Παραμονὴ Χριστουγέννων. Σκυμμένος πάνω ἀπ᾿ τὸ γραφεῖο του, ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ δούλευε ἀσταμάτητα. Τὸ δωμάτιο ἦταν μᾶλλον κρύο, γιατί τὰ λιγοστὰ κάρβουνα στὴ σόμπα δὲν ζέσταιναν ἀρκετά. Ὄχι ὄτι ἔλειπαν τοῦ Σκροῦτζ τὰ χρήματα γιὰ ν᾿ ἀγοράσει περισσότερα κάρβουνα. Ἀλλὰ ὁ Ἐμπενέζερ Σκροῦτζ ἦταν ἕνας φοβερὸς τσιγκούνης! Στὸ διπλανὸ δωμάτιο, χωρὶς θερμάστρα, ἐργαζόταν ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ, ὁ κλητήρας του, ποὺ ἔτρεμε ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν παγωνιά. Ξαφνικὰ ἡ πόρτα ἄνοιξε κι ἕνας χαμογελαστὸς ἄντρας μπῆκε στὸ γραφεῖο.
«Θεῖε, Καλὰ Χριστούγεννα!».
«Κακά, ψυχρὰ κι ἀνάποδα…» γκρίνιαξε ὁ Σκροῦτζ.
«Θεῖε μου, μὴ μουτρώνεις. Ἦρθα νὰ σὲ καλέσω γιὰ τὸ μεσημέρι», εἶπε ὁ Φρέντ, ὁ ἀνιψιός του.
Ἀλλὰ ὁ Σκροῦτζ ἀρνήθηκε τὴν πρόσκληση. Ποτέ του δὲν γιόρταζε τὰ Χριστούγεννα. Τὰ θεωροῦσε χάσιμο χρόνου. Ὅμως ἡ ἀπάντηση τοῦ Σκροῦτζ δὲ χάλασε τὸ κέφι τοῦ Φρέντ. Ἔφυγε χαμογελαστός, ἀφοῦ προηγουμένως ἀντάλλαξε εὐχὲς μὲ τὸν Μπὸμπ Κράτσιτ.
Λίγα λεπτὰ ἀργότερα χτύπησαν τὴν πόρτα. Ὁ ὑπάλληλος ἔτρεξε ν᾿ ἀνοίξει. Παρουσιάστηκαν δυὸ κύριοι.
«Ἐδῶ εἶναι ἡ ἑταιρεία Σκροῦτζ καὶ Μάρλεϊ;» ρώτησε ὁ πρῶτος.
«Ὁ συνέταιρός μου, ὁ Μάρλεϊ, πέθανε σὰν ἀπόψε πρὶν ἀπὸ ἑφτὰ χρόνια», τοῦ ἀπάντησε ψυχρὰ ὁ Σκροῦτζ.
«Τὰ συλλυπητήρια μου», εἶπε ὁ δεύτερος.
«Ἐμεῖς κάνουμε ἔρανο γιὰ τοὺς φτωχούς. Αὔριο, ποὺ ξημερώνει μέρα χαρᾶς, ὑπάρχουν, δυστυχῶς, ἄνθρωποι ποὺ ὑποφέρουν ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τὴν πείνα. Μποροῦμε νὰ ἔχουμε τὴ συνδρομή σας;».
Ὁ γέρο-σπαγκοραμμένος δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ ξοδέψει οὔτε μία πένα γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς συνανθρώπους του καὶ ἀπάντησε ἀρνητικὰ στοὺς δυὸ ἐπισκέπτες.
Ἐκεῖνοι ἔφυγαν ἀπογοητευμένοι, χωρὶς νὰ τὸν πιέσουν περισσότερο.
Νύχτωσε. Ἦρθε ἡ ὥρα νὰ κλείσει τὸ γραφεῖο. Ὁ Σκροῦτζ φόρεσε τὸ παλτὸ καὶ τὸ καπέλο του καὶ πῆρε στὸ χέρι τὸ μπαστούνι του. Μὲ τὴ σειρά του, ὁ Μπὸμπ Κράτσιτ ἑτοιμάστηκε κι αὐτὸς νὰ φύγει.
