Fotos: Πένυ Δεμερτζή
Oι Σούπερ Στέρεο, τέσσερα χρόνια μετά την κυκλοφορία του δεύτερου δίσκου τους “Το Τέρας”, επιστρέφουν με το τρίτο άλμπουμ τους, «3», το οποίο πρόσφατα κυκλοφόρησε από την Polytropon και αποτυπώνει την πιο ολοκληρωμένη καλλιτεχνικά περίοδο της μπάντας.
Ο Θανάσης Τζίνγκοβιτς, ο frontman του group, μίλησε στο 3pointmagazine για τον ίδιο και τους Σούπερ Στέρεο εν όψει της live εμφάνισής τους στο SIX D.O.G.S, στις 8 Φεβρουαρίου 2019.
Θανάση, πού γεννήθηκες και μεγάλωσες;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Θεσσαλονίκη. Πιο συγκεκριμένα, σχεδόν όλα μου τα παιδικά χρόνια και την εφηβεία έζησα στην Νεάπολη. Συνεπώς θεωρώ τον εαυτό μου Νεαπολίτη.
Η πρώτη σου επαφή με τη μουσική ήταν σε ηλικία…
Κάπου στο 1981, όταν χοροπηδούσαμε με τον αδερφό μου πάνω στους καναπέδες χορεύοντας το Get That Beat από Sharp Ties γρατζουνώντας μια κιθάρα που είχε ξεμείνει στο σπίτι. Θυμάμαι τη γιαγιά μου να μου λέει,”τι θα γίνεις εσύ βρε, γιεγιές;;;” Μήπως έγινα τελικά;
Τα πρώτα σου ακούσματα ποια ήταν;
Τα πρώτα μου ακούσματα ήταν, όπως για πολλούς άλλωστε, τα βινύλια που είχαν οι γονείς μου στο σπίτι. Αυτά συμπεριλάμβαναν ξένη μουσική των 60s και 70s όπως Elvis, Βob Dylan,Dire Straits και από ελληνικά, Σαββόπουλο, Σπανό, Θεοδωράκη, Βαγγέλη Γερμανό και πολλά άλλα. Επίσης θυμάμαι το ραδιοκασετόφωνο στη βιοτεχνία των γονιών μου να παίζει πολύ συχνά Χάρρυ Κλυν ή ακόμα και μουσική από ταινίες Bollywood.
Οι πρώτες δικές μου κασέτες όμως ήταν Beatles και κλασσικά rock ᾽n᾽ roll 50s και 60s. Μετά πέρασα στα 70s rock, τους Zeppelin, τους Queen, στο Lou Reed, στους Television. Ύστερα ανακάλυψα τον Βeck και τα 90ς, στα οποία ούτως η άλλως ήταν τα νεανικά μου χρόνια και η εφηβεία. Μπάντες όπως οι Pavement, οι Blur, οι dEUs και οι Supergrass είναι οι αγαπημένες μου. Παράλληλα με τα αγγλόφωνα βέβαια άκουγα και τα χρονολογικά αντίστοιχα ελληνόφωνα στο γενικότερο πλαίσιο της ροκ και όχι μόνο. Ενδεικτικά θα σου πω ότι από ελληνικά έχω ακούσει πολύ Γιώργο Ρωμανό, Πουλικάκο με Εξαδάκτυλο, Βαγγέλη Γερμανό, Τρύπες, Xaxakes, Κηλαηδόνη και φυσικά Παύλο Σιδηρόπουλο, τον οποίο αγαπώ πολύ.
Υπήρξες ποτέ φανατικός ακροατής ραδιοφωνικών εκπομπών;
Ναι υπήρξα. Στα πρώτα χρόνια που άρχισα ν’ ακούω μουσική, άκουγα κάθε μέρα ραδιόφωνο καθ’ ότι ήταν ο μόνος τρόπος να ηχογραφήσω τα τραγούδια που μου άρεσαν. Έπαιρνα μάλιστα τηλέφωνο για να τα ζητήσω και περίμενα την στιγμή που θα παίξουν για να πατήσω το rec. Άκουγα συγκεκριμένες εκπομπές με ξένη μουσική που είχα ανακαλύψει. Θυμάμαι μια εκπομπή σ’ ένα ραδιόφωνο που λέγονταν Ράδιο Σαφάρι, έπαιζε αποκλειστικά 60s rock n’ roll, δεν την έχανα, μιλάμε!
