“Οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού δεν παραδίνονται, πολεμούν και πεθαίνουν”. Με αυτά τα λόγια έδωσε την αποχαιρετιστήρια μάχη του ο Άγγελος Τσιτώτας, ελεύθερος σκοπευτής του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, ο οποίος ανάγκασε χωροφύλακες και ασφαλίτες να ζητήσουν τη βοήθεια του στρατού για να μπορέσουν να τον εξουδετερώσουν στην αποθήκη, όπου τον είχαν περικυκλώσει στη Λάρισα, τον χειμώνα του ’47.

Στο σημείο κατέφτασε ένας λόχος μαυροσκούφηδων μ’ ένα τανκ που είχε επικεφαλής τον υπίλαρχο Στυλιανό Παττακό, ο οποίος είκοσι χρόνια αργότερα θα εξελισσόταν σε κεντρικό πρόσωπο της χούντας, ως πρωτεργάτης του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου και στη συνέχεια ως υπουργός Εσωτερικών και αντιπρόεδρος του καθεστώτος.

Η αποστολή του Άγγελου Τσιτώτα είχε πιθανότατα στόχο τον βασανιστή Γιάκωβο, γνωστό και σημαντικό στέλεχος της Ασφάλειας Λάρισας, με ιστορικό βασανισμών, ακόμη και στην αιγυπτιακή αστυνομία όπου είχε θητεύσει παλιότερα.

Έσωσε έναν χωριάτη, ντυμένος Γερμανός αξιωματικός

Μέχρι τότε ο Τσιτώτας είχε καταγράψει πολλά κατορθώματα, ορισμένα από τα οποία μεταφέρει στο βιβλίο του “Πρόσωπα, μνήμες, γεγονότα” (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή), απ’ όπου αντλούμε πληροφορίες, ο ιστορικός, συγγραφέας και με συμμετοχή στην ΕΠΟΝ και το αντάρτικο, Τριαντάφυλλος Γεροζήσης (1934 – 2018).

Στα κατορθώματα βοήθησαν το παρουσιαστικό του, “ξανθός, με ψηλή κορμοστασιά”, αλλά και τα γερμανικά που γνώριζε. “Κάποτε, ντυμένος Γερμανός αξιωματικός, διέταξε τον οδηγό γερμανικού αυτοκινήτου να τον πάει προς το χωριό Κεσερλή, σημερινό Συκούριο, περνώντας απ’ όλα τα μπλόκα και τα φυλάκια. Λίγο έξω από τη συνοικία Νέα Σμύρνη, όπου έμεναν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και ήταν στην άκρη της πόλης, προς το αεροδρόμιο, κατέβασε με την απειλή του πιστολιού του τον οδηγό κι έφυγε με το αυτοκίνητο προς τον Κίσσαβο, ενώ οι Γερμανοί είχαν κινητοποιηθεί κι έτρεχαν να τον προλάβουν. Όσο όμως να καταλάβουν προς τα πού τελικά είχε κατευθυνθεί ο Τσιτώτας είχε απομακρυνθεί αρκετά, μετά από τον αυχένα του Γεντίκι (σ.σ.: βουνό ύψους 500 μέτρων), όπου εγκατέλειψε το αυτοκίνητο, βάζοντάς του φωτιά”.

Όπως σημειώνει ο Τ. Γεροζήσης, στις περιοχές της Θεσσαλίας, και κυρίως σ’ εκείνες Λάρισας – Βόλου, οι δωσιλογικές κυβερνήσεις της Αθήνας και οι Γερμανοί είχαν οργανώσει τα ΕΑΣΑΔ, των οποίων η πλήρης ονομασία ήταν “Εθνικοί Αγροτικοί Σύνδεσμοι Αντικομμουνιστικής Δράσης”. Τα μέλη της οργάνωσης αποτελούνται κυρίως από “εγκληματικά, περιθωριακά στοιχεία του υποκόσμου, που είχαν δοσοληψίες πριν τον πόλεμο με την αστυνομία, τα δικαστήρια και τις φυλακές για πράξεις του κοινού ποινικού δικαίου. Τους είχαν εξοπλίσει οι Ιταλοί και κυρίως οι Γερμανοί και τους χρησιμοποιούσαν για πληροφορίες, δολοφονίες, συλλήψεις, βασανισμούς και λεηλασίες”.

