Το Μεταξουργείο είναι μία καταπονημένη γειτονιά. Βλέπεις τις πληγές του στα χαλάσματα των νεοκλασικών, στους παράδρομους όπου εξαρτημένοι χτυπάνε ενέσεις, στους δρόμους όπου δεν υπάρχει ούτε ένα ανοικτό κατάστημα, στις οικοδομές που δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ και τα τσιμεντένια πελώρια κουφάρια τους μένουν έρμαια της φθοράς του χρόνου. Αλλά και στους χειρώνακτες μετανάστες που επιδιορθώνουν μέχρι το ξημέρωμα παπούτσια και ρούχα, στους μαζεμένους οίκους ανοχής και στους κάθε λογής κατατρεγμένους που περιφέρονται μέσα στο ξημέρωμα χωρίς σαφή σκοπό και αιτία.

Από την άλλη, τα τελευταία χρόνια το Μεταξουργείο έχει εξελιχθεί σε βασική επιλογή για έξοδο. Κάθε χρόνο φιλοξενεί ένα από τα πιο ζωντανά καρναβάλια και διατηρεί στα σπλάχνα του αρκετά ακόμη θέατρα. Επίσης κάποια πολυτελή ξενοδοχεία έχουν κάνει την εμφάνισή τους, καθώς νέοι ιδιοκτήτες εκμεταλλεύτηκαν τις χαμηλές τιμές που επικρατούσαν στα ακίνητα λόγω της υποβάθμισης.

Πάντα ήταν δύσκολα τα πράγματα στο Μεταξουργείο. Εξαρχής κατοικούσαν εκεί εργατόκοσμος και πιο φτωχικοί άνθρωποι. Πάντα ήταν δύσκολα, αλλά εκείνο στο οποίο φαίνεται ότι διέφερε η περιοχή τις προηγούμενες δεκαετίες ήταν η επαφή μεταξύ των ανθρώπων.

Μια ολοζώντανη περιήγηση στο παρελθόν προσφέρει από το βιβλίο του «Μεταξουργείο – Κολωνός, νοσταλγία και πραγματικότητα» ο Βασίλης Αγγελίδης. Γεννήθηκε στην περιοχή και φοίτησε στο 4ο και στο 9ο Γυμνάσιο της πλατείας Κουμουνδούρου. Γύρισε πολύ όλες τις γειτονιές του Μεταξουργείου και δέθηκε μαζί τους έχοντας πολύτιμες αναμνήσεις, τις οποίες έφερε στην επιφάνεια το μακρινό 1992 χάρη στις εκδόσεις Φιλιππότη.

Πήρε το όνομα από το εργοστάσιο

Το Μεταξουργείο δεν οικοδομήθηκε σε περιοχή που κατοικούνταν στην αρχαιότητα, όπως η Πλάκα. Είναι μια συνοικία που δημιουργήθηκε δέκα χρόνια μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους. Το όνομά της το πήρε από το μεγάλο εργοστάσιο μεταξουργίας, κτήριο που είχε σχεδιάσει ο Δανός αρχιτέκτονας Χάνσεν, το οποίο λειτούργησε στη γωνία των οδών Μεγάλου Αλεξάνδρου και Μυλλέρου από το 1854 έως το 1875. Το εργοστάσιο ανήκε στον Αθανάσιο Δουρούτη, ο οποίος σύμφωνα με τον Β. Αγγελίδη κατέβαλε σοβαρές προσπάθειες για την εκβιομηχάνιση της χώρας και την εμψύχωση της ελληνικής βιομηχανίας.

Στο εργοστάσιο δούλευαν κατά 90% γυναίκες και σύμφωνα με τον κανονισμό επιτρεπόταν στις εργάτριες να τραγουδούν την ώρα της δουλειάς. «Αυτό έκανε διάφορους μάγκες και κουτσαβάκηδες της περιοχής να μαζεύονται ολόγυρα από το εργοστάσιο και να πειράζουν -πολλές φορές χυδαία- τις κοπέλες, χωρίς να μπορεί η αστυνομία να τους δαμάσει. Γι’ αυτό η διεύθυνση προσέλαβε δύο Μανιάτες φύλακες που οπλοφορούσαν και δεν αστειευόντουσαν με τους θερμόαιμους. Έτσι το κακό σταμάτησε».