Ραδιόφωνο επίσης άκουγα πολύ και στη βιοτεχνία των γονιών μου, όπου δούλευα για το χαρτζιλίκι, αλλά και μετά, όταν στα δεκαεννιά μου πήγα φαντάρος. Εκεί ανακάλυψα το ραδιοφωνικό θέατρο, το οποίο λατρεύω και ακούω ακόμα και σήμερα μέσω YouTube. Σε γενικές γραμμές άκουγα πολύ ραδιόφωνο μέχρι το 2000 περίπου.
Ανήκεις στην κατηγορία ανθρώπων που μεγάλωσε κυρίως με βινύλια ή με cds;
Ξέχασες τις κασέτες! Είμαι νομίζω στην κατηγορία ανθρώπων που έχουν περάσει και από τα τρία, βινύλια ήταν οι πρώτοι δίσκοι που αγόρασα. Θυμάμαι να προσπαθώ να βγάλω ένα κομμάτι στην κιθάρα μετακινώντας την βελόνα μπρος-πίσω στο πικάπ. Παράλληλα έγραφα κασέτες, ή αγόραζα από τα πανεπιστήμια αντεγραμμένες. Και μετά ήρθε το cd….
Πότε ξεκίνησες να παίζεις ως μουσικός σε κάποιο σχήμα, ερασιτεχνικά και επαγγελματικά;
Περίπου δεκαπέντε χρονών ξεκίνησα να παίζω κιθάρα. Σε λιγότερο από ένα χρόνο κάναμε το πρώτο σχήμα με φίλους και συμμαθητές και παίζαμε σε δημοτικά αναψυκτήρια και στις εκδηλώσεις των σχολείων μας. Διασκευές, κυρίως 60s.
Σύντομα προέκυψαν και αλλά τέτοια σχηματάκια εκτός σχολείου και κάναμε σποραδικά live που βγάζαμε λίγα χρήματα. Μετά αρχίσαμε να παίζουμε σε φοιτητικές μπουάτ, που ήταν την μόδας τότε, για να βγάζουμε πότε πότε ένα μεροκάματο, και πάει λέγοντας. Παράλληλα βέβαια έκανα και διάφορες προσωρινές δουλειές, εκτός μουσικής.
Όλο αυτό το διάστημα έγραφες δικούς σου στίχους ή μουσική;
Η αλήθεια είναι, ότι με το που έπιασα την κιθάρα και έμαθα τα βασικά, άρχισα και να γράφω δικά μου τραγούδια. Εξάλλου στιχάκια έγραφα και πριν ξεκινήσω να παίζω, οπότε ήταν μια λογική συνέχεια. Επειδή μάλιστα μου άρεσε να ηχογραφώ από τότε, έχω ένα μεγάλο αρχείο με κασέτες από εκείνη την εποχή. Άπειρες ηχογραφήσεις σε σπίτια, πάρκα, σχολεία, αναψυκτήρια, μικρά μπαρ και στρατόπεδα.
Προσωπικά σε γνώρισα μέσα από τους B-Movies, την μπάντα του Παύλου Παυλίδη. Πώς προέκυψε η συνεργασία;
Προέκυψε μέσω του Σπύρου Χατζηκωνσταντίνου και του Ορέστη Μπενέκα. Με τον Ορέστη εξάλλου παίζαμε ήδη μαζί στους Σούπερ Στέρεο και είχαμε βγάλει τον πρώτο μας δίσκο. Με τον δε Σπύρο γνωριζόμασταν από τότε που παίζαμε με τον Γιώργο Δημητριάδη. Έτσι όταν κάποια στιγμή έπρεπε να φύγει ο Σπύρος με πρότεινε για αντικαταστάτη του. Γνωριστήκαμε λοιπόν με τον Παύλο και από την πρώτη στιγμή φάνηκε πως υπήρχε μια σύμπνοια, η οποία εξελίχθηκε σε φιλία. Σε ελάχιστο χρόνο βρέθηκα να παίζω με τους Β-Μovies. Και μετά live, ταξίδια, στούντιο… Περάσαμε πολύ όμορφες στιγμές με αυτή την μπάντα και με συνδέει βαθιά φιλία με όλους. Οι B-Μovies, μπορώ να πω, έχουν μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου.
