1971-1972 Εργάτες σε ορυχεία, ξενοδοχεία και χωράφια ξεσηκώθηκαν ενάντια στη συστηματική εκμετάλλευση σε βάρος τους, που απαιτούσε μεταξύ άλλων να δουλεύουν για ψίχουλα μακριά από την οικογένειά τους και να κυκλοφορούν με διαβατήρια μέσα στη χώρα. Μετά από επίμονο και δυναμικό αγώνα πέτυχαν μεγάλη νίκη για τα δικαιώματά τους και άνοιξαν τον δρόμο για την ανεξαρτησία
Τον χειμώνα του ’71 και του ’72, η οικονομία της Νοτιοδυτικής Αφρικής (σήμερα Ναμίμπια) σημαδεύτηκε από την εργατική γενική απεργία των συμβασιούχων ιθαγενών, οι οποίοι αμφισβήτησαν το σύστημα διάθεσης θέσεων εργασίας, το οποίο είχε επιβληθεί από την κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής. Η απεργία οδήγησε στην κατάργηση του συστήματος των σχετικών συμβάσεων και αποτέλεσε εξέλιξη – σταθμό, καθώς ενθάρρυνε την ταχεία ανάπτυξη της αντιπολιτευτικής δράσης.
Το 1971 η Νοτιο-δυτική Αφρική βρισκόταν ήδη αρκετά χρόνια υπό την κυριαρχία της κυβέρνησης του Άπαρτχαιντ. Οι νόμοι του καθεστώτος υποχρέωναν τους ιθαγενείς της Ναμίμπια να ζουν σε συγκεκριμένες περιοχές, στο βόρειο τρίτο της χώρας, ενώ απαιτούσαν διαβατήρια για τις μετακινήσεις τους μέσα σε αυτή. Οι Οβάμπος ήταν η μεγαλύτερη ομάδα ιθαγενών, αποτελώντας σχεδόν τον μισό πληθυσμό τους και ζούσαν στην περιοχή Οβάμπολαντ. Η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής είχε επιβάλλει σε όλους τους ιθαγενείς μία συγκεκριμένη σύμβαση εργασίας, η οποία ήταν ιδιαίτερα καταπιεστική και άδικη.
Συμβάσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης
Για να βρουν δουλειά οι Οβάμπος και οι υπόλοιποι ιθαγενείς στη Ναμίμπια έπρεπε να υπογράψουν συμβόλαιο ενός έτους με ορυχεία και δήμους απ’ όλη τη χώρα. Οι εργάτες έπρεπε να αφήσουν την οικογένειά τους και να ζήσουν εκεί που βρισκόταν ο χώρος εργασίας, χωρίς να μπορούν να πάρουν τους δικούς τους μαζί. Οι εργοδότες πλήρωναν ψίχουλα τους εργάτες με βάση την τάξη τους (όσο πιο χαμηλά, τόσο λιγότερα) και όχι με βάση το είδος εργασίας. Οι εργάτες δεν μπορούσαν να σπάσουν τις συμβάσεις, ενώ αντίθετα οι εργοδότες μπορούσαν.
Το Λαϊκό Κογκρέσο της Οβαμπολάντ είχε επιδιώξει την κατάργηση του συστήματος από το 1957. Ο Λαϊκός Οργανισμός της Οβαμπολάντ και η Λαϊκή Οργάνωση της Νοτιοδυτικής Αφρικής συνέχισαν αργότερα αυτό τον αγώνα. Ωστόσο, στο πικ της η αντίσταση δεν έφτασε χάρη σε κάποια από αυτές τις οργανώσεις. Οι ίδιοι οι εργάτες, από μόνοι τους, ανέπτυξαν μια μαζική εκστρατεία, αξιοποιώντας τη γενικευμένη δυσαρέσκεια και την αίσθηση καταπίεσης από τις συμβάσεις.
Οι πρώτες απεργίες, οι πρώτες συλλήψεις
Τον Ιούνιο του 1971, το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης δήλωσε ότι ο έλεγχος της Νότιας Αφρικής στη Ναμίμπια ήταν παράνομος. Αυτό προσέλκυσε τη στήριξη των ιθαγενών, καθώς ξεκίνησαν αμέσως μετά διαδηλώσεις ενάντια στην κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής πάνω στα εδάφη των ιθαγενών. Οι εργάτες ξεκίνησαν απεργίες στη Γουέλβις Μπέι, στο Βίντχοκ και στην πρωτεύουσα της Ναμίμπια. Η αστυνομία συνέλαβε αρκετούς διαδηλωτές, σε μια αποτυχημένη απόπειρα να καταστείλει εγκαίρως τις διαμαρτυρίες.