Το εργοστάσιο υποχρεώθηκε σε πτώχευση το 1875, καθώς η Γαλλία, που ήταν ο κύριος πελάτης του, έπαψε ν’ αγοράζει ύστερα από τον Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870, ενώ μία ασθένεια μεταξοσκωλήκων συμπλήρωσε την καταστροφή. Πάνω από 500 οικογένειες βρέθηκαν χωρίς εισόδημα.

Ο ΕΛΑΣ διέσωσε την κληρονομιά

Το 1944 το κτήριο επιτάχθηκε για να στεγάσει Πειραιώτες πρόσφυγες που καταστράφηκαν τα σπίτια τους από τον ναζιστικό βομβαρδισμό. «Κατά την απελευθέρωση της Αθήνας τον Οκτώβρη του ίδιους έτους ο ΕΛΑΣ το έκανε φρουραρχείο και το πρόσεξε. Ακολούθησαν τα Δεκεμβριανά. Επειδή στο Μεταξουργείο έγιναν σκληρές μάχες, πολλοί απ’ τους αμάχους κατοίκους της περιοχής, για να προφυλαχθούν κάπως καλύτερα, μπήκαν στην κατοικία του Δουρούτη. Όταν ο ΕΛΑΣ αναγκάστηκε να υποχωρήσει, πολλοί Άγγλοι και Ινδοί στρατιώτες εισόρμησαν στο κτήριο. Με το πρόσχημα ότι οι άμαχοι ήταν αντάρτες, τους εκτελέσανε και λεηλάτησαν την οικοσκευή του κτηρίου».

Στις αρχές του 20ού αιώνα στην περιοχή υπήρχαν κατά κανόνα μικρά εργατόσπιτα. Στις εξαιρέσεις συγκαταλέγονταν το αρχοντόσπιτο του Νεγρεπόντε, μετέπειτα Αθ. Μπότσαρη, το σπίτι του Αλ. Κουμουνδούρου και η οικία Χατζηπέτρου.

Για τη ζωή στη συνοικία ένας δημοσιογράφος που την είχε επισκεφθεί το 1927 έγραφε σχετικά: «Όπου κι αν ρώτησα άκουσα παράπονα που δεν μου φάνηκαν υπερβολικά. Οι κάτοικοι λέγουν ότι ο δήμαρχος κ. Πάτσης αδιαφορεί. Η πλατεία είναι βρόμικη. Νερά λιμνάζουν σε πολλούς δρόμους. Η σκόνη είναι τόση ώστε έρχονται άνθρωποι από μακριά για ν’ αγοράσουν 2-3 δισκία κινίνο, γιατί δεν μπορούν να αγοράσουν όλο το σωληνάριο, λέει ο φαρμακοποιός της περιοχής κ. Φράγκος. Υπάρχουν αρκετοί άνεργοι». Η ανεργία είχε προκληθεί από το κλείσιμο του εργοστασίου Μάζη, που έφτιαχνε καροσερί και μετρούσε 200 εργαζόμενους, αλλά και του εργοστασίου Μάμμου στη Μυλλέρου.

Οδός Αγησιλάου, φωτό: Γεώργιος Μπακούρος

Αντί για ποδόσφαιρο, πετροπόλεμος

Παρά τις δυσκολίες όμως η καθημερινότητα λειτουργούσε σε γενικές γραμμές ευχάριστα στη φτωχογειτονιά. «Τα σαββατόβραδα τα ερωτοχτυπημένα παλικάρια του Μεταξουργείου έκαναν καντάδες στα παράθυρα των κοριτσιών που αγαπούσαν». Στην οδό Κολοκυνθούς βρισκόταν το ιστορικό καφενείο του Βουξινού, όπου οι θαμώνες είχαν το προνόμιο να παίζουν μπάτσικες (είδος μπιλιάρδου). Πίσω από αυτό λειτουργούσε το θέατρο του Βουξινού, που αργότερα ονομάστηκε «θέατρο του Λαού» και μετέπειτα έγινε κινηματογράφος.

