκετό ν’ αλλάξει τα πράγματα. Έτσι τον Αύγουστο του 1927 οι δύο αγωνιστές εκτελέστηκαν. Αποκαταστάθηκαν πρόσφατα και επισήμως από την πολιτεία της Μασαχουσέτης.
Το πραγματικό «έγκλημα» των Σάκο και Βαντσέτι ήταν ότι πρωτοστατούσαν στις απεργιακές κινητοποιήσεις εκείνης της περιόδου και οργάνωναν τα εργατικά συνδικάτα. Όπως εντοπίζουμε σε σχετικό αφιέρωμα της ιστοσελίδας του «Ημεροδρόμου», τη μεθόδευση είχε αποκαλύψει αργότερα ο διευθυντής της αστυνομίας της Μασαχουσέτης κάπτεν Πρόκτορ, ο οποίος κατέθεσε ως εμπειρογνώμων όπλων στη δίκη. Όπως ομολόγησε: «Συμφωνήσαμε με τον εισαγγελέα να πω ότι οι σφαίρες που βρέθηκαν στον τόπο της ληστείας προέρχονται κατά πάσα πιθανότητα από το πιστόλι του Νικόλα Σάκο (…)».
Γεμάτη ιδέες για εμπνευσμένες κινητοποιήσεις
Η Πεσότα ήταν ικανή να σκαρώσει πολύ εμπνευσμένες κινητοποιήσεις, πρωτοποριακές για την εποχή. Κατά τη διάρκεια μίας απεργίας στο Λος Άντζελες ενάντια σε εργοστασιάρχη αθλητικών ειδών, φόρεσε βραδινά εσώρουχα σε μερικές νεαρές γυναίκες, οι οποίες πραγματοποίησαν πορεία που κατέληξε μπροστά από πολυτελές ξενοδοχείο κρατώντας πλακάτ. Τα ΜΜΕ είχαν ειδοποιηθεί να είναι παρόντα και η δημοσιότητα που έλαβε το γεγονός είχε αποτέλεσμα να υποχωρήσει ο εργοδότης, που δεν ήθελε να θεωρηθεί ότι εκμεταλλεύεται τις “βασίλισσες της ομορφιάς”. Η απεργία κατέληξε σε νίκη για την ILGWU.
Η Πεσότα ήταν τόσο καλή στην οργάνωση, ώστε η ILGWU πρότεινε στην Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας και Βιομηχανικών Οργανισμών να αναλάβει την οργάνωση των δικών της δράσεων. Στα τέλη του 1930 βοήθησε στον αγώνα των εργατών στα λάστιχα αυτοκινήτων κατά τη διάρκεια της απεργίας στην Goodyear στην πόλη Άκρον του Οχάιο και στην κινητοποίηση των εργατών αυτοκινήτων στην General Motors στο Φλιντ του Μίσιγκαν.
Παρά τις γλωσσικές και πολιτισμικές διαφορές, κατόρθωσε επίσης να οργανώσει τους δεσμούς μεταξύ των Μεξικανών εργαζομένων στο Λος Άντζελες, των Γαλλοκαναδών στο Κεμπέκ και εργαζόμενων στο Πουέρτο Ρίκο.
Έχασε την ακοή της από το ξύλο
Τη συνδικαλιστική της δράση την πλήρωσε πολύ, τόσο σωματικά όσο και συναισθηματικά εχθροί του συνδικάτου. Την έδειραν τόσο πολύ ώστε έφτασε να χάσει μόνιμα την ακοή της.
Καθώς ακόμη μετακινούνταν συνεχώς, υπέφερε από μοναξιά και αδυνατούσε να δημιουργήσει μια σταθερή προσωπική ζωή. Τελικά το 1940 παραιτήθηκε από την ηγεσία της ILGWU απογοητευμένη από την ανδρική κυριαρχία στο συνδικάτο κι αφού ο Ντέιβιντ Ντουμπίνσκι, για πολύ καιρό πρόεδρος του συνδικάτου, δεν απάντησε στο ζήτημα που έθετε σταθερά, πως ήταν η μοναδική γυναίκα στο εκτελεστικό συμβούλιο.
Ο Ντέιβιντ Ντουμπίνσκι (1892-1982) υπήρξε σημαντικός συνδικαλιστής, ο οποίος διετέλεσε επί 35 χρόνια πρόεδρος των ILGWU, ενώ πήρε ακόμη μέρος στη δημιουργία της “Ένωσης Βιομηχανικών Οργανώσεων και ήταν από τους ιδρυτές των American Labor Party (AFL) και Liberal Party of New York.
Η δημοσίευση άρθρου για εκείνον στην εφημερίδα “Journal American”, η οποία ανήκε στον μεγαλοεκδότη Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ, ο οποίος συνέδεσε το όνομά του με τον “κίτρινο Τύπο”, έδωσε το έναυσμα στη Ρόουζ Πεσότα να θίξει μια σειρά ζητήματα για τη λειτουργία της ILGWU. Την επιστολή, μέρη της οποίας αναδημοσιεύουμε, έχει δημοσιεύσει στο βιβλίο του “Γυναίκες της Αναρχίας” ο Γιώργος Μπουρλής (εκδόσεις Πανοπτικόν).
“Αδελφέ πρόεδρε, φοβάμαι για την κατάσταση στην οργάνωσή μας και τη σημερινή ηθική αποσύνθεση στις γραμμές μας. Τα τελευταία χρόνια φτάσαμε στην Ένωσή μας στο σημείο να μην μπερδεύουμε τη δουλικότητα με την υπηρεσία, τον κιτρινισμό με τη φήμη και την εξουσία του ενός με την πολιτική ικανότητα, την ιδιοφυή ή διακεκριμένη ηγεσία”.