Αργότερα μέσα στον μήνα, οι ηγέτες της Αφρικανικής Λουθηρανικής εκκλησίας συνέταξαν επιστολές προς τον πρωθυπουργό της Νότιας Αφρικής, με τις οποίες καταδίκαζαν το σύστημα διάθεσης εργασίας και υποστήριζαν την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου. Η Ολλανδική αναμορφωμένη Εκκλησία ήταν επίσης στο πλευρό της Αφρικανικής.
Από τον Αύγουστο έως τον Δεκέμβριο οι ηγέτες της Εκκλησίας είχαν συνεχόμενες συναντήσεις με τον πρωθυπουργό της Νότιας Αφρικής και τον Χαν ντε Γουέτ, Γενικό Επίτροπο για τα βόρεια εδάφη των ιθαγενών. Οι διαπραγματεύσεις δεν έφεραν αποτέλεσμα. Σε μία από αυτές τις συναντήσεις ο Χαν ντε Γουέτ είχε τονίσει ότι αν οι Οβάμπος και άλλοι ιθαγενείς της Ναμίμπια ήταν ενάντια στο σύστημα, δεν θα ζητούσαν τη βελτίωσή του. Η αλήθεια είναι όμως, ότι δεν είχαν άλλη επιλογή πέρα απ’ το να διεκδικήσουν καλύτερους όρους στις συμβάσεις εργασίας, καθώς δεν είχαν από πουθενά αλλού να κερδίσουν χρήματα για να ζήσουν.
Οι αστυνομικοί που ήταν υπέρ τους, αποβάλλονταν από το σώμα
Στις 10 Δεκεμβρίου, μια εφημερίδα δημοσίευσε το σχέδιο των Οβάμπος εργατών να απεργήσουν στη Γουέλβις Μπέι τέσσερις μέρες μετά. Οι εργάτες έστειλαν επιστολές σε φίλους και συναδέλφους απ’ όλη τη χώρα, με τις οποίες τους ζήτησαν να κατέβουν σε γενική απεργία και να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Ύστερα από μαζική συνέλευση, οι Οβάμπος εργάτες στο Βίντχοκ αποφάσισαν να απεργήσουν. Στις 13 Δεκεμβρίου, 6 χιλιάδες Οβάμπος εργάτες σταμάτησαν να δουλεύουν και ξεκίνησαν να μποϊκοτάρουν τα φαγητά από τις κουζίνες του Βίντχοκ, ;oπου δούλευαν. Η κυβέρνηση αντέδρασε, απευθύνοντας έκκληση στους λευκούς σπουδαστές και στους Οβάμπος εργάτες που δεν είναι μαύροι να κρατήσουν την πόλη όρθια και λειτουργική, αλλά δεν υπήρχαν αρκετοί εργαζόμενοι να αντικαταστήσουν τους απεργούς.
Η αστυνομία συνέλαβε πολλούς απεργούς και στη Γουέλβις Μπέι, όταν άρχισαν κι εκεί τις κινητοποιήσεις οι Οβάμπος. Υπήρχε μάλιστα πληθώρα καταγγελιών που ανέφερε ότι η αστυνομία ξυλοκοπούσε τους διαδηλωτές. Αντίθετα οι αστυνομικοί που αντιμετώπιζαν με συμπάθεια τους απεργούς, αποβλήθηκαν από το σώμα.
Ο Επίτροπος της φυλής Μπαντού για τη Νοτιοδυτική Αφρική συνάντησε εργάτες τόσο στη Γουέλβις Μπέι όσο και στο Βίντχοκ, προτρέποντάς τους να επιστρέψουν στις δουλειές τους. Οι απεργοί απάντησαν ότι θα επέστρεφαν, μόνο αν το σύστημα συμβάσεων καταργούνταν, δηλώνοντας πως δεν τους αρκεί η βελτίωσή του.
