Η επικράτηση του Τραμπ στην εκλογική αναμέτρηση στην Αμερική ήταν μια εξέλιξη που για πολύ καιρό κανείς δε φανταζόταν ότι ήταν πιθανή. Για πολύ μεγάλο διάστημα, ακόμα και μετά την εντυπωσιακή επικράτησή του στις προκριματικές των προεδρικών εκλογών τον προηγούμενο χειμώνα, παρακάμπτοντας όλους τους εσωκομματικούς αντιπάλους του, για πολύ κόσμο φάνταζε ως ένα σενάριο τρόμου που δεν υπήρχε πιθανότητα να γίνει πραγματικότητα.
Μόνο μετά την επικράτηση του Brexit στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου στη Βρετανία, υπήρχαν κάποιες δειλές φωνές, όπως του Μάικλ Μουρ στο κείμενό του «5 λόγοι για τους οποίους θα κερδίσει ο Ντόναλντ Τραμπ», που παρόλα αυτά λοιδορήθηκαν, σε μια προσπάθεια να φανούν περιθωριακές. Η Χίλαρι Κλίντον φάνταζε η αδιαφιλονίκητη επιλογή σε σύγκριση με τον αντίπαλό της για μια σειρά λόγους: Δεν είχε αυτόν τον έντονο λαϊκίστικο λόγο, προερχόταν από μια πολιτική οικογένεια που στα μάτια των Ελλήνων φαντάζει πιο ήπια σε επιδιώξεις, ενώ από την ελληνική κυβέρνηση και τον ίδιο τον πρωθυπουργό είχε γίνει μια μεγάλη επένδυση στη σχέση τους με τον Μπαράκ Ομπάμα, σα μια φυσική συνέχεια του οποίου φάνταζε η Κλίντον.
Όλα αυτά φάνηκε ότι είχαν σαθρές βάσεις. Ο Τραμπ για πολύ μεγάλο διάστημα ήταν πίσω στις δημοσκοπήσεις, ωστόσο το τελευταίο διάστημα είχε αρχίσει να ανακάμπτει, μειώνοντας τη διαφορά και, τις τελευταίες μόνο μέρες πριν από τις εκλογές, περνώντας μπροστά για λίγο. Η εκστρατεία που έκανε και η χρήση των ΜΜΕ, ήταν εντελώς διαφορετική από την αντίστοιχη που είχε γίνει από τον Μπαράκ Ομπάμα το 2008, ωστόσο είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Την αντισυστημικότητα, το καινούργιο και αδοκίμαστο ακόμα, που οδηγούσε στην ελπίδα για αλλαγή.
Ο Ομπάμα το 2008 πρόβαλε αυτά τα χαρακτηριστικά κυρίως στις προκριματικές εκλογές απέναντι στην ίδια αντίπαλο που είχε και ο Τραμπ. Ήταν ένας σχετικά καινούργιος πολιτικός, αυτοδημιούργητος, με μεγάλη δημοφιλία στην περιοχή όπου είχε εκλεγεί γερουσιαστής, το Σικάγο, ενώ έκανε μια από τις μεγαλύτερες και πιο εντυπωσιακές και ρηξικέλευθες, όπως παρουσιάστηκε, εκστρατείες συλλογής χρηματοδότησης, με τη χρήση του διαδικτύου, ενώ τα κεντρικά συνθήματα της καμπάνιας του, «Yes we can» και «We need change», εστίαζαν ακριβώς στο κομμάτι της αλλαγής. Μετά από 8 χρόνια προεδρίας Bush, ίσως ο χειρότερος πρόεδρος στην ιστορία της Αμερικής, όπου οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της παγκοσμιοποίησης προωθήθηκαν με τίμημα την εξαθλίωση των φτωχότερων στρωμάτων της κοινωνίας, ενώ οι πόλεμοι που εξαπολύθηκαν εναντίον του Ιράκ και του Αφγανιστάν οδήγησαν σε ένα όργιο κερδοσκοπίας από τις μεγάλες εταιρείες όπως η Halliburton και οδήγησαν ακόμα και σε αποκρατικοποιήσεις βασικών τομέων του κράτους, όπως οι υπηρεσίες ασφαλείας και οι φυλακές, ενώ το μέσο εισόδημα κατακρημνίστηκε για να φτάσουμε στην κατάρρευση της Lehman Brothers ακριβώς μερικούς μήνες πριν από τις εκλογές, η αλλαγή φάνταζε επιτακτική.
