Το πλήθος και η ποιότητα των σχημάτων στα οποία έχει συμμετάσχει και των συνεργασιών που έχει κάνει η Σοφία Σαρρή (Σανάδες, Night On Earth, LYD Quartet, Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Νίκος Πορτοκάλογλου κ.ά.) μιλούν από μόνα τους για την αξιοσημείωτη ικανότητά της ως μουσικού. Μέσα στο Γενάρη του 2017, κυκλοφόρησε ο πρώτος σόλο δίσκος της, με τίτλο Euphoria (Inner Ear): ένα άλμπουμ που συνδυάζει στοιχεία από ηλεκτρονική και πειραματική μουσική μέχρι παραδοσιακούς ήχους, κι όλα αυτά με απρόβλεπτες μελωδικές γραμμές, ασυνήθιστες ενορχηστρώσεις και πολύ ενδιαφέροντες στίχους.
Ας αρχίσουμε από κάποια βασικά: από πότε θυμάσαι τον εαυτό σου να τραγουδά; Ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι ή άλμπουμ που άκουσες και σε έκανε να θες να ασχοληθείς με τη μουσική;
Σίγουρα δεν ήμουν το παιδάκι που κρατάει την βούρτσα για μικρόφωνο και τραγουδάει. Κυρίως οι δικοί μου με είχαν ωθήσει προς το χορό και τον αθλητισμό γενικά, οπότε με θυμάμαι πιο έντονα να φοράω ροζ τούλια και να χορεύω. «Xορεύω» έστω. Άκουγα πολύ ραδιόφωνο μικρή και οι αγαπημένοι μου δίσκοι ήταν η Λιλιπούπολη και η Ζιζέλ.
Κάπου στην τρίτη δημοτικού μου χάρισαν μια κασσέτα με το Chaos A.D των Sepultura (ευχαριστώ, Κική!). Ήταν μια βίαιη μετάβαση από το ροζ τούλι στον Max Cavalera η αλήθεια είναι, αλλά από κει και πέρα αποφάσισα να κάνω στροφη προς το «ροκ». Πολύ αργότερα δοκίμασα να ασχοληθώ με τη μουσική, παίζοντας σε μπάντες κλπ. Υπήρξα φανατικός ακροατής, κλεισμένη για ώρες στο δωμάτιό μου κάνοντας air drumming και τραγουδώντας ό,τι καταλάβαινα από τους στίχους, με αποτελέσματα αμφιβόλου ποιότητος. Π.χ. οι Nirvana, οι Pearl Jam και οι Tool με συνόδευαν καθημερινά μεταξυ 8 και 15 χρονών.
Το να γράφεις δικά σου κομμάτια ήταν κάτι που το ήθελες εξαρχής ή προέκυψε στην πορεία;
Άρχισα να γράφω στίχους σε πρώτη φάση και τους συνόδευα με δικές μου μελωδίες , τις οποίες ηχογραφούσα σε ένα αρχαίο δημοσιογραφικό κασσετοφωνάκι. Αργότερα, κάπου στα 15 μου, όταν άρχισα να τραγουδάω σε μια μπάντα δειλά-δειλά ξεκίνησα να συμμετέχω και στο δημιουργικό κομμάτι. Από κει και πέρα πάντα έγραφα τραγούδια ή συμμετείχα στη διαδικασία της σύνθεσης παρέα με τις μπάντες που κατά καιρούς έπαιζα. Νομίζω εξ αρχής με ενδιέφερε περισσότερο το όλο δημιουργικό κομμάτι της μουσικής διαδικασίας και το θεωρούσα αναπόσπαστο μέρος του performing.
