Μετά από 12 χρόνια απουσίας, ένας 34χρονος συγγραφέας, γυρίζει στο πατρικό του με σκοπό να ανακοινώσει τον επικείμενο θάνατο του. Το αρχικά ήσυχο απόγευμα όμως, δίνει τη θέση του σε αντιπαραθέσεις, βεντέτες, συναισθήματα υποκινούμενα από μοναξιά κι αμφιβολία, κι όλες οι απόπειρες αποτυγχάνουν από την ανικανότητα των ανθρώπων να ακούσουν και ν’ αγαπήσουν.

Μετά την ταινία, ύμνο στη μητρική αγάπη, «Μommy» ο 28χρονος Καναδός επιστρέφει στη οικεία για αυτόν θεματική της οικογένειας και μας παραδίδει ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα φιλμ του. Γυρίζοντας τη πρώτη του ταινία στην ηλικία των 18 ( «Σκότωσα τη μητέρα μου»), ο Ντολάν έχει καταφέρει να δημιουργήσει με το άκρως προσωπικό του στυλ κινηματογράφησης δύο αντίπαλα στρατόπεδα, αυτό των φανατικών οπαδών του και αυτό των κατακριτών του. Το «Ακριβώς το τέλος του κόσμου», έχοντας στις αποσκευές του το μεγάλο βραβείο της επιτροπής των Καννών, έρχεται να μεγαλώσει αυτό το χάσμα.

Στα 28 του χρόνια ο Ντολάν και μετά από πέντε ταινίες, νιώθει ώριμος πια για να καταπιαστεί με ένα αρκετά απαιτητικό θεατρικό έργο δηλώνοντας «Είναι η πρώτη μου ταινία ως άντρας. Μπορούσα επιτέλους να καταλάβω τις λέξεις, τα συναισθήματα, τις σιωπές, τους δισταγμούς, την ανασφάλεια, τα αληθινά ελαττώματα των χαρακτήρων του Ζαν Λυκ Λαγκάρς. Προς υπεράσπιση του έργου, πρέπει να ομολογήσω ότι δε του έδωσα πραγματική ευκαιρία παλιότερα. Προς υπεράσπιση δική μου, ακόμη κι αν είχα βάλει τα δυνατά μου, δε θα το είχα καταλάβει.».

Ο Ζαν Λυκ Λαγκάρς γράφει το σχεδόν αυτοαναφορικό «κύκνειο άσμα» του λίγο πρίν το θάνατο του το 1995 από Aids. Ο Λαγκάρς με μηδενιστική διάθεση και μπόλικο πικρό χιούμορ αποδωμεί την «αγία οικογένεια».  Η οικογένεια στο έργο του Λαγκάρς είναι ελλειπτική, οι χαρακτήρες παλεύουν να χτίσουν ένα «σημαντικό» και ουσιώδες  σύνολο που να μπορεί να λέγεται οικογένεια αλλά χτυπούν συνεχώς στους «ασήμαντους» σκοπέλους των προσωπικών απωθημένων τους. Έτσι το έργο, στη καρδία του, πολώνεται ανάμεσα στο σημαντικό και στο ασήμαντο. Όσο προσμένουμε τη σημαντική ανακοίνωση που έχει να κάνει ο Λουί στην οικογένεια του, αυτή αναλώνει το πολύτιμο χρόνο επιδιδόμενη σε ανούσιες συζητήσεις. Ο χρόνος καλύπτεται με  άσκοπες συζητήσεις για τις χαμένες ευκαιρίες να έρθουν κοντά όλο αυτό το χρόνο και σε μάταιες προσπάθειές να αγαπηθούν ξανά. Φωνές, κραυγές και κλάματα καθιστούν τη γλώσσα υποχείριο των συναισθηματικών απωθημένων τους και συνεπώς ένα μέσο αδύναμο να τους φέρει κοντά. Μέσα στο πνιγερό αυτό αστικό περιβάλλον ο θάνατος, διάχυτος στο πρόσωπο του Λουί, μοιάζει λυτρωτικός.

O Ντολάν σκηνοθετεί με τον τρόπο που παράγει ταινίες τα τελευταία χρόνια, δηλαδή σε καταιγιστικούς ρυθμούς. Έτσι σκηνοθετεί ακόμη μια φορά με την ένταση στο δέκα. . Αυτή είναι και η μεγαλύτερη γοητεία του Ντολάν. Δε περιμένει την κατάλληλη στιγμή αλλά, με όχημα τη νεανική ορμή και το ταλέντο του, βουτάει σε οποιαδήποτε πρόκληση.

Η ταινία ξεκινάει με το «Home is where it hurts» της Camille να παίζει στο 10 και την κάμερα να ακολουθεί τη κάθε κίνηση του Λουί από το αεροδρόμιο μέχρι το σπίτι της οικογένειας του. Εκεί ο Λουί θα συναντήσει, κρυμμένη πίσω από το έντονο μακιγιάζ και τα κακόγουστα ρούχα της, την τρυφερή μητέρα του, την μικρή αδερφή του, μια επαναστατημένη έφηβη που ποτέ του δεν είδε να μεγαλώνει, τον οξύθυμο αδερφό του και την συνεσταλμένη γυναίκα του.