Ο Τραμπ αντίστοιχα εστίασε τόσο στο γεγονός ότι είναι αυτοδημιούργητος πολιτικός, αλλά και στο δικό του κομμάτι της αντισυστημικότητας έπαιξε πάρα πολύ μεγάλο ρόλο η ανάγκη για αλλαγή. Η διάψευση των ελπίδων που έφεραν τον Ομπάμα στην εξουσία, από την ίδια τη διακυβέρνησή του, για 8 χρόνια, ήταν για ένα μεγάλο κομμάτι Αμερικανών ένα πάρα πολύ ισχυρό κίνητρο. Ο Ομπάμα, την αμέσως επόμενη ημέρα της ανάληψης της εξουσίας το 2008, όρισε ανθρώπους της Goldman Sachs, της τράπεζας δηλαδή που είχε παίξει μεγάλο ρόλο στην έξαρση της κερδοσκοπίας, σε θέσεις κλειδιά στο Λευκό Οίκο, καθώς και ανθρώπους που είχαν δεσμούς με το εβραϊκό λόμπι, όπως ο Εμάνουελ Ραμ, που διορίστηκε προσωπάρχης του Λευκού Οίκου. Ο Ραμ είχε προηγουμένως θητεύσει, την περίοδο της πιστωτικής επέκτασης, σε επενδυτικές τράπεζες, κάνοντας μεγάλη περιουσία σε μικρό χρονικό διάστημα, ενώ είχε αποτελέσει και στέλεχος της Freddie Mac, της κρατικής τράπεζας που μαζί με την Fannie Mae είχαν ένα μεγάλο μέρος των ενυπόθηκων δανείων της Αμερικής και κατέρρευσαν το 2008 για να διασωθούν από την κυβέρνηση Μπους με την εθνικοποίησή τους. Η προεδρία Ομπάμα σχεδόν αμέσως με την ανάληψη της εξουσίας έδωσε δισεκατομμύρια δολάρια στη Goldman Sachs, που εκείνη τα μετέτρεψε σε μπόνους για τα μεγαλοστελέχη της, ενώ από την άλλη τα ενυπόθηκα δάνεια οδηγήθηκαν σε πλειστηριασμούς, που άφησαν άστεγους τα πιο ευάλωτα κομμάτια της αμερικανικής κοινωνίας. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας Ομπάμα, η αποβιομηχάνιση που ακολούθησε ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης, οδήγησε στην ερημοποίηση μεγάλων κομματιών της επαρχίας και την οικονομική κατάρρευση ακόμα και μεγάλων πόλεων όπως το Ντιτρόιτ, άλλοτε κραταιά βιομηχανική πόλη, έδρα της αυτοκινητοβιομηχανίας. Η λύση που προκρίθηκε για την πόλη αυτή ήταν η διασφάλιση των ιδιωτών πιστωτών, ενώ οι συνταξιούχοι και οι υπάλληλοι της πόλης υπέστησαν δραστικές περικοπές, χάνοντας πολύ μεγάλο κομμάτι των εισοδημάτων τους, ενώ πολλοί μετανάστευσαν εσωτερικά για να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την ανεργία. Τα φοιτητικά δάνεια απογειώθηκαν, ενώ ακόμα και στην υγεία, ένα από τα εμβληματικά πεδία της κυβέρνησης Ομπάμα, οι ιδιωτικές ασφαλιστικές κατάφεραν να μπλοκάρουν την ασφάλιση για όλους τους ανασφάλιστους πολίτες. Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής καμία από τις εξαγγελίες δεν έγινε, οι βομβαρδισμοί στο Ιράκ και το Αφγανιστάν συνεχίστηκαν, ενώ το κολαστήριο του Γκουαντάναμο παραμένει ακόμα και σήμερα ανοιχτό.
Όλη αυτή την αποτυχία της κυβέρνησης Ομπάμα να τηρήσει τις εξαγγελίες της για αλλαγή εκμεταλλεύθηκε ο Τραμπ, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως αντισυστημικό. Τώρα πλέον το αντισυστημικό δεν είναι η εξάλειψη των διακρίσεων, η ώθηση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, που επί προεδρίας Ομπάμα προβλήθηκαν ως τα μεγάλα επιτεύγματα, αλλά η ρήξη με ένα καθεστώς διαφθοράς, που έχει αποτύχει καθ’ ολοκληρία να φέρει μια κοινωνική ειρήνη και να οδηγήσει στην ευμάρεια των πολιτών, είναι δηλαδή ένα καθεστώς μη βιώσιμο. Σύμφωνα με την καμπάνια του Τραμπ, η πολιτική λύση είναι ο περιορισμός των μεταναστευτικών ροών από τις Ισπανόφωνες χώρες με την κατασκευή ενός γιγαντιαίου τείχους στα σύνορα με το Μεξικό, η ενίσχυση του εθνικού κράτους με την επιβολή φόρων στις εισαγωγές και με αυτόν τον τρόπο η ενίσχυση της εργασίας μέσα από τη δημιουργία θέσεων λόγω της επιστροφής των βιομηχανιών που έχουν κλείσει τα εργοστάσιά τους στη χώρα για να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό, όπου το εργατικό κόστος είναι φθηνότερο.