“Παρότι κι εσείς επισημαίνετε στο εν λόγω κείμενο στην ‘Journal American’ το γεγονός ότι 200.000 γυναίκες μέλη αποτελούν πραγματικά τη ραχοκοκαλιά της οργάνωσής μας, αυτό το γεγονός αντιμετωπίζεται μονίμως με δισταγμό από την ηγεσία μας, αν και χάρη σ’ αυτήν την τρομερή ραχοκοκαλιά η ηγεσία μας βρίσκεται σε θέση ισχύος σήμερα. Είναι αλήθεια πως η ηγεσία του Νιούαρκ, του Κάνσας και του Σαν Φρανσίσκο αποτελείται αποκλειστικά από γυναίκες, αλλά τις αναγνωρίζει κάποιος από τους ανωτέρους τους εκτός από εσάς;
Στον δικό μας Τύπο πρόσεξα το όνομα κάποιου Σιρότα από το Νιούαρκ να αναφέρεται σε διάφορες περιστάσεις στις αναφορές του Γουόντερ, ενώ όπου το όνομα της Σάιντε Ράις (ηγετικό μέλος της ILGWU) έπρεπε να εμφανιστεί δεν το επέτρεπε ο χώρος. Η Τζένη Ματίας αναγνωρίζεται από το εργατικό και εκπαιδευτικό κίνημα, επειδή δικαιωματική είναι ηγέτιδα, ενώ αναρίθμητες άλλες μένουν άσημες για χάρη των ανδρών, τους οποίους βοηθούσαν στα γραφεία. Μόνο λίγες φορές αναφέρονται, μερικές λόγω κάποιων διακεκριμένων επιτευγμάτων, άλλες λόγω προσωπικών διασυνδέσεων με τα ανώτερα στρώματα”.
Δουλειά στη βάση και ενάντια στους ναζί
Αφού παραιτήθηκε από τη θέση της στην ILGWU, επέστρεψε στη δουλειά του απλού μέλους – στρατιώτη ως εργαζόμενη σε κατάστημα. Βοηθούσε με σθένος τους Συμμάχους στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ωστόσο την ίδια ώρα ήταν ενάντια στην υπόσχεση από τους ηγέτες των συνδικάτων να μην κηρύξουν απεργία όσο διαρκεί ο πόλεμος. Η απόφαση έδεσε τα χέρια των εργαζομένων κι έλυσε εκείνα των εργοδοτών, οι οποίοι επωφελήθηκαν από την αύξηση των τιμών και των κερδών.
Η ζωή της Πεσότα πήρε διαφορετική τροπή με την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ξαφνιασμένη από τα νέα της σφαγής της ευρωπαϊκής εβραϊκής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων πολλών συγγενών της, αποφάσισε να ενταχθεί στην ένωση B’nai Brith Anti-Defamation League και ξεκίνησε αγώνα ενάντια στον αντισημιτισμό και τον ρατσισμό. Μετά τον πόλεμο ταξίδεψε στην Πολωνία και επισκέφθηκε το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαϊντάνεκ. Αρχικά ήταν γνωστό ως στρατόπεδο του Λούμπλιν και είχε ιδρυθεί το φθινόπωρο του 1941 για τη φύλαξη αιχμαλώτων πολέμου. Το 1943 μετατράπηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης κι εκεί χιλιάδες Σοβιετικοί στρατιώτες εκτελέστηκαν διά πυροβολισμού ή δολοφονήθηκαν στους θαλάμους αερίων.
Στο στρατόπεδο του Μαϊντάνεκ συναντήθηκε με επιζώντες. Δούλεψε ακούραστα ώστε να τους φυγαδεύσει στις ΗΠΑ.
Η συμβουλή του δασκάλου της που ακολούθησε πιστά
Τα πρώτα χρόνια η στάση της ήταν διαφορετική. Αντιγράφοντας τον Άγγλο πολιτικό Τόμας Πέιν έλεγε ότι “χώρα μου είναι ο κόσμος όλος και το να κάνω καλό είναι η θρησκεία μου”. Επηρεασμένη ωστόσο από το Ολοκαύτωμα, στράφηκε τα επόμενα χρόνια στο Labour Zionist Movement (Εργατικό Σιωνιστικό Κίνημα) και παρέμεινε ταυτισμένη με τις ιδέες του μέχρι το τέλος της ζωής της, το 1965.
Η Πεσότα διακρίθηκε επίσης ως υπερασπίστρια των πολιτικών δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών. Κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής της, παρέμεινε πιστή στο μάθημα που πήρε από έναν δάσκαλο που της έκανε ιδιαίτερα πίσω στην Ουκρανία: “Οι άνθρωποι έρχονται πρώτοι. Οι πράξεις τους είναι που επιφέρουν αλλαγές στην κοινωνία”.
Η Πεσότα είχε και λογοτεχνικά ενδιαφέροντα. Έγραψε ένα μυθιστόρημα για έναν φοιτητή Yeshiva (εβραϊκό εκπαιδευτικό σύστημα που εστιάζει στη μελέτη παραδοσιακών θρησκευτικών κειμένων) που έγινε επαναστάτης. Έγραψε επίσης δύο τόμους με απομνημονεύματα: “Το ψωμί πάνω στα νερά” (1944) και “Ημέρες της ζωής μας” (1958). Τον δεύτερο τόμο τον αφιέρωσε στη μνήμη του εβραϊκού πολιτισμού που καταστράφηκε από τους ναζί.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.