Ο Εμμανουήλ Βουξινός, όπως ήταν ολόκληρο το όνομά του, ήταν ο πρώτος που έφερε τον φωνόγραφο στην Αθήνα, ο πρώτος που άνοιξε κινηματογράφο και ήταν ο πρώτος ακόμη που έφερε τις κομπανίες καφέ-αμάν από τη Σμύρνη και την Πόλη.

Όπως σημειώνει ο Β. Αγγελίδης, ό,τι ψυχαγωγία προσφέρει σήμερα το ποδόσφαιρο στη νεολαία, τότε, στις αρχές του 20ού αιώνα, προσέφερε ο πετροπόλεμος. «Τότε στην οδό Θερμοπυλών και Αχιλλέως ήταν χωράφια και εκεί διεξήγοντο κλασικοί πετροπόλεμοι ανάμεσα στους Μεταξουργιώτες, Κολωνιώτες και Αγιοπαυλίτες, συνήθως Κυριακή στις δύο το απόγευμα. Στους πετροπόλεμους μετείχαν νέοι 18-20 ετών και καμιά φορά οι τραυματισμοί ήταν σοβαροί. Γι’ αυτό επενέβαινε η αστυνομία, συχνά ανεπιτυχώς, γιατί οι αντίπαλοι ενώνονταν και χτυπούσαν τους χωροφύλακες, που το έβαζαν στα πόδια».

Με τ’ άγρια χόρτα στον ώμο

Μέχρι και τον Μεσοπόπολεμο δεν υπήρχε ακόμη αποχέτευση, υπήρχαν οι βόθροι. Οπότε οι Μεταξουργιώτες, καθώς δεν ήθελαν να γεμίζουν γρήγορα οι βόθροι, χύνανε τα νερά στον δρόμο. Η αστυνομία το απαγόρευε κι αν τους έπιανε ο αστυφύλακας επ’ αυτοφώρω τους έκανε μήνυση. Χαρακτηριστικό του πνεύματος της εποχής είναι το παρακάτω περιστατικό: “Όταν ένας αστυφύλακας έπιασε μια γυναίκα να χύνει με τη λεκάνη τα νερά της μπουγάδας στον δρόμο και ήθελε να τη γράψει, εκείνη, σαν να μην συνέβαινε τίποτα, του είπε: ‘Έλα μωρέ, ένα ποτήρι νερό ήτανε'”.

Ο Β. Αγγελίδης θυμάται ακόμη ότι οι δρόμοι ήταν στενοί, «ίσα που φτάναν να διασταυρωθούν δύο κάρα». «Σ’ αυτούς τους δρόμους κυκλοφορούσαν οι πλανόδιοι μικρέμποροι που εξυπηρετούσαν τους κατοίκους της συνοικίας. Η πρωινή χορταρού μαντηλοφορεμένη χωρική με το τσουβάλι τ’ άγρια χόρτα στον ώμο, αργότερα ο μανάβης με το γαϊδουράκι φορτωμένο κοφίνια ή με μικρό κάρο, ο γέρος με το καλάθι περασμένο στο μπράτσο που διαλαλούσε τα λεμόνια και τα σκόρδα, ο καστανάς με τα ζεστά βρασμένα κάστανα στο καλάθι και η εμπορική κίνηση στους δρόμους έκλεινε με τον βραδινό γιαουρτά, που είχε τα φρεσκοπηγμένα γιαούρτια του στα δύο μεταλλικά κουτιά που κρατούσε. Όταν ακούγαμε το σύνθημα ‘τααας’ ξέραμε ότι η ώρα ήταν επτά».

