Ο Louis Armstrong πριν καν κλείσει 25 κεράκια είχε προλάβει να βρεθεί από τη Νέα Ορλεάνη στο Σικάγο και τη Νέα Υόρκη, αποκτώντας σιγά σιγά τη φήμη ενός εξαιρετικού ανερχόμενου τζαζίστα, αφήνοντας πίσω του τα δύσκολα παιδικά του χρόνια και τον πρώτο πολυτάραχο γάμο του (διάβασε το πρώτο μέρος του αφιερώματος μας στον Pops εδώ).
Πλέον εμφανιζόταν μαζί με τη δεύτερη σύζυγο του, Lillian Hardin, στο Dreamland Café του Σικάγο και ξεκινούσε μια μακρά περίοδο γεμάτη δημιουργία. Η αρχή έγινε με… δεκάδες ηχογραφήσεις στο πλάι άλλων σπουδαίων τζαζ καλλιτεχνών όπως ο Sidney Bechet και η Bessie Smith, είτε με την τρομπέτα του είτε κάνοντας δεύτερες φωνές. Το 1925 έφερε στον Armstrong την πρώτη του ευκαιρία να γράψει ιστορία με το δικό του όνομα πρώτο στα credits. Οι Louis Armstrong and his Hot Five -και λίγο αργότερα Hot Seven- «υπό την αιγίδα» της OKeh Records ηχογράφησαν περισσότερα από 60 δισκάκια μέσα σε τρία χρόνια (μην ξεχνάς, τότε οι «δίσκοι» ήταν τα σημερινά singles, ένα ή δύο κομμάτια ανά κυκλοφορία).
Στην πλειοψηφία τους εκείνες οι ηχογραφήσεις θεωρούνται σήμερα από τις σημαντικότερες στην ιστορία της μουσικής.
Ήταν η εποχή που ο Satchmo ξεκίνησε να δίνει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό το δικό του χαρακτήρα στη μουσική που δημιουργούσε, με παραδείγματα όπως τα Cornet Chop Suey, Potato Head Blues και την πρώτη του μεγάλη επιτυχία, Heebie Jeebies να φέρνουν στην επιφάνεια τη σουίνγκ στιχουργική και σύνθεση, τολμηρές για την εποχή ρυθμικές επιλογές, απίστευτες υψηλές νότες και την απαρχή του «scat singing».
Παρά τις ηχογραφήσεις με τους Hot Five και Hot Seven, ο Louis Armstrong συνέχιζε να δίνει συναυλίες ως «δεύτερο όνομα», με την ορχήστρα του Erskine Tate στο Vendome Theater, συχνά ως μουσική συνοδεία σε ταινίες βωβού κινηματογράφου. Το 1926 ήταν και η χρονιά της μετάβασης του Armstrong από τη σάλπιγγα -με την έννοια της μικρής τρομπέτας- σε τρομπέτα… κανονικού μεγέθους.
Sunset Café και Savoy Ballroom αποτέλεσαν δυο ακόμα «στέκια» του Armstrong στο δρόμο προς την αναγνώριση σε όλο το Σικάγο και όχι μόνο. Η γνωριμία του με τον Earl “Fatha” Hines, νεαρού και άσημου πιανίστα από το Pittsburg ακόμα τότε, έφερε μια συνεργασία με πολλές προοπτικές. Μαζί ηχογράφησαν μερικά από τα πιο θρυλικά τζαζ κομμάτια, όπως τα ντουέτα τους στα Weather Bird και West End Blues. Ειδικά το τελευταίο έπαιξε σπουδαίο ρόλο στον τρόπο με τον οποίο το κοινό αντιλαμβάνεται την «χορευτική» τζαζ.
Με τη δημιουργικότητα του να κινείται σε άπιαστα επίπεδα, το τέλος των 20s βρήκε τον Armstrong να συμμετέχει στο μιούζικαλ του Broadway, Connie’s Hot Chocolates, μαζί με τους Fats Waller κα Andy Razaf, ενώ ήδη η παρουσία του στο μιούζικαλ Ain’t Misbehavin’ είχε σπάσει τη «λευκή» αλυσίδα που έδενε το θέατρο γενικά. Ταυτόχρονα οι ηχογραφήσεις του με την OKeh διευρύνθηκαν ακόμα περισσότερο, με την ιδιαίτερη φωνή και τη μοναδική ερμηνεία του να δίνουν άλλο νόημα στην… ποπ της εποχής και τραγούδια όπως τα I Can’t Give You Anything But Love, Star Dust και Body and Soul.
Το 1932 έκανε την πρώτη του απόπειρα να συμμετάσχει σε ταινίες, αλλά και να περάσει τον Ατλαντικό για την πρώτη του περιοδεία στην Αγγλία. Οι μουσικοί και το κοινό τον αγάπησαν, όχι όμως και οι κριτικοί.
