του Αντώνη Τσιρικούδη
Έχω τη συνήθεια να μαζεύω ό,τι βρω στο δρόμο, αντικείμενα που δεν θα χρησιμοποιηθούν από άλλους, που θα παρατείνω το πέρασμα τους από τον κόσμο αυτό καταχωνιάζοντας τα κάπου στο σπίτι, μερικές φορές ακόμη και ξεχνώντας τα. Όχι όλα. Όχι το εξωτικό φυτό που εντόπισα τις προάλλες έξω από ένα κατάστημα, ταβέρνα πρέπει να ήταν, που μου φάνηκε πως το ανακαίνιζαν.
Στην αρχή σκέφτηκα πως τη γλάστρα δεν την είχαν ξεφορτωθεί, να ανοίξουν τον χώρο ήθελαν, για αυτό την έβγαλαν από την αυλή κι όταν τελείωναν με τα βαψίματα, θα της έδιναν και πάλι περίοπτη θέση. Τότε γιατί την είχαν αφήσει τόσο κοντά στον σκουπιδοντενεκέ; Αν το ήθελαν το φυτό, δεν θα άλλαζαν και την πλαστική γλάστρα που ήταν σπασμένη; Έριξα μια ματιά τριγύρω κι όταν βεβαιώθηκα πως κανείς δεν με έβλεπε, κατέβηκα από το αυτοκίνητο και με μια αστραπιαία κίνηση το έβαλα στο πορτμπαγκάζ. Ήθελα να το σώσω, ήθελα να εντυπωσιάσω και τη Μαρία, τη φίλη μου, που σίγουρα δεν είδε ξανά κάτι παρόμοιο, κι ας είχαν δει πολλά τα μάτια της τόσα χρόνια στο σώμα, τόσα χρόνια μαζί μου.
Όταν έφτασα στο σπίτι, ανακουφισμένος κι ενθουσιασμένος, αποφάσισα να το αφήσω στην αυλή, πολύ κοντά στην εξώπορτα, για να θυμηθώ να αγοράσω μια καινούρια γλάστρα το απόγευμα. Η Μαρία επιστρέφοντας από την υπηρεσία λίγο αργότερα, μου το θύμισε, εντυπωσιασμένη κι αυτή. Μπήκα, λοιπόν,στο αυτοκίνητο και μαζί με την καινούρια γλάστρα, που αυτή τη φορά ήταν πήλινη, αγόρασα και χώμα, για να ανακαλύψω επιστρέφοντας πως το φυτό, που ήθελα να πιστεύω πως το ξεφορτώθηκαν, είχε κάνει φτερά.
Απαρηγόρητος μπήκα στο σπίτι με τη σκέψη πως η Θεία Δίκη είχε για μία ακόμη φορά επέμβει στην καθημερινότητα μου, για να με τιμωρήσει που την αμφισβητούσα, αφού ακόμη δεν είχα πειστεί, μετά από χρόνια αναζήτησης, για την ύπαρξη του Θεού. Ήταν δυνατόν να μην το βλέπω; Τη γλάστρα μου την έκλεψαν, επειδή κι εγώ την είχα κλέψει.
«Κάποιος γείτονας τη βούτηξε» παρατήρησε η Μαρία, περισσότερο πρακτική, περισσότερο προσγειωμένη. «Είναι πολύ βαριά, για να την κουβαλήσεις…»
«Η κυρία Ολυμπία το έκανε…» σχολίασα, επιβεβαιώνοντας την πεποίθηση της πως η επαφή μου με την πραγματικότητα συρρικνώνονταν συνεχώς.
«Πας με τα καλά σου; Πως την κουβάλησε ενενήντα χρονών γυναίκα; Γιατί να το κάνει;»
Για να τιμωρηθώ, σκεφτόμουν, αλλά δεν της το είπα. Για να τιμωρηθώ, που πίστευα πως η δική μας αυλή ήταν καλύτερη. Στη σκέψη μου να έχει σφηνωθεί η ιδέα της Δίκης της Θεϊκής, που θα την εφάρμοζα ασυναίσθητα σε όλα τα περιστατικά που μου έρχονταν εκείνη τη στιγμή στο μυαλό.
Την σκύλα μας, για παράδειγμα, που ήρθε και τρίφτηκε στα πόδια μου, με το ένα κωλομέρι, το άλλο να έχει καταλήξει στο στομάχι της σκύλας του γείτονα. Τη σκύλα μας, που όταν την έβλεπα να γαυγίζει στη γειτόνισσα από το μπαλκόνι, να την χλευάζει για τα βυζιά της τα κρεμασμένα, για την ουρά της την κομμένη και για τα παιδιά της που ο γείτονας θα ξεφορτώνονταν στον κάδο των απορριμμάτων μέσα σε μια πλαστική σακούλα, της ζητούσα να μην είναι τόσο προκλητική. Δεν είχαν όλα τα σκυλιά του κόσμου την τύχη της κι η Φιλίτσα θα της το κρατούσε. Δεν είχε ακούσει για την Θεία Δίκη, τη ρωτούσα με ένα τσιγαριλίκι στο στόμα αν παραμορφώνει τα λόγια μου, τα οποία καταλάβαινε, ήμουν σίγουρος. Ώσπου κάποια στιγμή, που την είχα αφήσει από τα μάτια μου, για να βγάλω το κλειδί από την τσέπη, κάποια μέρα που είχα πολλά ψώνια και το κλειδί δεν το έβρισκα, η Φιλίτσα εμφανίστηκε από το πουθενά και της έκοψε το δεξί κωλομέρι, πριν προλάβω να αντιδράσω. Κι η σκύλα μου,που έπαψε να είναι χωρίς ψεγάδι, έχασε κάθε διάθεση να με ακολουθήσει ξανά για ψώνια στο σούπερ μάρκετ καιστη λαϊκή, κρατώντας ως μοναδική της απόλαυση το συγκεκριμένο σημείο στο μπαλκόνι από όπου συνέχιζε να κάνει τη ζωή της Φιλίτσας δύσκολη, αφού δεν της έφτανε που τα βυζιά της δεν θα επανέρχονταν στην αρχική, την προ γέννας, φόρμα, είχε και τη γειτόνισσα να της το θυμίζει κάθε μέρα, πολλές φορές τη μέρα.
