Ο “Νεολαίος”
Μετά αυτές οι χοντρές κυρίες μας είπαν να σηκωθούμε και να χαιρετήσουμε και εμείς έτσι. Αλλά εγώ βαριόμουν και δε σηκώθηκα, και ας με αγριοκοίταζε η μαμά μου. Ήξερα ότι δεν μπορούσε να με πετύχει από τόσο μακριά με το παπούτσι. Μετά, όμως, σηκώθηκα και έκανα και εγώ το χέρι μου σαν κρεμάστρα.