«Τις Κυριακές, όταν ο καιρός ήταν καλός, περνούσε ο μπαρμπα-Κώστας με τη λατέρνα του και ψυχαγωγούσε αυτούς που διψούσαν για λίγη μουσική».

“Επειδή οι δρόμοι είχαν πολλή σκόνη το καλοκαίρι, περνούσε ένα βυτιοφόρο του δήμου, η περίφημη καταβρεχτήρα, και κατάβρεχε τους δρόμους. Όπως σκόρπιζε το νερό με ορμή δεξιά κι αριστερά τσαλαβουτούσαν οι πιτσιρικάδες στα νερά με απόλαυση, αφού άλλωστε τους έπεφτε τόσο μακριά η θάλασσα για να δροσιστούν».

Πάντως η συνοικία υπέφερε γενικώς από έλλειψη νερού. «Γι’ αυτό άλλωστε οι άνθρωποι σπάνια έκαναν μπάνιο στο σπίτι τους. Στα 1900 υπήρχαν 34 βρύσες νερού σ’ όλη την Αθήνα, εκ των οποίων μόνο μία στο Μεταξουργείο. Αργότερα πλήθυναν. Μέχρι το 1931 οι Μεταξουργιώτες, όπως και οι άλλοι Αθηναίοι, προμηθευόντουσαν το νερό είτε από πηγάδια της αυλής είτε από σποραδικές βρύσες των δρόμων».

Το ρέμα και το ξύλινο γεφύρι

Για άλλα ενδιαφέροντα σημεία της κοινωνικής ζωής παλιότερα, ο Β. Αγγελίδης αναφέρει ότι από την πλατεία του Μεταξουργείου περνούσε μέχρι το 1895 το αφρισμένο ρέμα που κατέβαινε από την οδό Κυκλοβόρου και χυνόταν στην οδό Αχιλλέως. «Εκεί μέχρι το 1890 ήταν το καφενείο του Γιάννη Κουκή ‘Η γέφυρα’, που ονομάστηκε έτσι απ’ το ξύλινο γεφύρι που ήταν πάνω απ’ το ρέμα. Σε επετείους και μεγαλογιορτές μαζευόταν κόσμος για να χαζέψει τα πυροτεχνήματα που καιγόταν εκεί.

Επάνω απ’ το γεφύρι περνούσαν πεζοί, τα μόνιππα και το ιπποκίνητο τραμ που πήγαινε απ’ την Ομόνοια στο τέρμα Κολοκυνθούς. Στην Κολοκυνθού γλεντούσαν οι Μεταξουργιώτες την Πρωτομαγιά, τη Λαμπρή, τα Κούλουμα και τις άλλες γιορτές. Τραβούσαν στην όμορφη τοποθεσία φορτωμένοι με ταψιά, με καλάθια με τυριά, κεφτέδες και φρούτα. Τότε η Κολοκυθού ήταν παράδεισος με πλατάνια, ευκάλυπτους, πεύκα, ελιές, λεύκες, τρεχούμενα νερά, καφενεία».

Από τον Κυριακού έως την Κοτοπούλη

Αρκετές ήταν οι σημαντικές προσωπικότητες που γεννήθηκαν, περπάτησαν και πήγαν στα σχολεία του Μεταξουργείου. Ανάμεσά τους ο αυτοδίδακτος ηθοποιός Πέτρος Κυριακού, ο οποίος μια φορά συνελήφθη επί Μεταξά καθώς από σκηνής είχε καταφερθεί ενάντια στις πρακτικές του καθεστώτος απέναντι στους αντιφρονούντες.

Γέννημα – θρέμμα Μεταξουργιώτης ήταν και ο στιχουργός Δημήτρης Χριστοδούλου, ο οποίος έγραψε πασίγνωστα τραγούδια όπως «Βράχο – βράχο τον καημό μου τον μετράω και πονώ», «Είναι μεγάλος ο καημός, είναι βαθύ το κύμα» και «Τι να φταίει». Παιδί του Μεταξουργείου ήταν και ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο οποίος γεννήθηκε στον Άγιο Γιώργη της Ακαδημίας Πλάτωνος. «Όπως έλεγε ο ίδιος, συχνά πήγαινε στον Βύθουλα στην Ακαδημία Πλάτωνος και κατέγραφε στην ψυχή του τα τραγούδια των πουλιών και των βατράχων».

