Στη θέα της κινητοποίησης εκατοντάδων γυναικών – απεργών, οι οδηγοί των φορτηγών που έχουν μόλις φτάσει με τα εμπορεύματα για να γεμίσουν τα ράφια των πολυκαταστημάτων τραβάνε χειρόφρενο και κατεβαίνουν από τα οχήματά τους. Δίπλα τους έρχονται οι οδηγοί των λεωφορείων, οι επιβάτες τους και οι επιβάτες των τραίνων.
Σύντομα ένα μεγάλο πλήθος συγκεντρώνεται γύρω από τα πολυκαταστήματα Κανς και Χάστινγκς του Όκλαντ κι αρχίζει να συζητά για τον αγώνα των 400 γυναικών, οι οποίες κακοπληρώνονται και βλέπουν να καταπατώνται συστηματικά τα εργασιακά τους δικαιώματα. Ο αγώνας στα πολυκαταστήματα της μεγάλης αμερικανικής πόλης στα δυτικά των ΗΠΑ, είχε ξεκινήσει αρκετό καιρό πριν, αλλά δεν είχε καταφέρει να βρεθεί στο επίκεντρο της προσοχής.
Είναι 5 η ώρα το πρωί. Είναι η ώρα που οι εργαζόμενοι πηγαίνουν στη δουλειά. Περνώντας όμως από τα πολυκαταστήματα, εκείνο το πρωινό της 3ης Δεκεμβρίου του 1946, ξεχνούν τον προορισμό τους. Κανείς δεν επιστρέφει στα οχήματα.
Μέσα σε λίγες ώρες, από άκρη σ’ άκρη, ολόκληρη η πόλη συζητά, έχει κάνει δικό της ζήτημα τον αγώνα στα πολυκαταστήματα. Μέσα σε λίγες ώρες ο αγώνας δεν αφορά μόνο τα Κανς και Χάστινγκς, αλλά τις εργασιακές συνθήκες σε κάθε χώρο δουλειάς.
Χωρίς να έχει προηγηθεί κάλεσμα από τα σωματεία, χιλιάδες εργαζόμενοι απ’ όλους τους κλάδους οργανώνονται και αποφασίζουν να προχωρήσουν αποφασιστικά σε γενική απεργία. Το Όκλαντ, με κάποια καθυστέρηση, αλλά με ξεχωριστό τρόπο, προστίθεται στη λίστα με τις πόλεις που ξεσηκώθηκαν στις ΗΠΑ εκείνη τη χρονιά.
Ο αυθόρμητος απεργιακός αγώνας θα μείνει στην ιστορία και για πολλά χρόνια ακόμη θα μνημονεύεται ως ο τελευταίος μεγάλος ξεσηκωμός, καθώς η επόμενη μεγάλη απεργία που οργανώθηκε στο Όκλαντ ήταν το 2011, με τους διαδηλωτές να ζητούν το τέλος των οικονομικών ανισοτήτων και της εργοδοτικής απληστίας. Είχε μεσολαβήσει πάντως ένα άλλο κορυφαίο ιστορικό γεγονός για τα κινήματα, η γέννηση του κόμματος των Μαύρων Πανθήρων, στις 15 Οκτωβρίου του 1966.
Κλειστά μαγαζιά και χορός στους δρόμους
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι απεργοί είχαν δώσει εντολή σε όλα τα μαγαζιά να σταματήσουν τη λειτουργία τους, εκτός από τα φαρμακεία και τα καταστήματα τροφίμων. Τα μπαρ επιτρεπόταν να παραμείνουν ανοιχτά, αλλά μπορούσαν να προσφέρουν μόνο μπίρα. Επίσης έπρεπε να βγάλουν τα τζουκ μποξ στο πεζοδρόμιο και να παίζουν μουσική δυνατά, χωρίς κόστος. Σ’ όλους τους δρόμους ακουγόταν ξανά και ξανά ένα χιτάκι της εποχής, “Pistol Packin’ Mama”, τους στίχους του οποίου είχε γράψει ο Αλ Ντέξτερ και είχαν ηχογραφήσει οι Μπινγκ Κρόσμπι και Άντριου Σίστερς.
