Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Θεέ μου, τι καλό που είναι να ξεκουράζεται κανείς! Σκούπισα τον ιδρώτα από το πρόσωπό μου και ρούφηξα βαθιές ανάσες αέρα. Πόσο είχα τρέξει! Αλλά δεν μετάνιωνα, γιατί μου άξιζε.
Ήταν πιο ωραίος απ' όσο μπορούσαν λόγια να εκφράσουν, κι ο Άσενμπαχ ένιωσε με πόνο, όπως κι άλλες φορές, πως ο λόγος μπορεί μονάχα να υμνήσει μα όχι να αποδώσει την ομορφιά των αισθήσεων.
Μα το ξανασκέφτηκε κι' άρχισε να τα λυπάται. Κάποτε, έλπισε, θα βρισκόταν - έπρεπε να βρεθεί - ανάμεσα στα τόσα κοντόφθαλμα κοτόπουλα που κακάριζαν και καταβρόχθιζαν ό,τι έλαχε μπροστά τους, ένας μικρός αητός σαν τον ίδιο του τον εαυτό.
Κι όμως...ναι είναι παράξενο, αλλά αληθινό, πως αν δει κανείς τη συγκεκριμένη μορφή ζωής του ως έργο τέχνης, δεν θα ήταν ποτέ στον ίδιο βαθμό τέλεια, αν αφηνόταν να γεράσει. Ο θάνατος αποτελεί συχνά το θέμα της φάρσας που παίζει η ζωή»
Κι αν δεν μπορείς νά κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μήν τήν εξευτελίζεις μές στήν πολλή συνάφεια του κόσμου,μές στές πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Νοσταλγία; Πώς ήταν δυνατόν να νιώθει νοσταλγία αφού εκείνος ήταν απέναντί της; Πώς είναι δυνατόν να υποφέρει κανείς από την απουσία κάποιου που είναι παρών;
Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε, που ύστερα φοβήθηκε