«Ὑποθέτω ὅτι δὲν θέλεις νὰ δουλέψεις αὔριο», τοῦ εἶπε ὁ Σκροῦτζ μὲ δυσφορία. Ὁ Μπὸμπ κούνησε καταφατικὰ τὸ κεφάλι.
«Ἂ-ἂ-ἂν δὲ σᾶς πειράζει, κύ-κύ-κύριε Σκροῦτζ», τραύλιζε ὁ καημένος ὁ Μπόμπ.
«Δὲ μοῦ ἀρέσει νὰ σὲ πληρώνω ὅταν δὲν ἐργάζεσαι», τὸν διέκοψε ὁ Σκροῦτζ. «Πάντως, μεθαύριο θὰ πιάσεις ἀπὸ νωρὶς δουλειά!».
Ὁ Μπὸμπ τὸν εὐχαρίστησε κι ἔτρεξε ἔξω νὰ βρεῖ κάτι παιδάκια ποὺ διασκέδαζαν κάνοντας τσουλήθρα στὸν παγωμένο δρόμο.
Ἀδιαφορώντας γιὰ τὴ γιορταστικὴ ἀτμόσφαιρα, ὁ Σκροῦτζ ἔφαγε, ὅπως συνήθως, μόνος του σὲ μιὰ γειτονικὴ ταβέρνα.
Ἔπειτα, τράβηξε γιὰ τὸ σπίτι του. Τὸ κτίριο ὅπου ἔμενε βρισκόταν στὴν ἄκρη ἑνὸς στενοῦ καὶ σκοτεινοῦ δρόμου. Τὸ παλιὸ καὶ φθαρμένο διαμέρισμα ἀνῆκε κάποτε στὸ συνέταιρό του, τὸν Τζὰκ Μάρλεϊ.
Ὁ Σκροῦτζ ἔβγαλε τὸ κλειδὶ γιὰ νὰ ξεκλειδώσει τὴν ἐξώπορτα. Τὸ ρόπτρο, ἂν καὶ μεγάλο, δὲν εἶχε τίποτα τὸ ἰδιαίτερα ὄμορφο πάνω του. Κι ὅμως, ἐκείνη τὴ βραδιὰ ἔμοιαζε λουσμένο σ᾿ ἕνα ἀπόκοσμο φῶς. Ὁ Σκροῦτζ, πραξενεμένος, ἔσκυψε νὰ ἐξετάσει καλύτερα… καὶ τότε ἀντίκρισε τὸ πρόσωπο τοῦ Μάρλεϊ νὰ τὸν κοιτάζει!.. Τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ὅμως ξανάγινε ἕνα κοινότατο ρόπτρο. Ταραγμένος ὁ Σκροῦτζ μπῆκε στὸ διαμέρισμα, μαντάλωσε τὴν πόρτα πίσω του καὶ προχώρησε στὴ σάλα.
Στὴ συνέχεια, ἔβγαλε τὸ παλτό του, φόρεσε τὶς παντόφλες του καὶ κάθησε μπροστὰ στὸ τζάκι. Πάνω στὴ σχάρα τρεμόσβηναν λίγες ἀδύναμες φλόγες. Ξαφνικά, ἀπ᾿ τὴ μεριὰ τῆς ἀποθήκης ἄκουσε νὰ σέρνονται βαριὲς ἁλυσίδες. Μέσα ἀπὸ τὴν κλειστὴ πόρτα γλίστρησε μία παράξενη σκιὰ καί, αἰωρούμενη, ἦρθε καὶ στάθηκε στὴ μέση του δωματίου. Τούτη τὴ φορὰ δὲν ὑπῆρχε καμιὰ ἀμφιβολία. Ἦταν τὸ φάντασμα τοῦ παλιοῦ συνεταίρου τοῦ Σκροῦτζ, ποὺ εἶχε πεθάνει ἀκριβῶς πρὶν ἑφτὰ χρόνια. Ὁ γέρος δὲν μποροῦσε νὰ πιστέψει στὰ μάτια του.
«Ποιὸς εἶσαι;» ψιθύρισε.