Απ’ το Μεταξουργείο ήταν και ο Τάσος Λειβαδίτης, ενώ ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, αν και γεννήθηκε στη Νάξο, μεγάλωσε στην περιοχή και συγκεκριμένα στην οδό Παραμυθιάς.

Ξεχωριστή προσωπικότητα του Μεταξουργείου υπήρξε βέβαια και η ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη. Για τη ζωή της υπάρχει δημοσίευμα στη “Βραδυνή” τον Μάρτιο του 1927. Γράφει τότε το ρεπορτάζ: «Πήγαμε στο σπίτι όπου γεννήθηκε το έτος 1887 στην οδό Λεωνίδου 22. Μας ξεναγεί η μεγάλη αδελφή της Μαρίκας κ. Πόπη Πιτσιρόγλου, που μένει στην οδό Ιάσωνος. Λέει: ‘Οι γονείς μας ήταν υποχρεωμένοι να λείπουν το βράδυ γιατί έπαιζαν στο θέατρο. Εμείς μέναμε μόνες. Η Μαρίκα, πριν ακόμη σταθεί στα πόδια της, ήθελε να βγει έξω, να φύγει. Δεν τη χωρούσε ο τόπος’». Πράγματι, όταν μεγάλωσε, η Μαρίκα Κοτοπούλη εγκατέλειψε τη συνοικία.

Κόκκινα φαναράκια απ’ το 1960

Σύμφωνα με τον Β. Αγγελίδη, μία από τις κυριότερες αιτίες που υποβαθμίστηκε το Μεταξουργείο ήταν «ότι οι κάτοικοι στην πλειονότητά τους ήταν εργάτες και δεν είχαν λεφτά ούτε προσβάσεις σε πιστωτικά ιδρύματα για να πάρουν χαμηλότοκα δάνεια και να επισκευάσουν τα σπίτια τους ή να ανοικοδομήσουν νέα, όπως έγινε σε άλλες περιοχές της Αθήνας».

Έτσι λοιπόν τη δεκαετία του 1950 έγινε πραγματικότητα μία μεγάλη έξοδος από Μεταξουργιώτες. «Πολλά σπίτια εγκαταλείφθηκαν. Σ’ αυτά ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν φτωχοί άνθρωποι, γυναίκες που ανάβουν το σούρουπο κόκκινα φανάρια και άστεγοι νέοι».

Στις ημέρες του συγγραφέα η κατάσταση παρέμενε δύσκολη. Μια έρευνα της Λίας Νεσφυγέ, η οποία δημοσιεύτηκε στις 4 Μαρτίου του 1991, δίνει μία αρκετά αντιπροσωπευτική εικόνα:

“Στο Μεταξουργείο, στα εγκαταλελειμμένα από τους ιδιοκτήτες τους δωμάτια ετοιμόρροπων κτηρίων ζει ένας διαφορετικός κόσμος. Πίσω από τα παράθυρα που δεν ανοίγουν, στα δωμάτια που θυμίζουν κλουβιά και δεν τα βλέπει ποτέ ο ήλιος εκατοντάδες Αλβανοί, Κούρδοι, Πολωνοί και Έλληνες έχουν βρει καταφύγιο. Το κάθε δωμάτιο είναι ίδιο με τ’ άλλα. Σκισμένα στρώματα, σκουπίδια, πεταμένα ρούχα και σπασμένες καρέκλες και τραπέζια. (…) Σ’ ένα από αυτά τα δωμάτια στον τρίτο όροφο του κτηρίου της οδού Κολοκυνθούς 3 άφησε την τελευταία του πνοή ένας άτυχος Πολωνός 27 χρόνων».

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτα στην Αυγή

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]
//