Μέχρι την δημιουργία της μπάντας σου με τ’ όνομα Σούπερ Στέρεο είχες υπάρξει ξανά ως frontman – τραγουδιστής;
Ναι, αλλά όχι με δικό μου υλικό, κυρίως με διασκευομπάντες που παίζαμε μικροί. Τραγουδούσα κλασσικά rock ‘n’ roll και έπειτα κομμάτια από Πουλικάκο, Σπαθιά και Παύλο Σιδηρόπουλο. Όλα αυτά βέβαια μικρός, μέχρι τα δεκαεννιά-είκοσι. Κατά κύριο λόγο έχω παίξει σαν κιθαρίστας παρά σαν τραγουδιστής.
Το να τραγουδάς, ενώ παίζεις κιθάρα, είναι τελικά μεγαλύτερή σου επιθυμία από το παίζεις μόνο κιθάρα στη μπάντα κάποιου άλλου τραγουδιστή – τραγουδοποιού;
Η αλήθεια είναι πως πολλοί αγαπημένοι μου καλλιτέχνες είναι κιθαρίστες-τραγουδιστές… π.χ. Jimmy Hendrix, Tom Verlaine, Stephen Malkmus…
Αγαπώ πολύ το να παίζω κιθάρα, αλλά θεωρώ πως δεν είμαι κιθαρίστας με την έννοια του ανθρώπου που έχει βάλει στόχο αυτό και μόνο. Μου αρέσει να ασχολούμαι με την μουσική με διάφορους τρόπους, όπως με την παραγωγή και την ενορχήστρωση. Ο κάθε τρόπος μου προσφέρει μια διαφορετική ευχαρίστηση.
Το να γράφω στίχους λειτουργεί ψυχαναλυτικά για μένα και μου επιτρέπει να είμαι άμεσος και σαφής. Συνεπώς αποτελεί μια πρόκληση. Πόσο περισσότερο να τους τραγουδάω και παράλληλα να παίζω και κιθάρα. Δεν έχω όμως την άνεση ενός τραγουδιστή και συνεπώς αισθάνομαι πολύ πιο ασφαλής μόνο με την κιθάρα, η οποία μου δίνει μια άνεση και μια χαλαρότητα και με αφήνει να χαρώ το αυτοσχεδιαστικό κομμάτι της μουσικής.
Το καθένα λοιπόν με γεμίζει για άλλο λόγο. Πότε πέφτω με τα μούτρα στο ένα και πότε στο άλλο. Είναι ωραία ν’ ανοίγεις χαραμάδες στο μυαλό σου από πολλές διαφορετικές πλευρές…
Πόσο εύκολο ή όχι θεωρείς ότι είναι να δημιουργήσει κάποιος ένα καλό τραγούδι;
Τι σημαίνει καλό τραγούδι; Καλό για ποιον; Αυτόν που το γράφει, αυτόν που το ακούει, αυτόν που το εμπορεύεται ή τους κριτές σ’ ένα διαγωνισμό ταλέντων;
Για εμένα καλό τραγούδι είναι αυτό, που, όταν το γράφω, με λυτρώνει από αυτό που με απασχολεί τη δεδομένη στιγμή. Αυτό που τα λόγια δεν είναι εκεί για να συμπληρώσουν απλά μια ομοιοκαταληξία. Αυτό που η μουσική δεν είναι άσκηση η ακροβατικά χωρίς λόγο. Αυτό που όλα του τα στοιχεία έχουν λόγο ύπαρξης.