Ως έδρα χρησιμοποιούσαν το ξενοδοχείο “Πανθεσσαλικό” στην οδό Ανδρούτσου στα “Καζαντζίδικα”, το οποίο “είχαν μετατρέψει σε άντρο βασανιστηρίων και δολοφονιών”.

“Μια φορά, ο Τσιτώτας, ντυμένος Γερμανός αξιωματικός, είδε κάποιους από αυτούς του ΕΑΣΑΔίτες” να δέρνουν έναν πολίτη, έναν χωριάτη. Διέταξε δύο από αυτούς να τον ακολουθήσουν μαζί με το δερνόμενο πολίτη. Τους πήγε στο ποτάμι, πίσω από το νοσοκομείο της Λάρισας, κοντά στο σπίτι του μηχανικού Σακελλαρίου, όπου και εκτέλεσε τους δύο προδότες, λέγοντας του χωριάτη να φύγει αμέσως. Από τις περιγραφές που έκανε αυτός, που βέβαια έφυγε αμέσως, σε δικούς του ανθρώπους, “μαθεύτηκε” ότι ο σωτήρας του ήταν ο Άγγελος Τσιτώτας.”

Ένα ακόμη περιστατικό που μοιράζεται ο Τ. Γεροζήσης αφορά και πάλι ΕΑΣΑΔίτες, όταν είχαν γιορτή στον κινηματογράφο “Πάλλας”, ο οποίος βρισκόταν στο κέντρο της πόλης. “Ο Τσιτώτας πήγε ντυμένος Γερμανός αξιωματικός και διέταξε δύο από αυτούς για κάποιο λόγο να πάνε μαζί του. Κανένας από αυτούς βέβαια δεν θα μπορούσε ν’ αρνηθεί να υπακούσει σε διαταγή Γερμανού αξιωματικού, το αντίθετο, σίγουρα το θεωρούσαν και τιμή τους. Πήγαν εκεί κοντά στο στενό δρομάκι, την Κοραή, εκεί που είναι η παλαιοημερολογίτικη εκκλησία των Δώδεκα Αποστόλων πίσω από τον κινηματόγραφο “Ολύμπια”, κι εκεί τους εκτέλεσε κι “εξαφανίστηκε”.

Στη συνέχεια, “επειδή ήταν επόμενο ότι κάποια στιγμή θα τον έβρισκαν”, για ν’ αποφύγει τη σύλληψη στη Λάρισα με εντολή του Κόμματος εντάχθηκε στο Τμήμα Ελεύθερων Σκοπευτών του Αρχηγείου Ανατολικής Θεσσαλία του ΔΣΕ. Αυτοί ήταν οργανωμένοι σε διμοιρίες ή ομάδες, Ολύμπου, Κισάβου, Μαυροβουνίου, Πηλίου.

Τέλη Γενάρη του 1947, μαζί με τους Μιχάλη Κυρίτση (επίσης ελεύθερος σκοπευτής) και Αιμίλιο Κουλουφάκο, μπήκαν στη Λάρισα με συγκεκριμένη αποστολή ο καθένας τους. Ο Κουλουφάκος πιάστηκε σχεδόν αμέσως από προδοσία και από λάθος δικό του, γιατί πήγε στο σπίτι του, που το είχε υπό παρακολούθηση η Ασφάλεια. “Βασανίστηκε άγρια ανακρινόμενος για μήνες, αλλά δεν μαρτύρησε τίποτα”.

Οι ανακρίσεις συνεχίστηκαν για μήνες και εντέλει παραπέμφθηκε στο Στρατοδικείο τον Σεπτέμβριο του 1947, όπου και καταδικάστηκε σε θάνατο. Εκτελέστηκε έναν μήνα μετά, τον Οκτώβριο του 1947, στο Μεζουρλό.

Το ίδιο λάθος έκανε και ο Μιχάλης Κυρίτσης, που πήγε σε συγγενικό του σπίτι, όπου εντοπίστηκε, αλλά μαχόμενος κατάφερε να ξεφύγει.

