Είχε μόλις τελειώσει το καφέ του. Σηκώνεται και μαζί με τον φίλο του παίρνουν το δρόμο για το σπίτι. Καθώς περνούν από τις καφετέριες στην πλατεία αντικρίζουν γυρισμένα κεφάλια.

Τα βλέμματα έπαιρναν στο κατόπι το κάθε τους βήμα. Δεν τους ενοχλεί, το έχουν συνηθίσει. Βλέπετε σε μια πόλη, πόσω μάλλον στην Αθήνα, οι παπαγάλοι σπανίζουν. Σπανίζουν ακόμα περισσότερο τα πουλιά που προτιμούν να γατζώνονται σε ένα ώμο από το να πετούν από δέντρο σε δέντρο, απολαμβάνοντας την απόλυτη ελευθερία.

«Χρειάστηκαν δυο χρόνια για να τον εκπαιδεύσω και να κυκλοφορώ μαζί του χωρίς να φοβάμαι ότι θα φύγει», μου λέει ο ιδιοκτήτης του με καμάρι. Ο «Μάρκος» όπως τον έχει ονομάσει, δεν γνώρισε ποτέ του την ελευθερία. Γεννήθηκε σε ένα κλουβί. Για τον ίδιο υπήρχαν μονάχα  1-2 μπολ με σπόρια, τα ψεύτικα ξύλινα κλαδιά και ένας μικρός χώρος για να κινηθεί. Γι’ αυτό τον λόγο, όταν το πορτάκι άνοιξε κάποια στιγμή, δεν γεύτηκε τη χαρά τη απελευθέρωσης. Δεν ένιωθε φυλακισμένος. Αρκέστηκε σε μία διακριτική βόλτα γύρω από αυτό και αφού πειραματίστηκε για κάποιο καιρό, διαπιστώνοντας ότι τα φτερά κάπου χρησιμεύουν τελικά, βολεύτηκε σε ένα νέο… κλουβί, το οποίο βέβαια δεν είχε κάγκελα.

O κόσμος εντυπωσιάζεται κάθε φορά που τον βλέπει. Οτιδήποτε δεν φέρνει είτε σε περιστέρι είτε σε σπουργίτι, «τρελαίνει»  τον Αθηναίο, θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος. Στην πραγματικότητα όμως  εκπλήσσεται  με το πώς ένα πουλί προτιμά την αιχμαλωσία από την ελευθερία. Ο Μάρκος αντί να το σκάσει προσπαθεί απλώς να μη χάσει την ισορροπία του… Η στάση του παρόλα αυτά δεν διαφέρει και τόσο από τον δικό μας γενικό κανόνα.

Σάμπως μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως είναι ελεύθερος; Κάθε μέρα που ξυπνάμε και βλέπουμε τον σταπατσαρισμένο από τον ύπνο πρόσωπο μας στον καθρέφτη, συναντάμε και τα ίχνη μιας θηλιάς στον λαιμό. Δουλεύουμε για να ζούμε και ζούμε για να δουλεύουμε. Παρόλα αυτά, παραμένουμε μέρος μια ρουτίνας που ρουφά κάθε στάλα ενέργειας και χαράς.

Πλέον με την κρίση που η εργασία θεωρείται προνόμιο,  η κατάθλιψη μοιάζει με επιδημία. Αν ο άνθρωπος δεν έχει σκοπό εξοστρακίζεται από τον εαυτό του. Στη χειρότερη αυτοκτονεί.

Η κατάρα που μας κυνηγά, είναι πως κι εμείς γεννηθήκαμε σε… κλουβί. Δεν μάθαμε ποτέ τις αρετές της ελευθερίας. Δεν ξέρουμε να πετάμε. Δεν ξέρουμε πώς να αξιοποιήσουμε τα φτερά που κουβαλάμε. Κάθε τρεις και λίγο γκρεμοτσακιζόμαστε.  Γι’ αυτό και πολλοί εξακολουθούν να ποντάρουν σε σωτήρες, που θα τους στηρίξουν στον ώμο τους.