Όλα τα ορυχεία κλειστά
Στις 15 Δεκεμβρίου, κατέβηκαν σε απεργία οι Οβάμπος του ορυχείου χαλκού Κλιν Άουμπ. Την επόμενη ημέρα οι εργαζόμενοι από ένα άλλοι ορυχείο εντάχθηκαν κι εκείνοι στο πλευρό τους, ενώ ξεκίνησε ο επαναπατρισμός των πρώτων Οβάμπος από το Βίντχουκ. Απεργοί από τη Γουέλβις Μπέι, εργαζόμενοι σε ξενοδοχεία και αγρότες, που πήραν επίσης αγωνιστική απόφαση, ανέβασαν τον αριθμό των απεργών σε πάνω από 10.000.
Στο Βίντχοκ, στο Γουέλβις Μπέι και σε όλο και περισσότερα ορυχεία, τα οποία αποτελούσαν τον κεντρικό πυλώνα της οικονομίας για τη Ναμίμπια, οι εργάτες είχαν σταματήσει να δουλεύουν. Μέχρι τις 19 Δεκεμβρίου, 12 χιλιάδες Οβάμπος είχαν κατέβει σε απεργία, την ώρα που πολλοί συνέχιζαν να επιστρέφουν πίσω στη γη τους.
Εντωμεταξύ αποτυχημένη αποδείχτηκε η προσπάθεια ιδιωτικών εταιρειών στην πόλη Γκρουτφοντέιν να μεταπείσουν τους απεργούς σε νοσοκομείο. Και εκείνοι διάλεξαν τον δρόμο της αντίστασης, πιστεύοντας ότι η δικαίωσή τους δεν ήταν πια κάτι άπιαστο.
Στις 29 Δεκεμβρίου, οι εργάτες των ορυχείων Ρος Πάινα ξεκίνησαν να συμμετέχουν στην απεργία, διακόπτοντας τις προμήθειες για τη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα της Νότιας Αφρικής. Αυτή η ενέργεια ώθησε τα στελέχη, τους βιομήχανους και τους διαχειριστές των ορυχείων να συναντηθούν με τους ιθαγενείς. Οι εργοδότες υποχρεώθηκαν να ανακοινώσουν πως θα ξεκινήσουν άμεσα την αναθεώρηση του συστήματος συμβάσεων εργασίας.
Ως τις 3 Ιανουαρίου του 1972, όλα τα μεγάλα ορυχεία ήταν σε απεργία και 13.000 απεργοί είχαν επιστρέψει στην πατρίδα τους, ενώ πάνω από 20.000 ήταν οι απεργοί σε όλη τη χώρα. Οι απεργοί εξέλεξαν μια επιτροπή-αντιπροσωπεία, η οποία με τη σειρά της διένειμε φυλλάδια με τα αιτήματά τους σε όλους τους Οβάμπος και ζητούσε να διαπραγματευτεί με την κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής. Ο κύριος στόχος της ήταν η μεταρρύθμιση του συστήματος συμβάσεων και συμπεριελάμβανε διεκδικήσεις όπως το δικαίωμα να επιλέγουν οι ιθαγενείς τη δουλειά που θέλουν, να αλλάζουν δουλειά όποτε το θέλουν και να έχουν τη δυνατότητα να πάρουν μαζί τις οικογένειές τους στην περιοχή που δουλεύουν. Διεκδίκησαν επίσης ένα νέο σύστημα για τα διαβατήρια και αυξημένους μισθούς που θα βασίζονται στον τύπο της εργασίας και όχι στην κοινωνική τάξη.
Αν και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι είχαν συμφωνήσει να μεταρρυθμίσουν το σύστημα διάθεσης θέσεων εργασίας, οι διαδηλώσεις και οι απεργίες συνεχίστηκαν. Στις 12 Ιανουαρίου, η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής έστειλε ακόμη περισσότερες αστυνομικές δυνάμεις στη Ναμίμπια, ώστε να εμποδίσει τη συνέχεια της εξέγερσης. Η κυβέρνηση της Οβαμπολάντ ψήφισε ενάντια στο σύστημα συμβάσεων εργασίας και υποστήριξε τις διεκδικήσεις των απεργών.
Στις 19 Ιανουαρίου, το Συμβούλιο Ηνωμένων Εθνών για τη Ναμίμπια δήλωσε ότι το σύστημα διάθεσης εργασίας παραβίαζε τη διακήρυξη ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ.
