Πόσες ιστορίες θα έχει να σου πει ένα μαγαζί; Αυτές τις ιστορίες που γράφονται χαραγμένες στους τοίχους, στα βαρέλια κρασιού και στις μνήμες των ανθρώπων που τις έζησαν. Κάποιες αποτυπώνονται κρεμασμένες στις φωτογραφίες, προσπαθώντας να περιγράψουν λίγο από την ένταση που κρύβουν. Κάποιες θα μείνουν να λέγονται από στόμα σε στόμα και κάποιες θα προσπαθήσουμε να τις γράψουμε, για να μη τις ξεχάσουμε κι εμείς.
Η παραδοσιακή, οικογενειακή ταβέρνα “Κουμπούρας”, ξεκίνησε τη λειτουργία της το 1954 ως οινοπωλείο. Εκείνα τα μετακατοχικά χρόνια, η ιστορική ταβέρνα άνοιξε στη γωνία της οδού Κύπρου και Σωκράτους, πίσω από το γήπεδο της Προοδευτικής. Αρχικά, η ταβέρνα στεγαζόταν στην οδό Γούναρη, στο υπόγειο της “Μακράς Στοάς”, μέχρι που ο βομβαρδισμός της πόλης από τους Γερμανούς κατέστρεψε το χώρο.
Το 1952, ο Παναγιώτης Θεοδωρόπουλος, ο αρχικός ιδιοκτήτης έφτιαξε έναν χώρο με βαρέλια κρασιού κάτω από το σπίτι του και άρχισε να πουλάει ρετσίνα. Σιγά σιγά άρχισε να σερβίρει και μεζεδάκια. Η ονομασία της ταβέρνας “Κουμπούρας” βγήκε από το παρατσούκλι του παππού του Θεοδωρόπουλου που κατασκεύαζε όπλα στη Δημητσάνα για τους πολεμιστές του ’21. Στη συνέχεια ανέλαβε το μαγαζί, ο Αντρέας Θεοδωρόπουλος, ο γιος του, με τη βοήθεια της γυναίκας του, της Γιώτας. Πλέον η Γιώτα μαζί με τα παιδιά της, Πέτρο και Τζίνα Θεοδωροπούλου, έχουν αναλάβει το μαγαζί. Τρεις γενιές ολόκληρες και οι ιστορίες στεγάζονται κάτω από τον Κουμπούρα.
Τα γλέντια στου “Κουμπούρα” ήταν πολύ μεγάλα και έχουν να τα θυμούνται πολλοί. Θίασοι ολόκληροι μετά τις παραστάσεις τους στα σινεμά “Έλλη” και “Κορυδαλλός” μαζεύονταν στου “Κουμπούρα”.
Ο Φραγκίσκος Μανέλης με τον θίασό του έβρισκε καταφύγιο στου Κουμπούρα, στα τέλη του ’50. Τριγύρω τότε έβλεπες ρέματα και χωματόδρομους, αμαξάδες και νερουλάδες να ξεζεύουν τα άλογα τους και να ξεδιψούν με μια ρετσίνα στην ταβέρνα. “Βάλε να πιούμε ένα κρασί, που κάνει τη ζωή χρυσή”, έλεγαν.
Ο “Κουμπούρας” υπήρξε καταφύγιο και για τον Στέλιο Καζαντζίδη. Τα τελευταία 7 χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο μαγαζί, όπου πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα. Πολλά μεσημέρια προτιμούσε να πηγαίνει μόνος του, όταν ήταν ακόμα κλειστά και να τρώει παρέα με τον Αντρέα και τη Γιώτα. Τα βράδια τα γλέντια τους ήταν τρικούβερτα όμως. Τους ζητούσε να βάζουν cd με τα δικά του τραγούδια και καμιά φορά με τούρκικα που του άρεσαν πολύ. Όταν τραγουδούσε όμως, έτριζαν τα τζάμια σε ολόκληρη τη γειτονιά. Πλέον, υπάρχουν φωτογραφίες του Καζαντζίδη πάνω από τα βαρέλια κρασιού. Ο ίδιος ζήτησε να μπουν εκεί. Ο Στέλιος ψαρεύει, ο Στέλιος παίζει μπαγλαμά, ο Στέλιος με τη Μαρινέλα.
Σήμερα, γύρω γύρω υπάρχουν πια σπίτια, αλλά η ταβέρνα κρατάει ακόμα τον παραδοσιακό της χαρακτήρα. Δέκα βαρέλια γεμάτα ρετσίνα, έτοιμα να υποδεχτούν τον κάθε καλεσμένο. Τα πλούσια μεζεδάκια φτιάχνονται με μεράκι και κέφι. Για κύριο πιάτο παϊδάκια και κρέατα της ώρας με το κιλό. Παραδοσιακές και νέες γεύσεις συναντιούνται σ’ αυτή τη ζεστή γωνιά του Κορυδαλλού, θυμίζωντας μας πως ο χρόνος τελικά μπορεί να μείνει αναλλοίωτος σε κάποια μέρη. Θυμίζωντάς μας πως οι ιστορίες ακόμα και αν δε γράφονται, υπάρχουν πάντα στον αέρα και στο άρωμα κάποιων τοίχων.
Τη ταβέρνα του “Κουμπούρα” μπορείτε να τη βρείτε και στο facebook.
Σωκράτους 41 και Κύπρου, Κορυδαλλός
Τηλ: 2104972194
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.