Το σκηνικό επαναλαμβάνεται με σταθερή συνέπεια. Ξεκινώντας από την Μεταπολίτευση, μπόλικοι ήταν αυτοί που φόρεσαν τον μανδύα του σωτήρα. Κορυφαίος όλων ο Ανδρέας Παπανδρέου. Η ρητορική του, τα μεγάλα λόγια, η ελπίδα που έλειπε, το δύσκολο παρελθόν, η βόλεψη, τα καρβέλια που έφαγε ο κάθε πεινασμένος και πικραμένος μαζί έκτισαν τη νέα μορφή σχέσεων μεταξύ πολιτικών και πολιτών. Αυτό ήταν και το χειρότερο. Οι τελευταίοι γαλουχήθηκαν σε μια λογική ανάθεσης. Σε μια λογική βάσει της οποίας οι ίδιοι δεν έπρεπε να κάνουν τίποτα, πέραν του να εκλέξουν τον καλύτερο εκπρόσωπο. Για την ακρίβεια αυτόν που θα τα μαγείρευε καλύτερα για χάρη τους. Όταν πέρασε η περίοδος των παχιών αγελάδων, οι σωτήρες πήραν νέα όψη. Αυτή του… «λεφτά υπάρχουν» και όταν διαπιστώθηκε πως αυτά υπάρχουν για λίγους και συγκεκριμένους, ο κόσμος έψαξε άλλους σωτήρες. Αντί του δρόμου, της διεκδίκησης, της αλληλεγγύης, η πλειοψηφία αυτού προτιμά  να ψάχνει ακόμα κάποιον να τον πάρει από το χέρι και να του δώσει πίσω την παλιά του ζωή. Η απελπισία του έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, που δεν διστάζει να χαιρετά ναζιστικά και να φλερτάρει με την ιδέα μιας εμφυλιακής σύγκρουσης.

Κι όμως είναι ο ίδιος κόσμος που απορεί για την πεισματική άρνηση του παπαγάλου στην ελευθερία, αλλά την ίδια ώρα για τη δική του ζωή σηκώνει τα χέρια ψηλά. Αντί να την καθορίζει ο ίδιος επιτρέπει στον Σαμαρά να του κόβει το ρεύμα, να του παίρνει τη δουλειά, να τον ωθεί στη μετανάστευση.  Η σχέση αυτής της μόνιμης εξάρτησης χάρη στην οποία επιβίωσαν για χρόνια τα δύο πρώην πια μεγάλα κόμματα (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) είναι ο λόγος που αυτό το κομμάτι του κόσμου συμβιβάζεται με το όλο και λιγότερο. Γκρινιάζει όμως. Και γκρινιάζει πολύ. Μοιάζει με ένα κακομαθημένο παιδί, αλλά αν θέλει να επιβιώσει και κάποια στιγμή να ζήσει με αξιοπρέπεια, θα πρέπει να γίνει λίγο… αλητάκι. Κανένας πράσινος, μπλε ή κόκκινος μπαμπάς δεν πρόκειται να το σώσει.

“Διαμαρτυρία είναι όταν λέω πως αυτό κι αυτό δεν μου αρέσει. Αντίσταση είναι όταν φροντίζω αυτό που δε μου αρέσει, να μη συνεχίζεται”.

Ούλρικε Μάινχοφ

 

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]

About The Author

Γεννήθηκε και ζει στα Εξάρχεια. Αγαπά τους τοίχους τους, τους αγώνες και τους ανθρώπους τους. Του αρέσει να φωτογραφίζει και να γράφει για όσα δεν μπόρεσε να φωτογραφίσει. Κυκλοφορεί από τα εννιά του με μια εφημερίδα στο χέρι και συνεχίζει να γράφει σε μπλοκάκι στα ρεπορτάζ. Ακούει ό,τι μακριά πολύ μακριά μας ταξιδεύει και διαβάζει ό,τι του γυαλίσει στις βιτρίνες της Καλλιδρομίου, της Ζωοδόχου Πηγής και της Θεμιστοκλέους. Αγαπά τα νησιά και κάποτε θέλει να ζήσει σε ένα από αυτά. Μέχρι τότε, κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για μια διαφορετική δημοσιογραφία, με πολλά αυτοδιαχειριζόμενα 3point και γραφιάδες χωρίς περιορισμούς.

Related Posts

//