Δεν έμειναν μάλιστα απλώς σε κακές κριτικές, αλλά πολλές φορές καταφέρθηκαν ρατσιστικά και πολύ σκληρά εναντίον του.
Όχι μόνο δεν τον επηρέασαν οι κριτικές, αλλά την επόμενη χρονιά επέστρεψε ακόμα πιο γνωστός με μια περιοδεία σε όλη την Ευρώπη. Φυσικά, όσο παραμυθένια κι αν φαινόταν πλέον η ζωή του Satchmo, τα προβλήματα δεν έλειπαν.
Το σχεδόν χωρίς διάλειμμα παίξιμο σε υψηλές νότες τόσα χρόνια του άφησε «κουσούρι» στα χείλια που εμφανίστηκε εκείνη την περίοδο. Μετά από πολύ έντονο καυγά με το μάνατζερ του, Johnny Collins, ο οποίος είχε ήδη στρέψει και το αμερικανικό κοινό εναντίον του, έμεινε απομονωμένος στην Ευρώπη κι αποφάσισε να μείνει για λίγο καιρό εκτός, περνώντας το μεγαλύτερο μέρος του 1934 αφοσιωμένος στη θεραπεία των χειλιών του και την ξεκούραση του, τόσο σωματική όσο και πνευματική.
Παρόλο που δεν πρόλαβε να αποκατασταθεί πλήρως, ο Armstrong γύρισε μερικούς μήνες μετά στο Σικάγο. Ήταν όμως σαν να ξεκινούσε από την αρχή. Δεν είχε μπάντα, δεν είχε συμβόλαιο και στο μεσοδιάστημα είχε χωρίσει από τη Lil, η οποία μάλιστα τον κυνηγούσε νομικά. Πλησίασε τον Joe Glaser για βοήθεια, μεγάλος θαυμαστής του από την εποχή που εμφανιζόταν στο Sunset Café που άνηκε στον Glaser και, μεταξύ άλλων, τα πήγαινε καλά με τον «όχλο» του Σικάγο κι είχε στενές σχέσεις ακόμη και με τον Al Capone. Ο Armstrong απόθεσε στα χέρια του Glaser την καριέρα του ζητώντας του να εξαφανίσει τα προβλήματα του, και λίγους μήνες μετά το τεράστιο χαμόγελο του έκανε ξανά την εμφάνιση του, μαζί με μια νέα μεγάλη μπάντα και την Decca Records, το νέο του σπίτι.
Στην περίοδο που ακολούθησε ο Pops κατάφερε να σπάσει πολλά στερεότυπα, καθώς έγινε ο πρώτος Αφροαμερικανός που έγραφε αυτοβιογραφία (το Swing that Music που κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1936 κι αποτέλεσε ορόσημο στη τζαζ λογοτεχνία), ο πρώτος Αφροαμερικανός που είδε το όνομα του στους τίτλους μιας μεγάλης χολιγουντιανής παραγωγής, στην ταινία Pennies from Heaven με τον Bing Crosby, και ο πρώτος Αφροαμερικανός με τη δική του ραδιοφωνική εκπομπή, το 1937, όταν ανέλαβε το Fleischmann’s Yeast Show του Rudy Vallee, του πρώτου «ποπ σταρ», για 12 εβδομάδες.
Με χείλη πλήρης αναρρωμένα πια, ο Armstrong συμμετείχε σε σημαντικές ταινίες μαζί με τη Mae West, τη Martha Raye, τον Dick Powell και άλλους κι ήταν αρκετά δραστήριος στο ραδιόφωνο. Φυσικά δεν έμεινε εκεί. Ηχογράφησε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του, όπως τα Swing that Music, Jubilee και Struttin’ with Some Barbecue σπάζοντας πολυάριθμα ρεκόρ στα box office την εποχή της περίφημης Swing Era.
Στο μεταξύ, το 1938 κατάφερε να χωρίσει από τη Lil Hardin και παντρεύτηκε την Alpha Smith, με την οποία είχε σχέση για μια δεκαετία. Φυσικά, όπως και οι προηγούμενοι δύο γάμοι του, και αυτός ήταν πλημμυρισμένος από προβλήματα κι άντεξε μόλις τέσσερα χρόνια.
Το 1942 ο Pops βρήκε το… δάσκαλο του, την τότε χορεύτρια στο Cotton Club Lucille Wilson, την οποία παντρεύτηκε στον τέταρτο και τελευταίο γάμο του. Αυτή ήταν που τον έπεισε να σταματήσει να γυρνά συνέχεια και μαζί αγόρασαν το 1943 το σπίτι στο οποίο θα έμεναν για όλη την υπόλοιπη ζωή τους, στο Κουίνς της Νέας Υόρκης.
*Αυτό ήταν το δεύτερο μέρος του αφιερώματος του 3pointmagazine.gr για τον μεγάλο θρύλο της τζαζ. Θα ακολουθήσει και ένα τρίτο.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.