Πριν λίγες ημέρες, το συγκρότημα «Τα Φρούτα του Δάσους» ανακοίνωσε τη διάλυσή του, δίνοντας αφορμή να ανοίξει μια συζήτηση για τις αυξανόμενες δυσκολίες που αντιμετωπίζει η λεγόμενη « ανεξάρτητη σκηνή ». Διάβασα ένα άρθρο που επικεντρώνεται στις ευθύνες του κοινού: ο κόσμος δεν πηγαίνει σε live, ή πηγαίνει μόνο όταν η είσοδος είναι ελεύθερη· κατεβάζει τους δίσκους που πολλά συγκροτήματα διαθέτουν δωρεάν στις ιστοσελίδες τους αλλά σπάνια κάνει έστω μια μικρή δωρεά. Με μαθηματική ακρίβεια, οι μπάντες οδηγούνται σε οικονομική αλλά και ψυχολογική εξάντληση.

Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω ότι το κοινό έχει ευθύνες. Όμως κάποια στιγμή πρέπει και εμείς οι μουσικοί να προσπαθήσουμε να δούμε πώς και σε ποιο βαθμό αφήσαμε τα πράγματα να φτάσουν σε αυτό το σημείο.

Κατ’ αρχάς, επειδή ο όρος «ανεξάρτητη σκηνή» είναι κάπως νεφελώδης και υποκειμενικός, να ξεκαθαρίσω ότι προσωπικά σε αυτήν περιλαμβάνω μία μεγάλη γκάμα καλλιτεχνών και συγκροτημάτων, ελληνόφωνων και αγγλόφωνων, που αφ’ ενός κινούνται ηχητικά εκτός του εμπορικού λαϊκού, λαϊκο-ποπ και «έντεχνου» ύφους, αφ’ ετέρου δεν έχουν πρόσβαση στο ευρύ κοινό μέσω των παραδοσιακών οδών (συμβόλαιο με μεγάλη δισκογραφική εταιρία, θέση στα αυστηρά καθορισμένα playlists των FM, προώθηση από managers με επιρροή, προβολή από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης). Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι μιλάμε για πάρα πολλές μπάντες και τραγουδοποιούς που διαχρονικά απευθύνονται σε ένα σχετικά περιορισμένο κοινό.

Θα ήταν εύκολο και βολικό να κατηγορήσουμε την οικονομική κρίση για την (ακόμη πιο) δυσχερή θέση στην οποία έχουν βρεθεί οι μουσικοί της «ανεξάρτητης σκηνής» τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, η σημερινή κατάσταση είναι αποτέλεσμα διάφορων παραγόντων που προϋπήρχαν της κρίσης. Γνωρίζαμε ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 ότι η δισκογραφία είχε πεθάνει και δεν υπήρχε περίπτωση μία ανεξάρτητη παραγωγή να «βγάλει τα λεφτά της» από τις πωλήσεις – η συντριπτική πλειοψηφία των ακροατών κάνουν εδώ και χρόνια δωρεάν download (νόμιμα ή πειρατικά) ή, ακόμα χειρότερα, αρκούνται στο YouTube. Γνωρίζαμε ότι το ραδιόφωνο όπως το ξέραμε -με παραγωγούς που παίζουν τη μουσική που οι ίδιοι επιλέγουν- είχε τελειώσει. Γνωρίζαμε ότι για τους πολλούς δεν υπήρχαν σοβαρά γραφεία προώθησης και management. Η κρίση απλώς ενίσχυσε αυτές τις τάσεις και επιτάχυνε τις εξελίξεις.

Γι’ αυτό και το σημείο στο οποίο πρέπει να σταθούμε είναι οι ζωντανές εμφανίσεις. Για τις περισσότερες μπάντες, το live ήταν και παραμένει μονόδρομος για να καλύψουν έστω ένα μέρος των εξόδων τους (ηχογραφήσεις, πρόβες, εξοπλισμός) και ο κύριος τρόπος προβολής της μουσικής τους (έχει φανεί στην πράξη ότι οι χιλιάδες fans του Facebook, followers του Twitter και ακροατές του Soundcloud από μόνοι τους δεν αρκούν, παρά την αφελή αισιοδοξία των πρώτων χρόνων της digital επανάστασης – αλλά αυτό είναι μια άλλη, μεγάλη κουβέντα).

