Σαν… χθες το 2005 η εθνική Ελλάδος μπάσκετ βρισκόταν για δεύτερη φορά στην ιστορία της στην κορυφή της Ευρώπης. Σαν μακρινή εικόνα θυμάσαι ακόμα το έπος του 2005. Παπαλουκάς, Ζήσης, Μπουρούσης, Σπανούλης, Φώτσης και όλη η υπόλοιπη ομάδα, με το αξέχαστο τουρνουά, για τον ίδιο και για εμάς, του Δημήτρη Διαμαντίδη και τον Παναγιώτη Γιαννάκη να χαίρεται τα δρακάκια του.

Οι περισσότεροι ήταν ακόμα πιτσιρικάδες και σχετικά άβγαλτοι, με μοναδική εμπειρία τους Ολυμπιακούς της προηγούμενης χρονιάς. Εμείς ήμασταν ακόμα πιο πιτσιρικάδες. 12 χρονών και καθόσουν μπροστά στην οθόνη να δεις τους γίγαντες, τότε, να παλεύουν κάτω απ’ τα καλάθια. Κι αναρωτιόσουν πότε θα μπορείς κι εσύ να καρφώνεις. Τελικά όσο πιθανό είναι να κερδίσει η Γερμανία των τελευταίων χρόνων την εθνική μας, τόσο πιθανό είναι κάποια στιγμή να καρφώσεις.

Πίσω στο 2005, έβλεπες τα πάντα πιο ρομαντικά και απλά. Ο Διαμαντίδης για σένα ήταν ένας σπουδαίος αθλητής, δεν ήταν ο «ηγέτης» που έχει αρνηθεί τα γαλανόλευκα εδώ και μια τετραετία. Από την άλλη, ο Ζήσης ήταν ένας καλός ρολίστας (παρόλο που τότε δεν ήξερες ακόμα τι σημαίνει αυτό), δεν ήταν ο πάντα πιστός στρατιώτης της εθνικής και πλέον αρχηγός της. Ο Βασίλης Σπανούλης δεν είχε «μπλεχτεί» ακόμα με Παναθηναϊκούς και Ολυμπιακούς, αλλά ήταν παιδί του Παναγιώτη Γιαννάκη, στο Μαρούσι.

Όπως και το ’87, αυτή η εθνική γέμισε ξανά τις ακαδημίες μπάσκετ, σημειώνοντας άλλο ένα έπος σε αυτά που κατά καιρούς συμπληρώνουν τα βιβλία της ελληνικής μπασκετικής ιστορίας. Όμως το επίτευγμα του 2005 ήταν κάτι παραπάνω από ένα έπος. Η μεγάλη φήμη του ελληνικού μπάσκετ πέρασε σε νέο επίπεδο, με την επιτυχία του Μουντομπάσκετ ένα χρόνο αργότερα να την εκτοξεύει στα αστέρια. Για να μην αναφέρουμε, τουλάχιστον για το Ευρωμπάσκετ, το συρτάκι που έγινε θεσμός.

Η εκκωφαντική ήττα από τη Σλοβενία στον πρώτο γύρο έδωσε την εντύπωση πως το ταξίδι δεν θα ήταν μακρύ. Το σερί που ακολούθησε όμως απέδειξε το αντίθετο. Η εθνική του 2005 δεν ήταν εντυπωσιακή. Το αντίθετο, καθώς μόλις μια φορά ξεπέρασε τους 70 πόντους, στον τελικό. Η άμυνα της όμως δεν άφηνε περιθώρια στους αντιπάλους της να σκεφτούν πως μπορεί να φύγουν νικητές, τουλάχιστον χωρίς να υποφέρουν πρώτα.

Ίσως η σκέψη της νίκης να πέρασε από το μυαλό των Γάλλων παικτών όταν 1’20’’ πριν το τέλος του ημιτελικού βρέθηκαν μπροστά με 7 πόντους. Ο Δράκος και τα παιδιά του όμως είχαν άλλη άποψη. Στα τελευταία 80 δευτερόλεπτα του παιχνιδιού το κοντέρ μέτρησε νταμπλ σκορ 16-8 υπέρ της εθνικής μας, με τον Δημήτρη Διαμαντίδη να δίνει τη χαριστική βολή τρία δευτερόλεπτα πριν τη λήξη. Η κραυγή του Βασίλη Σκουντή, «Βάλτο αγόρι μου!», αντηχεί ακόμα δυνατή όταν τίθεται θέμα «ψυχής» στην εθνική. Η κραυγή η δική μου, από την άλλη, μου χάρισε κλειστό λαιμό για δυο μέρες.

Η Γερμανία, με μεγάλο (και μόνιμο) σταρ τον Ντιρκ Νοβίτζκι, για να φτάσει στον τελικό ξεπέρασε τα εμπόδια της Σλοβενίας, της μοναδικής ομάδας που κέρδισε την εθνική Ελλάδος στο τουρνουά, και της Ισπανίας, της μετέπειτα πρωταθλήτριας κόσμου με εντυπωσιακό τρόπο. Όσο κι αν προσπαθούσε όμως ο καλύτερος Ευρωπαίος φόργουορντ, τουλάχιστον των τελευταίων χρόνων, η ομάδα του σκόραρε μόλις 62 πόντους απέναντι σε μια εθνική Ελλάδος που είχε μάτια μόνο για το χρυσό και μερικές χιλιάδες Ελλήνων που κατέκλυσαν το Βελιγράδι γι αυτόν ακριβώς το λόγο.

Τότε, στην αρχή της εφηβείας μου, αυτοί ήταν οι ήρωες μου. Τα σπουδαία ονόματα του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Φιλίππου και… των άλλων παιδιών μου φαινόταν μακρινές ιστορίες. Αυτοί όμως ήταν που δημιούργησαν τη γενιά του 2005, όπως και η γενιά του 2005 ήταν που δημιούργησε τη γενιά που απολαμβάνουμε τώρα. Ήταν να μην ανοίξει ο δρόμος για το ελληνικό μπάσκετ. Από τη στιγμή που άνοιξε, και μάλιστα για τα καλά, τη δεκαετία του ’80, πλέον δεν έχει γυρισμό. Είμαστε καταδικασμένοι να θεωρούμαστε μπασκετικός λαός και καταδικασμένοι να ζητάμε κάθε φορά την κορυφή. Ευτυχώς πλέον, πιστεύω, είμαστε αρκετά ώριμοι ώστε να καταλαβαίνουμε ποια είναι κάθε φορά αυτή η κορυφή.

Πλέον, το 12 έχει γίνει 21, οι περισσότεροι ήρωες μου έχουν αποσυρθεί, τη θέση τους όμως έχουν πάρει οι παίκτες που θαυμάσαμε στις αρχές Σεπτέμβρη στην Ισπανία. Κι ας έχασαν με σχεδόν 20 πόντους από τη Σερβία, η οποία προχώρησε μέχρι τον τελικό. Ο Φώτης Κατσικάρης, η ομάδα του, το όραμα και το μακρόχρονο σχέδιο που φαίνεται πως έχει στο μυαλό του δείχνουν ικανοί παράγοντες για να δημιουργηθούν νέοι ήρωες στα μάτια των παιδιών και να γεμίσουν, ασφυκτικά πλέον, οι ακαδημίες μπάσκετ.

Για λίγη… έξτρα συγκίνηση, ως επίλογο κρατάμε ένα βίντεο με τα highlights του τελικού και, προφανώς, τη γιορτή που ακολούθησε.

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]
//