Από εκεί και πέρα όταν ένα τραγούδι φεύγει από αυτόν που το γράφει, ο καθένας το αξιολογεί με το δικό του κριτήριο. Πόσο τον συγκινεί, αυτό που λένε οι στίχοι, η μουσική, η γενικότερη αισθητική με την οποία προσεγγίζει κάποιος ένα θέμα. Πολύ βασικό για μένα είναι να με πείθει ο τραγουδιστής ότι πιστεύει αυτό που λέει.
Προσωπικά από τα τραγούδια που εγώ έχω γράψει, αυτά που αγαπώ περισσότερο είναι συνήθως αυτά που μου έχουν βγει και γρήγορα και εύκολα. Με τη μια που λένε. Όταν πιάνω τον εαυτό μου να ζορίζεται να τελειώσει ένα τραγούδι που άρχισε, λέω «παράτα το Θανασάκη» …με το ζόρι όλα δύσκολα είναι…
Ποια η ομορφιά του επαγγέλματος ενός μουσικού; Πες μου εσύ, πώς το βιώνεις μέχρι σήμερα;
Η μη σταθερότητα. Αυτή είναι η ομορφιά που σε κάνει να μην βαριέσαι και να μη ρουτινιάζεις. Επίσης όταν παίζω μουσική δεν αισθάνομαι ακριβώς ότι δουλεύω. Ίσως θα έχεις προσέξει ότι, όταν ρωτάς ένα μουσικό, τι έκανε π.χ. χθες, δεν σου λέει «ήμουν στην δουλειά», σου λέει «έπαιζα». Έτσι αισθάνομαι και ‘γω, ότι παίζω… Παίζω με τα πεταλάκια και την κιθάρα μου, όπως κάποτε έπαιζα με τα αυτοκινητάκια μου…
Έχω κάνει πολλές άλλες δουλειές εκτός από το να παίζω και πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να καταφέρω να βιοπορίζομαι μόνο από αυτό. Συνεπώς έχω μέτρο σύγκρισης και αντιλαμβάνομαι ποσό «τυχερός» είμαι, που συμβαίνει αυτό. Αισθάνομαι όμως και τυχερός, που δεν έχω δουλέψει μόνο ως μουσικός και νομίζω πως με βοηθάει στη σχέση μου με την μουσική.
Μίλησέ μου για την μπάντα σου, τους Σούπερ Στέρεο, έχει φιξαριστεί πλέον η σύνθεση;
Οι Σούπερ Στέρεο έχουν κλείσει σχεδόν δώδεκα χρόνια ύπαρξης. Σε αυτά τα χρόνια έχει περάσει πολύς κόσμος και ο μόνος, που παραμένει ο ίδιος, είμαι εγώ, δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς εξάλλου. Τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια η σύνθεση παραμένει σταθερή και είναι η Ανθή Κύρκου και η Εύα Ντούρου στα πλήκτρα, θέρεμιν και φωνητικά, ο Βασίλης Βασιλόπουλος στο μπάσο και ο Δημήτρης Οικονόμου στα τύμπανα. Με αυτήν την σύνθεση ηχογραφήσαμε και το «3». Συνεπώς, ναι, αυτοί είμαστε!
Το όνομα Σούπερ Στέρεο με παραπέμπει σε κάτι πολύ δυνατό και σταθερό. Βρίσκεσαι σε μια τέτοια φάση ζωής και διάθεσης αυτό τον καιρό; Όταν ξεκινάς να προετοιμάσεις ένα δίσκο, σε τι διάθεση είσαι;
Νομίζω πως ζω συνέχεια στην προετοιμασία ενός δίσκου. Πριν ακόμα κυκλοφορήσει το “Τέρας”, είχα ξεκινήσει να ετοιμάζω σε μορφή demo το “3”. Υπήρχαν ήδη τα περισσότερα τραγούδια που περιλαμβάνει. Έτσι δυσκολεύομαι λίγο να απαντήσω για το ποια είναι η διάθεση προετοιμασίας ενός δίσκου. Συνήθως μου παίρνει αρκετό χρόνο και περιλαμβάνει πολλές ψυχολογικές διακυμάνσεις.