Πόσο καιρό κράτησε η διαδικασία της σύνθεσης και της ηχογράφησης των κομματιών που απαρτίζουν το Euphoria;
Τα κομμάτια γράφτηκαν σε διαφορετικές περιόδους, τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής μου. Η διαδικασία της ενορχήστρωσης, της ηχογράφησης και της παραγωγής πήρε περίπου… τέσσερα χρονάκια. Δούλεψα συλλογικά με τους μουσικούς που συμμετέχουν στο δίσκο, δηλαδή τους: Κώστα Στεργίου (πλήκτρα, ηλεκτρονικά, επικεφαλής στις ενορχηστρώσεις και παραγωγή), Πέτρο Λαμπρίδη (κόντρα και ηλεκτρικό μπάσο), Μιχάλη Βρέττα (βιολί), Γιώργο Κοντογιάννη (κρητική λύρα), Βαγγέλη Παρασκευαΐδη (κρουστά, βιμπράφωνο) και Παναγιώτη Χούντα (ηχοληψία και παραγωγή).
Κυρίως μας πήρε τόσο καιρό γιατί η δουλειά έπρεπε να γίνει στον ελεύθερο χρόνο όλων αυτών των πολυάσχολων ανθρώπων και η όλη ενορχήστρωση σε σχέση με τα κομμάτια, πέρασε από αρκετές ζυμώσεις μέχρι να καταλήξουμε στο τελικό αποτέλεσμα.
Το οπτικό/εικαστικό κομμάτι του άλμπουμ σου, όπως και οι φωτογραφίες σου στη σελίδα σου στο Facebook, είναι ιδιαίτερα φροντισμένα. Είναι κάτι που θεωρείς σημαντικό; Πόσο συνεισφέρεις εσύ η ίδια με ιδέες σε αυτό το κομμάτι; Ασχολείσαι με το σχέδιο, τη φωτογραφία ή το βίντεο;
Το σύνολο της μουσικής και της εικαστικής παρουσίασης ενός δίσκου έχω την ανάγκη να γίνεται ολοκληρωμένα και μαζί να συναποτελούν το μικρόκοσμο που θέλω να εντάξω τον ακροατή. Στο “Euphoria” δούλεψα με τους kanenas design (Αίας Κόκκαλης, Δημοσθένης Κούρος), δυο εικαστικούς καλλιτέχνες και designers, μεταξύ άλλων, με βάση τα Χανιά της Κρήτης, από όπου κατάγομαι. Είμαι εξαιρετικά εκλεκτική και επιλεκτική όταν έρθει η ώρα να διαλέξω συνεργάτες, επειδή θέλω πάντα να δουλεύω συλλογικά και να αισθάνομαι εμπιστοσύνη και σύμπνοια.
Με τους kanenas design όλα λειτούργησαν ιδανικά καθώς μπήκαν αβίαστα μέσα στις φαντασιώσεις μου και τις ιστορίες των τραγουδιών και τις αποτύπωσαν πάνω στο χαρτί με ένα μοναδικό τρόπο. Αυτή τη στιγμή είναι και υποψήφιοι για τα CSS Design Awards για τη δουλειά τους στο “Euphoria”. Φροντίζω για όλα τα στάδια του visual μέρους όσο και του μουσικού με την πολύτιμη βοήθεια των ανθρώπων που επιλέγω αλλά πάντα έχω μια ολοκληρωμένη άποψη για το πώς θέλω να γίνουν τα πράγματα. Δεν έχω ασχοληθεί με βίντεο ή φωτογραφία κλπ αλλά έχω πολύ γαμάτους φίλους καλλιτέχνες. Είμαι τυχερή.
Κάποιοι αγαπημένοι σου ζωγράφοι/σχεδιαστές/κινηματογραφιστές;
Από τις αγαπημένες μου εικαστικά ταινίες είναι “Η εκδίκηση μιας κυρίας” του Τσαν-Γουκ Παρκ. Αλλά μου αρέσουν πολύ και οι κόσμοι που φτιάχνει ο Tim Burton ή ο David Lynch… επίσης thumbs up στους αγαπημένους εγχώριους fashion designers Akira Mushi και στους We are still bold and beautiful (BB).