Ο Τσιτώτας εντοπίστηκε στην αποθήκη της οικογένειας των Φαντάνα. Οικογένεια μεγάλων κτηματιών, με την οποία συνδεόταν φιλικά, γιατί ως μηχανικός είχε δουλέψει στις επιχειρήσεις τους. Λεγόταν ακόμη ότι μέλη της οικογένειας συνδέονταν την περίοδο της Κατοχής με το ΕΑΜ και ότι είχαν λάβει μέρος στην Εθνική Αντίσταση.

Στον χώρο, όπου στέγαζαν τα γεωργικά τους μηχανήματα, ένα τεράστιο γκαράζ -συνεργείο- αποθήκη, περιφραγμένο με πλίθινο ντουβάρι και καλά σκεπασμένο από λαμαρίνες, προς το τέλος της οδού Υψηλάντη, ο αντάρτης του ΔΣΕ είχε προγραμματίσει κάποια συνάντηση ή είχε βρεθεί εκεί για άλλο λόγο, που δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα γνωστός. Η σελίδα ιστορικού περιεχομένου “Αντάρτικο Λημέρι” αναφέρει ότι είχε βρεθεί εκεί ώστε να καταλύσει. Ο Τ. Γεροζήσης υποστηρίζει ωστόσο ότι στη γειτονιά ήταν πολύ γνωστός ώστε να το διακινδυνεύσει κι υπήρχαν πολλές “γιάφκες” για να μείνει, οπότε μάλλον είναι λιγότερο πιθανή αυτή η εκδοχή.

Πώς προδόθηκε

Όπως διηγούνταν οι Δέπας και Γκαρέλιας, από τις πληροφορίες που συγκέντρωσε το “Κ.Π. – Κέντρο Πληροφοριών” του ΔΣΕ μετά τον θάνατο του Τσιτώτα, την “Έκθεση” που έγινε στη διοίκηση του Αρχηγείου και τη σχετική συζήτηση στην ομάδα του, σε κάποιο από τα γύρω σπίτια έμενε η μνηστή του Γιάκωβου. [..] Αυτή η γυναίκα φαίνεται ότι κάτι αντιλήφθηκε, κάποιες κινήσεις είδε στο γκαράζ και της φάνηκε περίεργο, Γενάρη μήνα, με το κρύο, αργά το απόγευμα κάποιοι να δουλεύουν εκεί μέσα, κι ενημέρωσε τον Γιάκωβο». «Μέσα στο γκαράζ ήταν άλλοι τρεις πολίτες οι οποίοι δεν είχαν καμία σχέση με τον Τσιτώτα και οι οποίοι μάλλον εγκλωβίστηκαν εκεί, ίσως ο Τσιτώτας δεν τους άφησε να φύγουν. Έτσι, νωρίς το βράδυ η Ασφάλεια ήταν πλέον σίγουρη ότι υπήρχε κάποιος παράνομος ή και αντάρτης στο γκαράζ και το πιθανό να είναι ο Τσιτώτας, λόγω της φιλικής του σχέσης με τους ιδιοκτήτες του συνεργείου».

Σύμφωνα με τη σελίδα “Αντάρτικο Λημέρι”, ο Τσιτώτας προδόθηκε, “όταν κάποιος από την αποθήκη έστειλε έναν πιτσιρικά που έπαιζε απέξω να πάρει μια κατοστάρα κούτα τσιγάρα Ματσάγγου. Ο πιτσιρικάς όμως ήταν από τους υποψιασμένους, πρόωρα ώριμους εκείνων των χρόνων. Ήξερε ότι κανείς από τους Φοντανάδες δεν κάπνιζε Ματσάγγο.

Μόλις εκτέλεσε την παραγγελία, τράβηξε καρφί για τη Νέα Αγορά να πει τα καθέκαστα στον Ιάκωβο, ένα από τα καρφιά της Ασφάλειας στον συνοικισμό. Αιφνιδιαστικά, κατά τις 7 το σούρουπο, η αποθήκη κυκλώθηκε από τη μισή χωροφυλακή της Λάρισας με επικεφαλής το διοικητή της Ασφάλειας”.