Τώρα όσον αφορά τον καιρό αυτό, είμαι σε ένα mood μεθεόρτιας ηρεμίας, το δέντρο είναι ακόμα στολισμένο… ίσως το κρατήσω μέχρι τις Απόκριες.
Τρεις οι δίσκοι των Σούπερ Στέρεο, ο τελευταίος μόλις ολοκληρώθηκε και φέρει τον τίτλο «3». Τι θ’ ακούσουμε στο live σας στις 8 Φεβρουαρίου στην Αθήνα;
Θα παρουσιάσουμε το νέο μας δίσκο, αλλά και τραγούδια από τους δύο προηγούμενους.
Για περισσότερο από δέκα χρόνια η εναλλακτική μουσική σκηνή της Θεσσαλονίκης είχε μια μεγάλη ύφεση με την έννοια ότι δεν υπήρχε μεγάλο κοινό να στηρίξει συναυλίες και live εγχώριων ή ξένων συγκροτημάτων. Ποια είναι η δική σου αίσθηση; Υπάρχει μια ανάκαμψη τώρα;
Όπως όλα τα πράγματα έτσι και αυτό κάνει τον κύκλο του. Μετά από τα δυνατά 90s ήρθαν τα κάπως χλιαρά 00s. Μετά ήρθε η κρίση, η οποία ίσως να βοήθησε λίγο και κατά την γνώμη μου να αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον και την ανάγκη για δημιουργία. Και όλα αυτά βέβαια όχι μόνο για την Θεσσαλονίκη. Εν τέλει σήμερα πιστεύω πως τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα.
Ο κόσμος που αγοράζει χειροπιαστό προϊόν, δίσκο ή cd, έχει συρρικνωθεί. Και επίσης ακούει πολύ λιγότερο ραδιόφωνο. Πώς το αξιολογείς;
Νομίζω ότι είναι λογικό. Υπάρχει τόση πληροφορία που μοιράζεται. Ακόμα και η τηλεόραση δεν έχει την θεαματικότητα που είχε κάποτε και το συγκεκριμένο δεν το θεωρώ καθόλου κακό.
Για το βινύλιο θα διαφωνήσω, έχω την εντύπωση πως τυπώνονται πολύ περισσότεροι δίσκοι από παλαιότερα και αυτό μάλλον δείχνει ότι κάποιοι τους αγοράζουν. Έτσι το βινύλιο έχει βρει σιγά σιγά το χώρο που του αντιστοιχεί. Όχι μόνο για τον ήχο του, αλλά και ως αντικείμενο τέχνης. Το cd από την άλλη έχει βρει το χώρο του, κυρίως στα αυτοκίνητα.
Για το ραδιόφωνο τι να πω, μήπως δεν υπάρχουν πολύ περισσότεροι σταθμοί σήμερα (συμπεριλαμβάνοντας και το διαδικτυακό); Δεν είναι λογικό να μοιράζεται και εδώ το κοινό; Και οι περισσότερες επιλογές που δημιουργεί είναι κάτι αρνητικό; Νομίζω ὀχι.
Όλα αυτά βέβαια τα λέω με κάποια επιφύλαξη, μιας και δεν έχω μπροστά μου καμιά έρευνα που ν’ αποδεικνύει κάτι. Έτσι το αντιλαμβάνομαι εγώ από αυτά που βλέπω.
Παλιότερα διαλέγαμε κατά κύριο λόγο τις παρέες μας με βάση τα κοινά μουσικά γούστα. Αυτό έδειχνε ότι η μουσική προτίμηση είχε για τους ανθρώπους μια ιδιαίτερη βαρύτητα. Τώρα κοντεύουν όλα να εξομοιωθούν. Το βρίσκεις ανησυχητικό ως φαινόμενο;
Το ότι δε υπάρχει ένα ρεύμα, όπως π.χ. η punk στα 70ς, η new wave στα 80ς, η έκρηξη της grunge ή της rave στα 90ς, δε σημαίνει ότι οι άνθρωποι δε δίνουν βαρύτητα στη μουσική, όπως κάποτε. Σήμερα υπάρχουν πολλές τάσεις χωρίς καμιά να επικρατεί, αλλά αυτό δε σημαίνει εξομοίωση. Η εποχή της πληροφορίας έχει αλλάξει τα πάντα, δεν ανησυχώ όμως, η μουσική προσαρμόζεται και πάντα θα υπάρχει σαν ανάγκη των ανθρώπων.