Η απεργία κράτησε δυόμισι μέρες και συνολικά 54 ώρες. Οι πρώτες 24 ήταν στο πνεύμα του… καρναβαλιού, καθώς αναρίθμητα ζευγάρια χόρευαν και τραγουδούσαν για ώρες στους δρόμους. Οι συμμετέχοντες στην απεργία έγραφαν ιστορία και το γνώριζαν. Γι’ αυτό και διασκέδαζαν. Όποιος το ήθελε, μπορούσε πάντως να φύγει από την πόλη. Και μπορούσαν να μπουν μόνο όσοι είχαν “διαβατήριο”. Όπου διαβατήριο, οι κάρτες του συνδικάτου.
Ένας σημαντικός δημοσιογράφος είχε σχολιάσει ότι “το Όκλαντ είναι μια πόλη – φάντασμα απόψε”. Όμως ποτέ ξανά η πόλη δεν ήταν τόσο ζωντανή και ποτέ ξανά στο παρελθόν δεν ήταν η πλειοψηφία του κόσμου τόσο χαρούμενη, σημείωνε ο ακαδημαϊκός Σταν Γουΐρ (1921-2001) με άρθρο του, απ’ όπου αντλούμε πληροφορίες στην ιστοσελίδα libcom.org.
Ήταν μια πόλη νόμου και τάξης, χωρίς να χρειάζεται η παρουσία αστυνομικών. Σε μια πόλη με περισσότερους από 250.000 κατοίκους, ο ένας συναντούσε τον άλλον στον δρόμο και δεν ένιωθαν φόβο. Το αντίθετο.
Πριν ακόμη μπει η απεργία στη δεύτερη ημέρα της, ανάμεσα στις τάξεις των διαδηλωτών βρέθηκαν επίσης πολλοί βετεράνοι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίοι σχημάτισαν τα δικά τους γκρουπ και πραγματοποίησαν παρέλαση. Στη συνέχεια, πορεύτηκαν στα γραφεία της εφημερίδας “Oakland Tribune”, η οποία έγραφε ενάντια στις κινητοποιήσεις, και από εκεί πήγαν στο Δημαρχείο, ζητώντας την παραίτηση του δημάρχου και του δημοτικού συμβουλίου.
Από τις θέσεις τους αποχώρησαν επίσης τα πληρώματα τριών πλοίων τα οποία ήταν γεμάτα προμήθειες για τα στρατεύματα στην Ιαπωνία. Το βράδυ της ίδια μέρας, οι απεργοί έκλεισαν ορισμένα παντοπωλεία, ώστε να διατηρήσουν τα αποθέματα τροφίμων που λιγόστευαν. Σε όλες τις γενικές απεργίες, παρατηρεί ο Σταν Γουΐρ, οι συμμετέχοντες σύντομα αναγκάζονται από τη ροή των εξελίξεων να λειτουργήσουν την κοινωνία που έχουν πριν σταματήσει.
Μπλόκο στην απεργία από εργατοπατέρες
Το πείραμα του Όκλαντ είχε αρχίσει να βαθαίνει. Μέχρι εκείνη τη στιγμή υπήρχαν ελάχιστα στοιχεία για την ηγεσία των διαδηλωτών. Εξαίρεση αποτέλεσε αργότερα μόνο ένας αγωνιστής, ο οποίος πέντε μήνες αργότερα απολύθηκε λόγω της συνδικαλιστικής του δραστηριότητας.
Ο πρόεδρος του διεθνούς σωματείου Teamster, Ντέιβ Μπεκ, προς απογοήτευση των εργαζομένων, έδωσε εντολή να σπάσει η απεργία, καθώς η κινητοποίηση κρίθηκε αντικυβερνητική και δυσανάλογα ριζοσπαστική με βάση τις περιστάσεις. Σύμφωνα με την “Oakland Tribune” της 5ης Δεκεμβρίου, ο Μπεκ έδωσε εντολή σε όλα τα μέλη του σωματείου που είχαν αφήσει τις δουλειές τους να επιστρέψουν.