Η κάμερα από τη στιγμή που θα κλειστεί μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού θα κολλήσει με μια ανακριτική διάθεση στα πρόσωπα των ηρώων. Τα διαδοχικά γκρο πλάνα θα διακοπούν μόνο από τη γνώριμη συνήθεια του Ντολάν να δημιουργεί εκτενή φλας μπακ γεμάτα μουσική. Αυτά τα  φλας μπακ εδώ θα γίνουν ένα έξυπνο μέσο για να  δραπετεύσουμε μαζί με το Λουί από το ασφυκτικό παρόν της δράσης. Υπό τους ήχους  νοσταλγικής ποπ μουσικής των 00s και μέσα από καλοφτιαγμένα γενικά πλάνα ο θεατής ταξιδεύει μαζί με το Λουί στις παιδικές και εφηβικές του αναμνήσεις για να επιστρέψει βίαια στο παρόν σε ένα συναισθηματικά φορτισμένο σκωτσέζικο ντους.

‘Όπως και στις προηγούμενες ταινίες του εναλλάσσονται δαιμονικά στην οθόνη ασφυκτικά γκρο πλάνα, «ονειρικά» φλας μπακ και εκρηκτικοί διάλογοι. Ο μεγαλύτερος σύμμαχος του, η ναρκισσιστική εμμονή του στο προσωπικό του στυλ κινηματογράφησης, εδώ μοιάζει να είναι και ο μεγαλύτερος εχθρός του. Έχοντας στα χέρια του τους, ήδη έντονους, διαλόγους του Λαγκάρς , αρνείται να μετριάσει την ανάγκη του να σκηνοθετήσει στην γνώριμη ένταση. ‘Έτσι αναλώνει πολύτιμο κινηματογραφικό χρόνο με ηθοποιούς που κραυγάζουν και κλαίνε στο 70 % της ταινίας. Πέρα από ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως στο φινάλε του έργου, οπού η ένταση είναι σχεδόν επιτακτική, τις υπόλοιπες φορές απλά δεν αφήνει την ήδη υπάρχουσα ένταση που βρίσκεται κάτω από το κείμενο να περάσει στο κοινό. Φωτεινά σημεία της ταινίας οι σκηνές όπου οι ηθοποιοί μετριάζουν την ένταση του λόγου τους για να μεταφερθεί στα πρόσωπα τους. Ο Ντολάν, εκπαιδευμένος πιά στο χειρισμό της κάμερας, με δεξιοτεχνικά fade in, fade out και πορτρετικά κοντινά θα μας χαρίσει μερικές από τις πιο φορτισμένες συναισθηματικά στιγμές της τέχνης του.

Ένας σημαντικός παράγοντας της ταινίας είναι το αριστουργηματικό καστ. Ο Ντολάν εξαργύρωσε εύστοχα το ντόρο που γίνεται τελευταία γύρω από το όνομα του, επιλέγοντας μερικούς από τους σπουδαιότερους κινηματογραφικούς ηθοποιούς της Γαλλίας. Όλοι τους δείχνουν να αγκαλιάζουν τους προβληματικούς ρόλους τους, χτίζοντας έντεχνα στο σύνολο τους το εύθραυστο οικογενειακό σύμπαν του κειμένου του  Λαγκάρς.

Παρότι η ταινία παρότι φλερτάρει με το υστερικό οικογενειακό δράμα, μας δίνει μερικές από τις ώριμες στιγμές στη φιλμογραφία του Ντολάν. Ο Ντολάν με αυτή τη ταινία του ενηλικιώνεται και φυσικά η ενηλικίωση, ιδιαίτερα μέσα από το κινηματογράφο, ποτέ δεν είναι ομαλή. Το «Juste la fin du monde» ήρθε για να τονίσει πως το «enfant terrible» του γαλλόφωνου κινηματογράφου δε πρόκειται να μείνει στο στυλιζαρισμένο και γοητευτικό εφηβικό στυλ που έχει δημιουργήσει.

Μέχρι την Πέμπτη στους κινηματογράφους της Αθήνας.

Καναδάς, 2016

Παραγωγή: Σιλβέν Κορμπέλ, Ξαβιέ Ντολάν, Νάνσι Γκραντ, Ναθάνιελ Κέρμιτ

Σκηνοθεσία: Ξαβιέ Ντολάν

Σενάριο: Ξαβιέ Ντολάν

Φωτογραφία: Αντρέ Τουρπίν

Μοντάζ: Ξαβιέ Ντολάν

Μουσική: Γκαμπριέλ Γιαρέντ

Πρωταγωνιστούν: Γκασπάρ Ουλιέλ, Μαριόν Κοτιγιάρ, Βενσάν Κασέλ, Λία Σείντου, Νάταλι Μπέι

Διάρκεια: 99 λεπτά

Διανομή: SEVEN Films

 

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]
//