Σ’ αυτούς τους ανθρώπους όμως που τους απασχολεί σοβαρά το θέμα μουσική, τυχαίνει να συναναστρέφονται περισσότερο με ανθρώπους που κινούνται στο ίδιο φάσμα και κατά συνέπεια να διαλέγουν φίλους με κοινά ακούσματα. Και αυτό πάντα θα συμβαίνει.
Παράλληλα με τους Σούπερ Στέρεο, πού αλλού σε συναντάμε;
Με συναντάτε στους TUFLON, ένα ορχηστρικό σχήμα, τα περισσότερα μέλη του οποίου είναι από την παλαιά ομάδα των Σούπερ Στέρεο. Στους Five to Οne, ένα tribute στους Doors με μια εξαιρετική ομάδα φίλων μουσικών. Στην παρέα του Γιάννη Χαρούλη, τα καλοκαίρια κυρίως. Με την αδερφική μου φίλη, Κατερίνα Μακαβού. Επίσης στο προσωπικό πρότζεκτ της Ανθής Κύρκου, η οποία μόλις κυκλοφόρησε τον πρώτο της δίσκο. Τέλος, στο στούντιο μας, που περνάω ένα μεγάλο μέρος του χειμώνα ασχολούμενος με ηχογραφήσεις και μουσικές παραγωγές… αυτά για την ώρα…
Οι Σούπερ Στέρεο του Θανάση Τζίνγκοβιτς στο six d.o.g.s
Παρουσίαση του νέου δίσκου τους με τίτλο «3»
Tο νέο άλμπουμ των Σούπερ Στέρεο: https://superstereo3.bandcamp.com/
Τέσσερα χρόνια μετά την κυκλοφορία του δεύτερου δίσκου τους «Το Τέρας», οι Σούπερ Στέρεο επιστρέφουν, με το τρίτο τους album, «3», το οποίο αποτυπώνει την πιο ολοκληρωμένη, καλλιτεχνικά, περίοδο του group (κυκλοφόρησε πρόσφατα από την Polytropon ), και το παρουσιάζουν live, την Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου, στο six d.o.g.s.
8 + 1 tracks ελληνόφωνης κιθαριστικής ποπ, με έντονες ρετρο-ψυχεδελικές πινελιές, που ξεκινούν από την πειραματική εποχή των 60s, περνώντας μέσα από την προσέγγιση των 90s πάνω στην έννοια της ποπ και της alternative, για να καταλήξουν στο σήμερα.
Με όχημα τους «φωτεινά απαισιόδοξους» στίχους του, την ιδιαιτέρως εκλεπτυσμένη ενορχήστρωση και το πιο ολοκληρωμένο line up, ίσως, που είχε η μπάντα μέχρι σήμερα, το “3” είναι η πιο ώριμη και περιπετειώδης δουλειά του Θανάση Τζίνγκοβιτς και της παρέας του.
Την Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου στο SIX D.O.G.S, το παρουσιάζουν για πρώτη φορά live στην Αθήνα, μαζί και με κομμάτια από την προηγούμενη δισκογραφία τους.
Μουσική & Στίχοι : Θανάσης Dzingovic
Φωνή & Ηλεκτρική Κιθάρα: Θανάσης Dzingovic
Πλήκτρα, Percussion,
Φωνητικά : Ανθή Κύρκου
Πλήκτρα, Theremin, Φωνητικά: Εύα Ντούρου
Μπάσσο: Βασίλης Βασιλόπουλος
Ντραμς: Δημήτρης Οικονόμου
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.