Από την άλλη μεριά η Χίλαρι Κλίντον ήταν ο πιο αδύναμος αντίπαλος, γιατί για ένα μεγάλο μέρος των πολιτών ήταν η εκπρόσωπος αυτού ακριβώς του μισητού κατεστημένου. Μια πολιτικός με μεγάλη εμπειρία και παρουσία ως γερουσιαστής και υπουργός Εξωτερικών στην πρώτη κυβέρνηση Ομπάμα, καθώς και για μια οχταετία πρώτη κυρία της Αμερικής, η δεινή της θέση επιβεβαιώθηκε μερικές μέρες πριν από τις εκλογές με τη διαρροή από το Wikileaks email σχετικά με την περίοδο που ήταν υπουργός Εξωτερικών, περίοδο των μεγάλων επαναστάσεων στη Μέση Ανατολή που οδήγησαν στον πόλεμο στη Συρία που μαίνεται ακόμα και σήμερα. Τα email αυτά λογοκρίθηκαν από το Facebook ενώ μερικές μέρες πριν από τις εκλογές ανακοινώθηκε έρευνα από το FBI εναντίον της πρώην υπουργού Εξωτερικών. Αυτή η διαρροή έγινε προσπάθεια να αποτραπεί ακόμα και από το ίδιο το Εκουαδόρ, στην πρεσβεία του οποίου στο Λονδίνο βρίσκεται εδώ και μερικά χρόνια ο Τζούλιαν Ασάνζ, όταν μετά τις πρώτες διαρροές στο δίκτυο, έκοψαν το ίντερνετ στον ιδρυτή του Wikileaks για να αποφευχθούν περαιτέρω διαρροές. Αυτές οι διαρροές ήταν το τελειωτικό χτύπημα για την καμπάνια της Κλίντον.
Από την άλλη ο Μπέρνι Σάντερς, ο δημοκρατικός υποψήφιος που είχε ξεσηκώσει κύμα υποστήριξης κατά τη διάρκεια των προκριματικών εκλογών το χειμώνα που πέρασε, σπατάλησε γρήγορα το πολιτικό του κεφάλαιο με την υποστήριξη της καμπάνιας της Κλίντον, παρά το γεγονός ότι όπως αποκαλύφθηκε, η υπονόμευσή του υπήρξε συστηματική μέσα από το Δημοκρατικό Κόμμα, από ανθρώπους που, όντας στελέχη του κόμματος, μετά ανέλαβαν να διευθύνουν την καμπάνια της Κλίντον. Ο Σάντερς αρνήθηκε να κατέβει ως ανεξάρτητος υποψήφιος, πράγμα που οδήγησε στην απογοήτευση και στην αποστράτευση μεγάλο κομμάτι των υποστηρικτών του.
Τι είναι λοιπόν ο καινούργιος πρόεδρος των ΗΠΑ; Είναι ένας λαϊκιστής πολιτικός, πολεμοχαρής στρατηλάτης, υπέρμαχος του κλεισίματος των συνόρων και των ανταγωνισμών που θα οδηγήσουν σε έναν καινούργιο ψυχρό πόλεμο; Η ιστορία θα δείξει κατά πόσον αυτά θα επαληθευτούν. Το σίγουρο είναι ότι ο Τραμπ είναι ένα φαινόμενο της εποχής του, που έχει ακολουθήσει την αποτυχία των πολιτικών της παγκοσμιοποίησης, της εξυπηρέτησης του κεφαλαίου και της καταρράκωσης της εργασίας. Το προφίλ που έχει χτίσει είναι αυτό ενός χονδροκομμένου, σεξιστή και μισαλλόδοξου πολιτικού και δε μπορεί να εμπνέει καμία αισιοδοξία γι αυτό που θα επακολουθήσει. Αυτό που μπορεί ίσως να εξαχθεί ως συμπέρασμα για μια ακόμα φορά είναι ότι η ξενοφοβία και ο ρατσισμός βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να αναπτυχθούν εκεί που αποτυγχάνουν όλοι οι άλλοι και κυρίως η αριστερά. Η αποτυχία του Ομπάμα, που εκλέχθηκε με πολλές περγαμηνές και αριστερή ρητορική, για να διαψευστεί σύντομα και να μετατραπεί σε ό,τι πιο συστημικό έχει συμβεί μέχρι τώρα, είναι αυτή που έδωσε στον Τραμπ την αποφασιστική ώθηση. Στην Αμερική σήμερα η αριστερά δεν υπάρχει. Ό,τι ψήγματα δικά της υπήρχαν υποστήριξαν τον Σάντερς. Σήμερα, μια μέρα μετά τη νίκη του Τραμπ, νομίζω ότι είναι καιρός να επανεμφανιστεί, καθώς μόνο αυτή μπορεί να παίξει το ρόλο μιας ουσιαστικής αντιπολίτευσης.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.