«Ποιὸς ἤμουν!» τὸν διόρθωσε τὸ φάντασμα. «Ἤμουν ὁ Τζὰκ Μάρλεϊ, ὁ συνέταιρός σου. Δὲ μὲ θυμᾶσαι;».
Τὸ φάντασμα τοῦ Μάρλεϊ κάθησε στὴν ἀγαπημένη του πολυθρόνα. Ὁ Σκροῦτζ, ποὺ κόντευε νὰ λιποθυμήσει ἀπὸ τὸ φόβο του, τὸν ρώτησε ἱκετευτικά: «Τζάκ, πές μου, τί θέλεις;».
«Βλέπεις αὐτὲς τὶς ἁλυσίδες;» τὸν ρώτησε τὸ φάντασμα. «Κάθε κρίκος τους ἀντιπροσωπεύει καὶ μία ἄσχημη κουβέντα τῆς ζωῆς μου. Ὅσο γιὰ τὰ βαριὰ χρηματοκιβώτια ποὺ σέρνω; Εἶναι τὰ πλούτη ποὺ συγκέντρωσα καὶ δὲν τὰ χρησιμοποίησα σωστά. Ὅλα αὐτὰ θέλω νὰ τὰ σκεφτεῖς σοβαρὰ καὶ νὰ δεῖς καὶ τὴ δική σου ζωὴ ἀλλιῶς, Σκροῦτζ!».
Τὸ φάντασμα σώπασε γιὰ λίγο κι ὕστερα συνέχισε: «Ἦρθα νὰ σὲ προειδοποιήσω. Ἔχεις ἀκόμη μιὰ εὐκαιρία νὰ γλιτώσεις ἀπὸ τὴ δική μου μοίρα, θὰ ἔρθουν τρία πνεύματα. Τὸ πρῶτο θὰ σὲ ἐπισκεφθεῖ ἀπόψε, στὴ μία μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ δεύτερο αὔριο, τὴν ἴδια ὥρα. Καὶ τὸ τρίτο μεθαύριο, μόλις χτυπήσει τὸ ρολόι δώδεκα. Αὐτὴ εἶναι ἡ τελευταία σου ἐλπίδα!..». Καὶ μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Μάρλεϊ ξαναέφυγε γιὰ νὰ συναντήσει τὰ ἄλλα φαντάσματα ποὺ περιπλανιοῦνται ἀσταμάτητα στὶς ὁμίχλες τῆς αἰωνιότητας. Ἐξαντλημένος ὁ Σκροῦτζ, ἔπεσε χωρὶς νὰ γδυθεῖ στὸ κρεβάτι του κι ἀποκοιμήθηκε ἀμέσως.
Ἦταν ἀκόμη σκοτάδι ὅταν ξύπνησε ὁ Σκροῦτζ. Νόμισε πὼς τὸ ρολόι εἶχε σταματήσει, θυμόταν ὅτι ἔπεσε νὰ κοιμηθεῖ μετὰ τὶς δυό. Τὸ ρολόι χτύπησε μία ἀκριβῶς.
Ἀμέσως, μιὰ λάμψη δυνατὴ πλημμύρισε τὴν κρεβατοκάμαρα. Ὁ Σκροῦτζ ἀνασηκώθηκε καὶ τότε εἶδε ἐμπρός του μιὰ περίεργη ὀπτασία. Εἶχε τὸ ἀνάστημα, τὸ πρόσωπο, τὰ χέρια ἑνὸς μικροῦ παιδιοῦ, ἀλλὰ τὰ μαλλιά της ἦταν ὁλόλευκα ὅπως ἑνὸς γέρου. Ἀπὸ τὸν ὦμο, πάνω ἀπὸ τὸ λευκό, κοντὸ χιτώνιό της, κρεμόταν μιὰ γιρλάντα λιόπρινο, σύμβολο τοῦ χειμῶνα.
«Μὴ φοβᾶσαι», τοῦ εἶπε ἡ ὀπτασία. «Εἶμαι τὸ Χριστουγεννιάτικο Πνεῦμα τοῦ Παρελθόντος κι ἦρθα νὰ σὲ βοηθήσω».
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.