Προφανώς και η διαδικασία μιας D.I.Y. ηχογράφησης έχει αρκετά αρνητικά στοιχεία (απαιτεί από τον καλλιτέχνη περισσότερο χρόνο και χρήμα, είναι πιθανώς πιο ψυχοφθόρα). Θεωρείς, ωστόσο πως υπάρχουν και θετικά στοιχεία (π.χ. το να έχεις τον πλήρη έλεγχο της δουλειάς σου και της ίδιας της δημιουργικής διαδικασίας);
Είμαι ένα απαιτητικό αλλά διακριτικό control freak όταν δουλεύω. Δεν θα μπορούσα με τίποτα να γράψω έναν δίσκο χωρίς να έχω τον πλήρη έλεγχο της διαδικασίας και τον τελευταίο λόγο σε όλα τα στάδια της παραγωγής. Μακάρι να είχαμε σπόνσορες βέβαια, θα γλίτωνα πολύ πίεση, χρόνο και φυσικά χρήμα για το οποίο πρέπει να εργάζομαι όπως όλος ο κόσμος .
Ή έναν πλούσιο γαμπρό ή κάτι τέτοιο. Κάποιον να μου δίνει λεφτά να κάνω τέχνη ανενόχλητη… Άλλα οκ πέρα από την πλάκα, τα προτιμώ έτσι τα πράγματα και ας είναι πιο δύσκολα. Νιώθω πιο ικανοποιημένη από το αποτέλεσμα. Φτάνεις κουρασμένος και καταϊδρωμένος στο finish line και λες, οκ τα καταφέραμε μια χαρά.
Σε συνέχεια της προηγούμενης ερώτησης: είχα δει πριν από λίγο καιρό ένα σκίτσο της Αλεξίας Οθωναίου (αν δεν κάνω λάθος) που έδειχνε πως το ποσοστό του χρόνου που αφιερώνει στην ίδια τη δημιουργία είναι πολύ μικρότερο από αυτό που αφιερώνει στην προώθηση της δουλειάς της και στη συνεννόηση με εκδότες κτλ. Θεωρείς πως ισχύει κάτι τέτοιο και στην περίπτωση των μουσικών; Στη δική σου περίπτωση, συγκεκριμένα;
Ευτυχώς όχι. Μετά από αρκετά χρόνια στο χώρο και κάμποσους δίσκους και συνεργασίες έχω καταλήξει στον υγιή καταμερισμό της εργασίας ώστε να δίνω στον εαυτό μου την ευκαιρία να ασχολούμαι μόνο με αυτά που ξέρω όντως να κάνω και όχι με αυτά που είμαι τελείως χάπατο όπως π.χ. το promotion. Αυτό το κατάφερα πολύ πρόσφατα και μετά από χρόνια και χρόνο σπατάλης στο κομμάτι αυτό που αναπόφευκτα πρέπει να εμπλακείς ο ίδιος, εάν θέλεις να έρθει και κανένας να σε ακούσει στη συναυλία που ετοιμάζεις πυρετωδώς, κάνοντας πρόβες, μελετώντας κ.λ.π.
Νομίζω στην Ελλάδα υπάρχει ένα μεγάλο κενό στο κομμάτι του booking, του management των καλλιτεχνών και των παραγωγών με την ολοκληρωμένη καλλιτεχνική έννοια, ενώ παράλληλα υπάρχει μεγάλη ποσότητα ταλέντου και μουσικής δημιουργίας που μένει κρυμμένη στην αφάνεια.
Γενικά, πόσο εύκολο ή δύσκολο θεωρείς πως είναι να γνωστοποιήσει ένας μουσικός τη δουλειά του μέσω internet; Βρίσκεις να ισχύουν τα (θετικά ή αρνητικά) κλισέ που ακούγονται και γράφονται κατά καιρούς;
Το καλό με το internet είναι ότι όλοι έχουμε πρόσβαση σε πολλά κιλά μουσικής πληροφορίας, γνώσης και ακροατών. Το κακό με το internet είναι ότι όλος αυτός ο όγκος των παραπάνω είναι τεράστιος και δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις και γενικά δεν ξέρεις από πού να αρχίσεις.