Σημειώνεται ότι η απεργία των 400 γυναικών στα πολυκαταστήματα είχε ξεκινήσει λόγω των πολύ χαμηλών μεροκάματων. Χαρακτηριστικά, ο Αλ Κίντερ, ένας από τους λίγους άντρες εργαζόμενους στα πολυκαταστήματα, βετεράνος πολέμου και με καθοριστική συμβολή στην οργάνωση του αγώνα, πληρωνόταν ως πωλητής 28 δολάρια τη βδομάδα, την ώρα που σε άλλα καταστήματα στην πόλη οι υπάλληλοι αμείβονταν με 10 δολάρια παραπάνω. Παράλληλα, τα σωματεία απέφευγαν να αναλάβουν δράση, παρότι είχαν δεχτεί εκκλήσεις από τους εργαζόμενους και τον ίδιο τον Αλ Κίντερ.
Ορισμένοι από τους δευτεροβάθμιους συνδικαλιστές του Όκλαντ και της Αλαμήντα έκαναν ό,τι μπορούσαν ώστε να δημιουργήσουν ένα συνεκτικό πλέγμα από συνδικαλιστικές οργανώσεις με αντιεραρχικό και ισότιμο χαρακτήρα. Οι εργαζόμενοι ωστόσο αποδείχτηκε ότι δεν ήταν εξοικειωμένοι με την ιδέα να ηγηθούν των εαυτών τους και χωρίς να έχουν εμπειρία από παρόμοια απεργία, στράφηκαν σε γνωστούς ήδη ηγέτες ώστε να γίνει το βήμα μπροστά.
Στον δρόμο 100.000 εργαζόμενοι
Τα σωματεία, τα οποία βρέθηκαν να ακολουθούν τις εξελίξεις, δεν στήριξαν στο σύνολό του τον αγώνα. Οι αντάρτες λιμενεργάτες και οι αποθηκάριοι που είχαν κατέβει στην απεργία, ήταν εκεί έξω μόνοι τους. Χωρίς ενισχύσεις και κατευθύνσεις. Χωρίς την παρέμβαση των σωματείων ώστε να πεισθούν να συμμετάσχουν και οι μαύροι εργάτες, που αντιμετώπιζαν επιφυλακτικά την απεργία των λευκών συναδέλφων τους.
Τελικώς βγήκε μπροστά ο Χάρι Λούντμπεργκ, που είχε ηγηθεί της μεγάλης γενικής απεργίας στο Σαν Φρανσίσκο και ήταν επίσης ο γραμματέας – ταμίας της Αμερικανικής Ομοσπονδία Εργασίας. Τη δεύτερη νύχτα της απεργίας ήταν ο βασικός ομιλητής στη μαζική συγκέντρωση των απεργών, στην οποία συμμετείχαν χιλιάδες. Στην απεργία έφτασαν να συμμετέχουν 100.000 εργαζόμενοι, σχεδόν ο μισός πληθυσμός της πόλης.
Ο Λούντεμπεργκ μίλησε παθιασμένα και συνάντησε θερμή ανταπόκριση. Δεν πλησίαζε το μικρόφωνο απρόθυμα κι η συμπεριφορά δεν πρόδιδε σε κανένα σημείο της δισταγμό, αναφέρει ο Σταν Γουΐρ.
Σε αντίθεση με άλλους ομιλητές, ήταν γεμάτος οργή για το δημοτικό συμβούλιο, εκφράζοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό τους απεργούς. Με μια έντονη, νορβηγική προφορά, κατηγόρησε το Δημοτικό Συμβούλιο λέγοντας: “Αυτοί οι χαφιέδες που αποκαλούν τους εαυτούς τους πατέρες της πόλης παίρνουν μαθήματα από τον Χίτλερ και τον Στάλιν. Δεν πιστεύουν στην ελευθερία των συνδικάτων να απεργήσουν.”
Όσα έλεγε ήταν αλήθεια, αλλά, είτε το γνώριζε είτε όχι, εστιάζοντας μόνο στο Δημοτικό Συμβούλιο, υποσκέλιζε τον απεργιακό αγώνα, υπογραμμίζει ο Σταν Γουίρ, αναφέροντας πως θα έπρεπε να καταφερθεί εναντίον και των εργοδοτών.
Πριν τελειώσει η απεργία, οι εργατικές ομοσπονδίες έκαναν σχέδια για την επόμενη μέρα, σχεδιάζοντας να εισέλθουν στο Δημοτικό Συμβούλιο μέσω της εκλογής αντιπροσώπων. Οι επικεφαλής της εργατικής ομοσπονδίας, που δεν πλησίαζαν την απεργία, θα κατέβαιναν ως υποψήφιοι στην εκλογική διαδικασία που η απεργία -στην ουσία- προκάλεσε.