Πολλαπλασίασαν τα δικαιώματά τους
Μετά από δύο μέρες διαπραγματεύσεων μεταξύ των απεργών και της κυβέρνησης στο Γκρουτφοντέιν, η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής κατήργησε επίσημα το σύστημα διάθεσης εργασίας. Οι νέοι κανονισμοί επέτρεπαν στους εργαζόμενους να υποβάλουν αίτηση για όποια δουλειά ήθελαν στα γραφεία εργασίας των Οβαμπολάντ. Οι εργαζόμενοι μπορούσαν να διαλέξουν τις δουλειές τους και πληρώνονταν με βάση τον τύπο δουλειάς και με ατομικές συμβάσεις. Τόσο οι εργάτες όσο και οι εργοδότες μπορούσαν να τερματίσουν τη σύμβαση ανά πάσα στιγμή. Οι εργοδότες έπρεπε να παρέχουν δωρεάν ιατρική περίθαλψη. Ωστόσο, δεν υπήρχε πρόβλεψη για οικογενειακή συνοδεία στους τόπους εργασίας.
Πολλοί από τους εργαζόμενους θεώρησαν ότι οι κακές συνθήκες εργασίας θα συνεχίζονταν και με το νέο σύστημα και γι’ αυτό συνέχισαν την απεργία. Οι επικεφαλής της εκκλησίας μίλησαν εναντίον του νέου συστήματος, όπως είχαν μιλήσει εναντίον του παλαιού. Στις 26 Ιανουαρίου, η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής έστειλε στρατεύματα στην Οβαμπολάντ για να διατηρήσει την τάξη. Την ίδια ώρα η αστυνομία διέλυε συναντήσεις δια της βίας και σκότωσε δέκα Οβάμπος. Δύο ακόμη απεργοί Οβάμπος σκοτώθηκαν από συμπατριώτες τους που ήταν ενάντια στις απεργίες, ενώ η κυβέρνηση της Νότιας Αφρικής έστειλε στην εξορία 20 κληρικούς από τη γη των Οβάμπος.
Στις 4 Φεβρουαρίου η Νότια Αφρική κήρυξε στρατιωτικό νόμο, με τον οποίο απαγορεύονταν οι συναντήσεις άνω των πέντε ατόμων στη γη των Οβάμπος.
Στις 14 Φεβρουαρίου, δώδεκα απεργοί πέρασαν από δίκη γιατί έσπασαν τη σύμβασή τους και ξεκίνησαν απεργία. Οι περισσότερες κατηγορίες είχαν ήδη καταρριφθεί πριν καν ακόμη τελειώσει η δίκη τον Ιούνιο. Κατά τη διάρκειά της αποκαλύφθηκαν μάλιστα, σχεδόν στο σύνολό τους, οι άθλιες συνθήκες υπό τις οποίες ακόμη εργάζονταν οι Οβάμπος.
Οι εργαζόμενοι συνέχισαν τις απεργίες μέχρι τον Απρίλιο, διαμαρτυρόμενοι που οι συνθήκες δεν είχαν βελτιωθεί με το νέο σύστημα. Κατά το διάστημα αυτό ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ συνάντησε τους ηγέτες των Οβάμπος για ν’ ακούσει τα βιώματα και τα αιτήματά τους.
Οι εργαζόμενοι Οβάμπος στη Ναμίμπια είχαν ανατρέψει επιτυχώς το σύστημα διάθεσης εργασίας χάρη στη γενική τους απεργία. Σε πολλά επίπεδα ωστόσο, οι άσχημες όροι εργασίας παρέμεναν και οι εργαζόμενοι παρέμεναν χωρισμένοι από τις οικογένειές τους. Ακόμη κι έτσι όμως οι απεργοί είχαν πετύχει να αυξήσουν σημαντικά τα δικαιώματά τους. Η εκστρατεία τους έθεσε επίσης τη βάση για τον απώτερο πολιτικό στόχο της απεργίας, που δεν ήταν άλλος από την περαιτέρω ανεξαρτησία τους από τη Νότια Αφρική. Αυτός ο αγώνας θα συνεχιζόταν για δεκαοκτώ χρόνια ακόμη.
* Πληροφορίες – μετάφραση από τη διεθνή κινηματική βιβλιοθήκη libcom.org
**Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτα στην εφημερίδα Αυγή
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.