Και σε άλλα είδη του ζωικού βασιλείου το είχα δει να συμβαίνει. Στον γάτο μας, που κανείς δεν περίμενε ότι θα τη βγάλει, όταν τον περιμαζέψαμε από τον δρόμο, αναλαμβάνοντας το ρόλο που η φύση είχε δώσει στη μάνα του κι εκείνη τον αρνήθηκε. Όχι μόνο επιβίωσε, αλλά θα μακροημέρευε σε αντίθεση με τα αδέρφια του, που θα έφταναν με το ζόρι τον χρόνο, και τη μάνα του, που ακόμη νωρίτερα θα κατέληγε κάτω από τις ρόδες κάποιου διερχόμενου αυτοκινήτου. Η Θεία Δίκη ήταν. Αν δεν τον εγκατέλειπε…
Και σε εκπροσώπους του δικού μας είδους το είχα δει να συμβαίνει, στους κοντινότερους,στον πατέρα μου, που δεν θα τον άφηνε η γκόμενα, αν δεν είχε εγκαταλείψει προηγουμένως τη γυναίκα του. Που δεν θα τον εγκατέλειπα ούτε κι εγώ καταδικάζοντας τον σε αιώνια μοναξιά, αφού, κι όταν μας αφήσειγια αυτό που ονομάζει η εκκλησία μετά θάνατον ζωή, πάλι μόνος θα είναι βλέποντας μας που και που στο κανάλι του Παραδείσου να περνάμε ζωή και κότα. Από την Κόλαση. Θεία Δίκη και πάλι. Τι άλλο χρειαζόμουν;
Μαλακίες λέω κι η σχέση αιτίας – αιτιατού είναι περισσότερο από αρκετή, για να εξηγήσει όσα συνέβησαν κι ακόμη περισσότερα. Η σκύλα του γείτονα τη δάγκωσε τη δική μου, γιατί της είχαν μόλις πάρει το τελευταίο κουτάβι κι έπρεπε κάπου να ξεδώσει. Ο γάτος μας έζησε χρόνια, γιατί τον στειρώσαμε κι η μαλθακότητα που του επιβάλαμε τον κράτησε μακριά από τσακωμούς και ασθένειες που ακολουθούν το σεξ χωρίς προφύλαξη κι ούτε χρειάστηκε ποτέ να ψάξει για τροφή ανάμεσα σε τροχοφόρα. Η γκόμενα τον πατέρα μου τον εγκατέλειψε, γιατί βρήκε άλλον, κι εγώ σταμάτησα να του μιλώ, γιατί είχε αφήσει σε μένα όλα τα διαδικαστικά, με άφησε να βάλω και τον οβολό στην τσέπη της μάνας μου. Και τους ληστές της γλάστρας τους έπιασαν, μου είπε η Μαρία.
Δεν θα ρωτούσε, αν δεν έβλεπε τη γλάστρα στο τραπέζι του διοικητή και δίπλα στο εξωτικό φυτό μια σακούλα με μια σκόνη γνωστή, εξωτική κι αυτή. Στο χώμα την είχε κρύψει ο προμηθευτής, αφού πρώτα πήρε τα λεφτά. Και μετά εμφανίστηκα εγώ. Από τύχη την εντόπισαν οι αγοραστές, που την ήξεραν από προηγούμενα νταλαβέρια. Στο πάρκο πήγαιναν, να τον βρουν, να πάρουν πίσω τα χρήματα, το σπίτι μας είναι από το πάρκο απέναντι. Κι οι συνάδελφοι της Μαρίας δεν θα τους έπιαναν, αν δεν τους έκανε εντύπωση που είδαν δυο πρεζόνια να ξεκοιλιάζουν μια γλάστρα.
Όλα εξηγούνται, αν κάτσεις να χρησιμοποιήσεις αυτό που μας διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα ζωντανά και Θεός δεν υπάρχει! Ούτε η Δίκη του! Μόνο που ακόμη δεν μπορώ να εξηγήσω πως κατέληξα να ζω με έναν μπάτσο στο ίδιο σπίτι. Εγώ που είχα αλλεργία στους μπάτσους. Και μην μου πείτε πως ο έρωτας είναι τυφλός. Δέκα χρόνια είμαστε μαζί.
Ο Αντώνης Τσιρικούδης είναι συγγραφέας και πέρυσι έβγαλε τη συλλογή διηγημάτων από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες (https://paraxenesmeres.gr/): Εκεί που δεν το περιμένεις
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.