Το παρατηρώ συχνά στους μαθητές μου που ακούνε πολλά και διαφορετικά είδη μουσικής στα οποία έχουν πρόσβαση πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι είχαμε πριν 15 χρόνια αλλά δεν ακούν ολόκληρα άλμπουμ και δεν εμβαθύνουν στους καλλιτέχνες που τους ενδιαφέρουν. Το internet είναι ένα μέσο και όπως κάθε μέσο έχει μεγάλη σημασία τι χρήση θα του κάνεις.
Το στοιχείο της παραδοσιακής μουσικής είναι αρκετά έντονο στο δίσκο. Παλιότερα είχες συμμετάσχει στις Σανάδες, ενώ έχεις συνεργαστεί με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου (που τραγουδά μεν κυρίως δικές του συνθέσεις, αλλά «πατώντας» πάνω σε παραδοσιακά στοιχεία). Πώς ξεκίνησε το ενδιαφέρον σου για την παραδοσιακή μουσική; Πώς βλέπεις την επιτυχία που γνωρίζουν σχήματα όπως οι V.I.C.;
Άρχισα να ακούω παραδοσιακή μουσική κυρίως λόγω φωνητικού ενδιαφέροντος και των διαφορετικών ποιοτήτων της φωνής που συναντάς ανάλογα με το μέρος του κόσμου που προέρχονται. Το βουλγάρικο και το ηπειρώτικο πολυφωνικό τραγούδι μου κέντρισε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον και παρακολούθησα αρκετά σεμινάρια αναλόγου ύφους στο μουσικό εργαστήρι Λαβύρινθος, του Ross Daly, στην Κρήτη όπου γνωριστήκαμε και με τις Σανάδες μεταξύ άλλων.
Θυμάμαι να ακούω το project «Έλληνες και Ινδοί», κάτι διαλυμένες κασσέτες της Oum Kalsoum, την οποία θεωρώ ίσως την σπουδαιότερη φωνή που έχω ακούσει, και κάτι συλλογές με ιμάμηδες να τραγουδάνε αποσπάσματα από το Κοράνι και να σπάω το κεφάλι μου να προσπαθώ να κατανοήσω και να μελετήσω έστω ό,τι μπορούσα. Είναι μια ολόκληρη άβυσσος αυτό το αρχέγονο κομμάτι της μουσικής και πάντα με εκπλήσσει. Όσο για τους V.I.C, τους θεωρώ εξαιρετικούς και χαίρομαι ιδιαιτέρως που μπάντες σαν και αυτές γνωρίζουν επιτυχία.
Ένα από τα πράγματα που είναι πολύ ενδιαφέροντα και στο Euphoria και στην έως τώρα δουλειά σου γενικά είναι πως δεν μένεις σε ένα είδος, αλλά ασχολείσαι με πολλά διαφορετικά. Αυτό είναι μια συνειδητή επιλογή ή κάτι που προέκυψε εκ των πραγμάτων;
Γράφω τα κομμάτια μου πολύ απλά στο πιάνο άλλα μου είναι πολύ ξεκάθαρο εξ αρχής πώς θέλω να ακούγονται και ενορχηστρωτικά συνήθως. Τα ακούσματά μου υποθέτω είναι αρκετά διαφορετικά οπότε ήταν λογικό να μου προκύψει και φυσικά κάτι τέτοιο.
Γενικά δεν σκέφτομαι ποτέ σύμφωνα με «είδη» μουσικής. Προτιμώ να με οδηγούν οι στίχοι, μελωδίες και οι μουσικοί που θα ήθελα να παίξουν στα κομμάτια για το τι μέλλει γενέσθαι και γενικά για το πώς θα ακούγεται το όλο πράγμα.
