Στο Barney‘s Version (2010) του, κατά κύριο λόγο, σκηνοθέτη τηλεοπτικών σειρών Richard J. Lewis, παρακολουθούμε τους γάμους του Barney (Paul Giamatti), τη μυστηριώδη εξαφάνιση του κολλητού του, Boogie (Scott Speedman) και την σταδιακή αλλαγή του χαρακτήρα του, κυρίως μετά την εμφάνιση της νόσου Alzheimer.
Η ιστορία μας ξεκινά την εποχή που ο Barney έχει ήδη χωρίσει κι από την τρίτη γυναίκα του, την Miriam (Rosamund Pike) και μας πηγαινοφέρνει στο παρελθόν με διάφορα flashbacks, αρχικά στη Ρώμη στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν ο Barney ανακοινώνει στους μποέμ φίλους του ότι θα παντρευτεί την τρελοκαμπέρω Clara (Rachelle Lefevre), που ισχυρίζεται ότι είναι έγκυος με το παιδί του. Μετά την τραγική κατάληξη αυτού του γάμου (το παιδί γεννιέται νεκρό, ο Barney διαπιστώνει ότι δεν ήταν δικό του, τσακώνεται με την Clara, η Clara του λέει κάτι ακατάληπτες ιστορίες για παιδιά κλειδωμένα στη σοφίτα που τα ταΐζουν με το ζόρι με ένα χωνί, εκείνος πηγαίνει να μείνει με τον κολλητό του, ο κολλητός του ξεχνάει να του δώσει ένα σημείωμα της Clara που τον καλούσε για φαγητό, όταν το βρίσκει πηγαίνει σπίτι της όπου την αντικρίζει νεκρή, λίγο αργότερα γνωρίζει τον ανεκδιήγητο πατέρα της που τον διαβεβαιώνει ότι δεν έφταιγε αυτός, ήταν δύσκολο παιδί, είχε κάνει και παλιότερα απόπειρες, την είχαν κλείσει στη σοφίτα αλλά δεν ηρεμούσε, δεν έτρωγε και την τάιζαν με ένα χωνί, μετά την έκλεισαν και σε άσυλο) και με τύψεις που δεν είδε το δράμα πίσω από την τρέλα της Clara, o Barney επιστρέφει στον τόπο καταγωγής του, το Montreal του Καναδά, και πιάνει δουλειά κοντά στον θείο του, στο χώρο της τηλεόρασης. Μέσα από τον κύκλο καθωσπρέπει εβραϊκών οικογενειών του θείου του, ο Barney γνωρίζει τη δεύτερη γυναίκα του (Minnie Driver), τόσο ασήμαντη, που ο σεναριογράφος (ίσως κι ο συγγραφέας του βιβλίου) αρνείται να της δώσει όνομα. Η κοπέλα αυτή είναι η κατάρα που θα εξαπέλυα σε κάποιον που αντιπαθώ πολύ. Είναι η εφιαλτικότερη ενσάρκωση της ιδέας της ‘μορφωμένης γυναίκας’. Η ντροπή του φεμινισμού. Η αποθέωση του μεσοαστισμού. Όλα αυτά είναι εμφανή από την πρώτη στιγμή που τη βλέπει και ενισχύονται με κάθε συνάντησή τους. Ο Barney, όμως, για κάποιο ανεξήγητο λόγο, δεν φαίνεται να διστάζει να την παντρευτεί. Ίσως για αυτό τιμωρεί τον εαυτό του και στο πάρτι του γάμου του, ερωτεύεται τρελά μια καλεσμένη, την Miriam, την οποία και πολιορκεί και για την οποία τελικά παίρνει διαζύγιο από την αφόρητη δεύτερη γυναίκα του. Μετά από περίπου 20 χρόνια ευτυχισμένου έγγαμου βίου, κατά τη διάρκεια μιας συζυγικής κρίσης, φοβούμενος ότι η Miriam θα τον αφήσει, την κερατώνει. Κλαίγοντας με λυγμούς της εξομολογείται την απιστία του κι οι φόβοι του επιβεβαιώνονται, η Miriam τον αφήνει. Από εκεί και ύστερα, ο Barney παίρνει τον κατήφορο κι η πτώση του επιταχύνεται όταν παθαίνει Alzheimer’s.
Οι ιστορίες των αποτυχημένων γάμων του Barney διανθίζονται με περιστατικά που αφορούν στον χαριτωμένα άξεστο πατέρα του (Dustin Hoffman), τον αιμοβόρικο αστυνομικό ντέντεκτιβ που τον κατηγορεί για την ανεξιχνίαστη εξαφάνιση του ναρκομανή κολλητού του και με τους συναδέλφους του (cameos, μεταξύ άλλων, των σκηνοθετών Atom Egoyan και David Cronenberg) στη σαπουνόπερα που φτιάχνει η εταιρία παραγωγής του, ‘Totally Unnecessary Productions’. Η τραγικότητα της ζωής του Barney και των γύρω του (που δεν είναι κάτι παραπάνω από την τραγικότητα της ζωής, πάνω κάτω όπως τη βιώνουμε όλοι μας) εξισορροπείται αποτελεσματικά από ένα πικρόχολο αλλά ιδιαίτερα πνευματώδες χιούμορ. Γι’ αυτό το λόγο, αν είστε από αυτούς που βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο, εκεί που οι υπόλοιποι βλέπουμε ένα δράμα, εσείς εύκολα θα δείτε μια κωμωδία. Τέλος, όλα αυτά τα ονόματα δεν παρελαύνουν αδίκως στην ταινία. Σχεδόν κανείς από τους συντελεστές δεν έφυγε με άδεια χέρια από τα καναδικά κινηματογραφικά βραβεία Genie κι ο Giamatti, μάλιστα, μάζεψε και μια Χρυσή Σφαίρα για την συγκινητική ενσάρκωση του αυτοκαταστροφικού, κυνικού αλλά ταυτόχρονα καλόκαρδου και ρομαντικού Barney.
Δείτε την ταινία γιατί δεν θα ξαναδείτε ποτέ έτσι ούτε την Minnie Driver, ούτε τον Dustin Hoffman. Αν είστε aficionados του καναδικού σινεμά, θα απολαύσετε τις προαναφερθείσες cameo εμφανίσεις, αλλά και αυτήν του Denys Arcand στο ρόλο του maître d’, Jean. Αν αυτή είναι η πρώτη σας επαφή με τον καναδικό κινηματογράφο (που αποκλείεται, όλο και κάτι θα έχετε δει), αλλά θέλετε να δείτε και κάτι ακόμα για να σχηματίσετε άποψη, προτείνω να ξεκινήσετε με τα εξής: The Sweet Hereafter (Atom Egoyan, 1997), Away from Her (Sarah Polley, 2006), Incendies (Denis Villeneuve, 2010), The Barbarian Invasions (Denys Arcand, 2003), Cube (Vincenzo Natali, 1997), Jesus of Montreal (Denys Arcand, 1989), The Fly (David Cronenberg, 1986), Take this Waltz (Sarah Polley, 2011), Defendor (Peter Stebbings, 2009), It’s All Gone Pete Tong (Michael Dowse, 2004), το mockumentary FUBAR (Michael Dowse, 2002) και το ντοκιμαντέρ Dear Zachary (Kurt Kuenne, 2008).
Iωάννα Νισυρίου
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.