anexartitoi- mousikoi1

Ούτε όμως οι συνθήκες με τις οποίες γίνονται τα περισσότερα “μικρά” και “μικρομεσαία” live άλλαξαν ιδιαίτερα με την κρίση.Αυτό που άλλαξε ήταν η ανοχή του κοινού σε αυτές.Ποιες ήταν αυτές οι συνθήκες, που -ας το τονίσω για άλλη μία φορά- προϋπήρχαν της κρίσης;

1) Δυσανάλογο κόστος: το κοινό καλείται να πληρώσει 10 ευρώ με μπύρα ή 12 ευρώ με ποτό, με άλλα λόγια χρεώνεται ένα “καπέλο” 4 ή 5 ευρώ ακόμη και σε live του πιο άγνωστου συγκροτήματος. Ο ακροατής ρισκάρει τα ίδια χρήματα που θα έδινε για έναν γνωστό καλλιτέχνη με δεδομένα standards απόδοσης, για να δει και το τελευταίο ερασιτεχνικό γκρουπ.

2) Κακός ήχος: οι μικρής και μεσαίας χωρητικότητας χώροι που φιλοξενούν live και έχουν στοιχειωδώς αξιοπρεπή ήχο στην Αθήνα μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Ακόμη και ο πιο άπειρος ακροατής ξέρει πότε υποφέρουν τα αυτιά του, κι ας μην καταλαβαίνει ακριβώς γιατί.

3) Κακό show: Έχοντας πληρώσει ένα ακριβό εισιτήριο, εκτός από κακό ήχο το κοινό συχνά υπομένει και ένα πολύ κακό show. Όχι επειδή η μπάντα «δεν παίζει καλά», αλλά επειδή σε πάρα, μα πάρα πολλά live ακόμη και επαγγελματίες μουσικοί έχουν συμπεριφορά ερασιτέχνη: setlists χωρίς λογική συνέχεια, μεγάλες παύσεις ανάμεσα στα τραγούδια, κακή έως μηδενική επικοινωνία με το κοινό, για να μην αναφέρουμε τις ουκ ολίγες περιπτώσεις όπου η κατάσταση ξεφεύγει λόγω κατανάλωσης αλκοόλ και όχι μόνο.

Είναι πάρα πολύ εύκολο για άλλη μία φορά να μεταθέσουμε ευθύνες. Ειδικά για τα πρώτα δύο, ξεμπερδεύουμε ρίχνοντας το φταίξιμο στους “μαγαζάτορες”. Όσον αφορά στο οικονομικό, το πρόβλημα είναι γνωστό: οι επιχειρηματίες σχεδόν ποτέ δεν ρισκάρουν να συμφωνήσουν εκ των προτέρων μία αξιοπρεπή αμοιβή για το συγκρότημα. Η πληρωμή γίνεται με ποσοστό επί των εισιτηρίων, συνήθως ίσο ή λίγο μικρότερο από το “καπέλο” στο πρώτο ποτό. Οι μπάντες καθίστανται έτσι αναγκαστικά συμπαραγωγοί των live τους. Αφού η πληρωμή τους είναι «με το κεφάλι», καλούνται να σηκώσουν το κύριο βάρος της προώθησης. Αντίθετα με τον μαγαζάτορα, ο οποίος ενδεχομένως να καλύψει έστω το κόστος του με λίγες δεκάδες εισιτήρια, η μπάντα μένει με “ψίχουλα” αν δεν μαζέψει αρκετό κόσμο. Το σύστημα αυτό εφαρμόζεται αδιακρίτως από τα “μικρομεσαία” μαγαζιά, είτε πρόκειται για συγκροτήματα μαθητών λυκείου, είτε για μπάντες με δύο και τρεις δίσκους.