Η ριπή στον ασφαλίτη του Σώματος που βασάνισε την Ηλέκτρα Αποστόλου

Όταν ο χώρος περικυκλώθηκε από την Ασφάλεια, του ζήτησαν να παραδοθεί. Αρνήθηκε και με την παραμικρή κίνηση τους χτυπούσε είτε με το αυτόματο, είτε ρίχνοντας χειροβομβίδες. “Άγγελε, είσαι κυκλωμένος από παντού. Βγες με τα χέρια ψηλά”, του είπαν. Για να λάβουν την απάντηση: “Οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού δεν παραδίνονται. Πεθαίνουν”.

Οι ώρες περνούσαν και οι ασφαλίτες είχαν αποκομίσει από τη σύγκρουση δύο τραυματίες: «Τον Γ. Αλογάριαστο που, όπως αναφέρεται και αλλού, στην Κατοχή υπηρετούσε στη διαβόητη “Ειδική Ασφάλεια” στην Αθήνα, γνωστή για τα εγκλήματά της σε βάρος πατριωτών και για τον βασανισμό μέχρι θανάτου της Ηλέκτρας Αποστόλου». Ο άλλος που τραυματίστηκε ήταν ο Γ. Δράμης, γνωστός βασανιστής στη Λάρισα.

Όταν ήρθε η σειρά του Παττακού να ζητήσει από τον Τσιτώτα να παραδοθεί, πήρε σαν απάντηση κι αυτός μια ριπή, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του. Ο πυροβολισμός εξόργισε τον Παττακό που διέταξε να ανοίξει πυρ το τανκ. Το κανόνι και τα πολυβόλα του γκρέμισαν μέρος του πλίθινου τοίχου και της στέγης, κατά την πτώση της οποίας τραυματίστηκε ο Τσιτώτας. Σύμφωνα με τη σελίδα “Αντάρτικο Λημέρι”, ένα μεγάλο καρφί τρύπησε το πρόσωπό του. Αιμόφυρτος και ανήμπορος στη συνέχεια έστρεψε το πιστόλι του στον κρόταφο και τράβηξε τη σκανδάλη. Δυο από τρεις εγκλωβισμένους σκοτώθηκαν επίσης, από τα πυρά μέσα στην αποθήκη.

Στο σακίδιο του Τσιτώτα βρέθηκε, σημειώνει ο Τ. Γεροζήσης, «ένα κομμάτι ψωμί καλαμποκίσιο, ‘μπομπότα’, κι ένα κομμάτι καβουρμά, που ήταν η ξηρά τροφή με την οποία τον είχε εφοδιάσει η Επιμελητεία του ΔΣΕ. Σε διάφορα σημεία βρέθηκαν κάλυκες και άδειοι γεμιστήρες του αυτόματου ‘Στάγιερ’ που είχε και το πιστόλι ‘Παραμπέλουμ’ με το οποίο αυτοκτόνησε».

Πώς ήταν οι ελεύθεροι σκοπευτές

«Οι ελεύθεροι σκοπευτές ήταν μικρές μονάδες ειδικών καθηκόντων. Δρούσαν συνήθως δύο μαζί, καμιά φορά τρεις, σπάνια ένας μόνος. Ήταν οπλισμένοι ανάλογα με την αποστολή που αναλάμβαναν και συνήθως με όπλο που είχε σκοπευτική διόπτρα και πιο σπάνια με σιγαστήρα για να μειώνεται ο θόρυβος και να καλύπτεται η λάμψη του πυροβολισμού.

Ήταν συνήθως νέοι στην ηλικία, αποφασισμένοι, πιστοί στην αποστολή τους και, παρά την ηλικία τους, έμπειροι. Έπρεπε να έχουν “ατσάλινα” νεύρα και παραδειγματική ψυχραιμία.

Από τα πράγματα, ήταν σκληραγωγημένοι, ικανοί να μείνουν νηστικοί για μέρες ή ακίνητοι κάτω από αντίξοες συνθήκες για ώρες μέχρι να εντοπίσουν το “θύμα” τους. Ήταν ικανοί να εντοπίσουν ίχνη ανθρώπου ή ζώου εκεί που ένας απλός άνθρωπος δε θα έβλεπε τίποτα.

Χρησιμοποιούνταν και για συλλογή πληροφοριών ή για να διατηρήσουν κάποιες πολύ μυστικές επαφές και συχνά έμπαιναν κρυφά μέσα στις πόλεις για τέτοιου είδους αποστολές».

*Το κείμενο έχει δημοσιευτεί πρώτα στην Αυγή

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]
//