Όπως αναμενόταν, τις έδρες που κέρδισαν στο Συμβούλιο αργότερα δεν τις χρησιμοποίησαν για να προωθήσουν ένα ριζοσπαστικό εργασιακό πρόγραμμα, αλλά παρέμειναν εκεί διεκπεραιωτικά, με αποτέλεσμα να ξεθωριάσει το μήνυμα της αυθόρμητης απεργίας και να περάσει στην αφάνεια.
Πήραν τις ψήφους και ξέχασαν τους απεργούς
Η απεργία ολοκληρώθηκε 54 ώρες μετά, στις 11 το πρωί της 5ης Δεκεμβρίου. Οι άνθρωποι που βρίσκονταν στον δρόμο έμαθαν την απόφαση από τα μεγάφωνα ενός φορτηγού που κατέβασε η Εργατική Αμερικανική Ομοσπονδία. Ήταν η πρώτη αποφασιστική ενέργεια από την πλευρά της ηγεσίας, τα μέλη της οποίας είχαν συνεδριάσει νωρίτερα με κλειστές πόρτες.
Καμία παραχώρηση δεν κερδήθηκε για τις γυναίκες υπαλλήλους στα καταστήματα των Κανς και Χάστινγκς, οι οποίες εγκαταλείφθηκαν από τα σωματεία στις διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες. Αυτές οι γυναίκες και πολλοί ακόμα απεργοί, ακούγοντας το μήνυμα από το φορτηγό, αντέδρασαν με θυμό. Μεγάλος αριθμός φορτηγατζήδων και άλλων εργαζόμενων συνέχισαν να απεργούν μαζί με τις γυναίκες, φωνάζοντας ενάντια στις εντολές του φορτηγού και καλώντας τον κόσμο να παραμείνει στην απεργία.
Ωστόσο όλοι οι απεργοί, εκτός των 400 γυναικών, υποχρεώθηκαν να γυρίσουν στις δουλειές τους καθώς δεν είχαν πια την προστασία των συνδικάτων τους κι ήταν ευάλωτοι απέναντι σε πειθαρχικές διώξεις από τους εργοδότες. Μέχρι το μεσημέρι της 5ης Δεκεμβρίου ελάχιστοι εργαζόμενοι είχαν απομείνει στον δρόμο, να περιπλανώνται από δω και από εκεί. Η μαζική συνάντηση που είχε προκηρύξει η εργατική ομοσπονδία με θέμα την ενότητα της απεργίας δεν τηρήθηκε ποτέ.
Πολέμησαν για τη δημοκρατία και βίωναν μετά την αδικία
Η «αυθόρμητη» γενική απεργία του Όκλαντ ήταν ένα τεράστιο γεγονός, τονίζει ο Στιβ Γουΐρ, καθώς δεν εξέφραζε μόνο τον κόσμο της περιοχής, αλλά αντιπροσώπευε την τάση της εργατικής τάξης σε όλη τη χώρα. Ήταν μια δήλωση της εργατικής τάξης απέναντι στην υποκρισία του καθεστώτος, καθώς, λίγο μετά την ολοκλήρωση του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ενός αγώνα για τη δημοκρατία, την έβλεπαν να καταπατάται σε κάθε πεδίο της καθημερινότητας. Σε κάθε εργοστάσιο, σε κάθε εργασιακό χώρο. Δεν είχαν παλέψει ενάντια στον φασισμό για να γυρίσουν «σπίτι» για να παίρνουν ψίχουλα ή ακόμη να βλέπουν τις απεργίες τους να σπάνε από τα ίδια τα συνδικάτα.
Είχαν χάσει τέσσερα χρόνια της ζωής τους στον πόλεμο, τέσσερα χαμένα χρόνια, για τα οποία δεν θα διαμαρτύρονταν σε διαφορετικές συνθήκες, αρκεί να είχαν τα αυτονόητα. Δουλειές, αξιοπρεπείς μισθούς και συνδικαλιστικά δικαιώματα. Αυτά για τα οποία άλλωστε πάλεψαν ενάντια στον φασισμό ώστε να τα έχουν όλοι ανεξαιρέτως, πολεμώντας σώμα με σώμα και με το βάρος της πιθανότητας να πεθάνουν νέοι ανά πάσα στιγμή.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.