Ανάλογη είναι η κατάσταση όσον αφορά στον ηχητικό εξοπλισμό και την ηχοληψία. Στα περισσότερα μαγαζιά τα μηχανήματα είναι ελλιπή, ελαττωματικά ή και τα δύο. Αυτό βέβαια, αν ο επιχειρηματίας είχε σκεφτεί κάποτε να επενδύσει σε εξοπλισμό- δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν δεδομένο ότι η μπάντα θα φέρει τα πάντα, από τα τύμπανα και τους ενισχυτές μέχρι τα ηχεία, την κονσόλα και τα μικρόφωνα, και με κάποιο μαγικό τρόπο θα καταφέρει να κάνει ηχοληψία μόνη της. Παρεμπιπτόντως, σε μια χώρα με πολλούς και καλούς ηχολήπτες, δεν είναι λίγοι οι μαγαζάτορες που, για να γλυτώσουν το μεροκάματο του επαγγελματία, κάνουν οι ίδιοι ήχο, λες και είναι το ίδιο με το να βάζουν ποτά για να μην προσλάβουν έναν δεύτερο μπάρμαν: στις περισσότερες περιπτώσεις το αποτέλεσμα δεν πείθει, για να το πούμε ευγενικά.

anexartitoi- mousikoi2

Η απαράδεκτη αυτή κατάσταση παρέμεινε αναλλοίωτη επί πολλά χρόνια, πολύ απλά διότι όλοι είχαν συμβιβαστεί με αυτή. Οι μπάντες κατάφερναν σε γενικές γραμμές να μαζέψουν κόσμο, περισσότερο φίλους που «ερχόντουσαν να στηρίξουν» και λιγότερο ενθουσιώδεις ακροατές, σε κάθε περίπτωση όμως υπήρχαν γεμάτα μαγαζιά ακόμη και τις καθημερινές και τα μεροκάματα έβγαιναν, έστω κουτσά-στραβά. Ο κόσμος ανεχόταν τον κακό ήχο και το κακό show, πολύ απλά διότι δεν μέτραγε το 10ευρο με τον ίδιο τρόπο που το μετράει σήμερα. Και βέβαια, οι μαγαζάτορες δεν είχαν κανέναν, μα κανέναν λόγο να αλλάξουν συμπεριφορά αφού το σύστημα σε γενικές γραμμές απέφερε ικανοποιητικά κέρδη.

Ύστερα, ήρθε η κρίση. Οι επιχειρηματίες του χώρου συνέχισαν να πιστεύουν ότι θα τα φέρνουν βόλτα με τα ίδια εισιτήρια, τις ίδιες τιμές στα ποτά, τον ίδιο ήχο και τις ίδιες επιλογές συγκροτημάτων (“ονόματα” ή “ονοματάκια” τα Παρασκευοσάββατα, μαθητικές μπάντες τις καθημερινές, κι ό,τι γίνει). Όπως ήταν φυσικό, κάποιοι έκλεισαν κι άλλοι μείωσαν ή σταμάτησαν εντελώς τα live, αφού οι (οικονομικές και όχι μόνο) αντοχές του κοινού εξαντλήθηκαν.

Θα μπορούσαμε να σταματήσουμε εδώ, να ρίξουμε την ευθύνη στους μαγαζάτορες, στο κοινό, στην κρίση ή στο “σύστημα”. Αλλά αυτό δεν θα βοηθήσει. Επειδή μόλις τελείωσε μία πολύ κακή σαιζόν για όλους και η επόμενη δεν πρόκειται να ξεκινήσει με καλύτερες συνθήκες, ήρθε η ώρα όσοι θεωρούμε τους εαυτούς μας επαγγελματίες μουσικούς να αναλάβουμε το μερίδιο της ευθύνης που μας αναλογεί και να δούμε τι μπορούμε να αλλάξουμε.

Ας αναρωτηθούμε: Τελικά, τί διαφορετικό από τα ερασιτεχνικά συγκροτήματα προσφέραμε (και) φέτος;

– Μήπως δεν παίξαμε στα ίδια και τα ίδια μαγαζιά, που την προηγούμενη μέρα φιλοξενούσαν την μπάντα του τοπικού λυκείου και την επόμενη το συγκρότημα των συνταξιούχων που έκαναν reunion για την πλάκα τους; Αποφύγαμε τις “κακοτοπιές” ή διαφημίσαμε τα ίδια απαράδεκτα μέρη για ένα (αμφίβολο) μεροκάματο;

– Μήπως δεν αναγκάσαμε τον κόσμο (και τον εαυτό μας, φυσικά) να υπομείνει απαράδεκτο ήχο; Πόσες φορές απαιτήσαμε καλύτερο εξοπλισμό και σοβαρή ηχοληψία ή έστω φροντίσαμε μόνοι μας για αυτά;