Παράλληλα με τη δουλειά σου ως σόλο καλλιτέχνης, συμμετέχεις στους LYD Quartet, για τους οποίους έχεις πει σε παλιότερη συνέντευξη τη χαρακτηριστική φράση πως συναντιέστε μόνο στο soundcheck. Για κάποιον που δεν είναι εξοικειωμένος με μια τέτοια συνθήκη live αυτοσχεδιασμού, ποια θα μπορούσες να πεις πως είναι η διαδικασία, το έναυσμα κάθε συναυλίας σας; Ποια είναι τα υπέρ και τα κατά μιας αυτοσχεδιαστικής μουσικής πράξης σε σχέση με κάτι πιο δομημένο και οικείο;
Στα τελευταία live των Lyd λίγο πριν ανεβούμε στη σκηνή διαλέγουμε μια λέξη ως «σκηνοθετική οδηγία», όπως π.χ. τη λέξη «παγίδα» ή «πατάτες τηγανητές». Μετά κοιταζόμαστε, κάνουμε όλοι ένα νεύμα ότι είμαστε έτοιμοι και αρχίζουμε να παίζουμε. Απλά τα πράγματα.
Όλα μου φαίνονται πολύ ενδιαφέροντα, τόσο η σύνθεση όσο και ο αυτοσχεδιασμός ή και η σύνθεση που προκύπτει από τον αυτοσχεδιασμό. Στα δομημένα και οικεία συχνά βαριέμαι πολύ εύκολα και ο αυτοσχεδιασμός μπορεί εύκολα να καταλήξει σε τραγωδία. Νομίζω έχει σημασία ποιο είναι το όχημα και ο τιμονιέρης κάθε φορά, δεν υπάρχει κάποια συνταγή επιτυχίας.
Στο δίσκο υπάρχει και το τραγούδι «Ο Λύκος», σε στίχους του ποιητή Χρήστου Ζάχου. Πώς προέκυψε η συνεργασία σου μαζί του; Ποια είναι η σχέση σου με τη λογοτεχνία γενικά;
Ο Χρήστος Ζάχος είναι ένας εξαίρετος μουσικός που γράφει και ποιήματα. Έπεσε στα χέρια μου μια αυτοσχέδια D.I.Y ποιητική συλλογή του και ξεχώρισα το συγκεκριμένο ποίημα. Μου άρεσε αυτή η σουρρεαλιστική, ονειρική, σκοτεινή ατμόσφαιρα και είναι στοιχεία που επιζητώ να υπάρχουν και στη μουσική μου.
Κατά καιρούς διαβάζω μανιωδώς και μετά πάλι μπορεί να μην αγγίξω βιβλίο για μήνες. Μερικά από τα αγαπημένα μου βιβλία είναι τα “Jitterbug Perfume“ του Tom Robbins, η τριλογία “Dark Materials” του Philip Pullman και φυσικά όλα μα όλα τα Harry Potter.
Ποια είναι τα τελευταία άλμπουμ που αγόρασες/κατέβασες και σε ενθουσίασαν;
Ο καινούριος δίσκος “seriality” των Θεσσαλονικιών Underwater Chess είναι ένα πραγματικό masterpiece που άκουσα πρόσφατα και επίσης το τελευταίο Meshuggah, “The violent sleep of reason”, και το “Timeless” του James Blake μου άρεσαν πολύ.
Για το τέλος, η Σοφία συμπληρώνει:
«Ευχαριστώ πολύ! Σας περιμένουμε και από κοντά στην παρουσίαση του “Euphoria” στο six d.o.g.s την Παρασκευή 3/2».
*Που θα βρείτε τη Σοφία Σαρρή:
http://sofiasarri.com/el/gr/
https://www.facebook.com/sofiasarrikira/
https://sofiasarri-innerear.bandcamp.com/releases
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.