– Μήπως δεν καλέσαμε για άλλη μία χρονιά το κοινό να πληρώσει δεκάρικα για είσοδο σε αυτούς τους χώρους, με αυτόν τον ήχο, την ίδια ώρα που ούτε η δική μας αμοιβή ήταν εξασφαλισμένη;

– Και το κυριότερο: μήπως δεν φερθήκαμε σαν ερασιτέχνες πάνω στη σκηνή; Πόσες φορές παρουσιάστηκαν πραγματικά καλοδουλεμένες, δεμένες και προβαρισμένες μπάντες, πόσα προγράμματα είχαν αρχή, μέση και τέλος, χωρίς ατελείωτες παύσεις, inside jokes και μεθύσια;

Προσοχή, δεν θα τσουβαλιάσω εδώ σε καμία περίπτωση ολόκληρη την «ανεξάρτητη σκηνή». Κάποια (λίγα) σχήματα τα πήγαν φέτος αξιοπρεπώς έως πολύ καλά. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτά τα σχήματα φρόντισαν να έχουν τουλάχιστον ανεκτό ήχο, να προσφέρουν καλό show και σε μεγάλο βαθμό να αποφύγουν τους χώρους που δεν σέβονται ούτε τους καλλιτέχνες, ούτε το κοινό. Σε αυτές τις λίγες περιπτώσεις, ο κόσμος στήριξε την προσπάθεια, κι ας παρέμεναν σχετικά υψηλά τα εισιτήρια για τα δεδομένα της εποχής.

Τα πράγματα είναι απλά: το κοινό δεν είναι διατεθειμένο να συνεχίσει να στηρίζει “αρπαχτές”, είτε των μαγαζιών, είτε των συγκροτημάτων. Ναι, από μία άποψη το κοινό έχει τις ευθύνες του, οι επιχειρηματίες φυσικά ακόμη περισσότερες, αλλά η αλλαγή μπορεί να ξεκινήσει μόνο από εμάς, τους ίδιους τους μουσικούς.

Δεν μπορούμε να περιμένουμε να αλλάξουν τα λαϊβάδικα της πλάκας. Όσο αντέχουν, θα ακολουθούν ακριβώς την ίδια τακτική. Δυστυχώς θα αντέξουν για πολύ καιρό και ο λόγος είναι απλός: οι (πάρα πολλοί) χομπίστες θα συνεχίζουν να παίζουν στα ίδια μέρη υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, γιατί η μόνη τους απαίτηση είναι να κάνουν την πλάκα τους. Ας διαχωρίσουμε λοιπόν τη θέση μας από τους (καθ’ όλα σεβαστούς και συμπαθείς) χομπίστες. Όσοι φιλοδοξούμε να συνεχίσουμε να ζούμε, έστω εν μέρει, από τη μουσική, θα πρέπει:

– Να μποϊκοτάρουμε σε ικανοποιητικό βαθμό τους συνήθεις υπόπτους μαγαζάτορες της “αρπαχτής”

– Να διασφαλίζουμε σε κάθε live ότι ούτε ένας ακροατής δεν θα “κλάψει” τα λεφτά που πλήρωσε για να μας ακούσει, προσφέροντας καλό ήχο και κυρίως επαγγελματικό show.

Αναπόφευκτα, θα έχουμε πλέον να επιλέξουμε μεταξύ ελάχιστων χώρων – αυτών που ικανοποιούν στοιχειωδώς τις ανάγκες ενός επαγγελματικού live. Ενδεχομένως θα παίζουμε σπανιότερα, σίγουρα όμως με καλύτερες συνθήκες για εμάς και τον κόσμο μας. Προφανώς, θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι χρειάζεται πολύ σκληρή δουλειά στις πρόβες – σε τεχνικό αλλά και ψυχολογικό επίπεδο. Αλλά δεν βλέπω άλλο τρόπο για να ξαναχτιστεί η εμπιστοσύνη του κοινού στο «ανεξάρτητο» live.

Καλή δύναμη σε όλους.

Θέμος “Απίκος” Ρίζος 
(με την ιδιότητα του μουσικού που θέλει να λέγεται επαγγελματίας)

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]
//