Αν και έδειχνε σαν ένα πλάσμα αυτόφωτο και ανόμοιο με οποιοδήποτε άλλο είχε υπάρξει ποτέ, ο David Bowie, που έφυγε από τη ζωή προχτές, χρησιμοποίησε επιρροές από πολλούς διαφορετικούς καλλιτέχνες –και όχι μόνο- προκειμένου να χτίσει το προσωπικό του στυλ, μουσικό και άλλο. Το ότι αυτό που έπλασε τελικά ήταν τόσο ξεχωριστό και εντυπωσιακό είναι αποδεικτικό της μεγαλοφυΐας του και της χαρισματικότητάς του.
Η ικανότητα του Bowie όχι μόνο να επινοεί αλλά και να εντοπίζει γύρω του λεπτομέρειες, μανιέρες, μόδες που οι περισσότεροι δεν έπαιρναν χαμπάρι και να τις αφομοιώνει προκειμένου να χτίσει ένα έργο που δεν μπορεί να συγκριθεί με κανενός άλλου ήταν απαράμιλλη και καταλυτική στο να γίνει τελικά ο θρύλος που μεγάλωσε και θα μεγαλώσει γενιές ακροατών (και θεατών). Πέρα από τις προφανείς επιρροές αμερικανούς μουσικούς της πρώτης «έκρηξης» του ροκ εν ρολ, κατά τη δεκαετία του 1950 (και ειδικά της ασυνήθιστης, φαντασμαγορικής περσόνας του Little Richard), αλλά και των αντίστοιχων καλλιτεχνών από τα κινήματα του βρετανικού r’n’b, του beat και των Mods της δεκαετίας του 1960, πέρα από την επίδραση που είχαν πάνω του άνθρωποι όπως ο Scott Walker, ο Iggy Pop και ο Lou Reed, συνεργασίες με τον Tony Visconti, τον Ken Scott, Mick Ronson και, βέβαια, τον Brian Eno, αλλά και η χαρακτηρισμένη από μεγάλη ανταγωνιστικότητα φιλία του με τον Marc Bolan, ο σπουδαίος αυτός καλλιτέχνης επηρεάστηκε από κάμποσους ακόμα ανθρώπους, που τελικά δεν απόλαυσαν την ίδια φήμη και επιτυχία με αυτόν.
Η λίστα που ακολουθεί δεν είναι πλήρης· επιδέχεται διορθώσεις και προσθήκες, αλλά είναι ενδεικτική – αφορά δε τα χρόνια που στα αγγλικά περιγράφονται ως “formative”, την εποχή δηλαδή που ο Bowie (τότε Jones) διαμόρφωνε το γούστο του, το στυλ του και γενικώς την προσωπικότητά του ως ανθρώπου και ως καλλιτέχνη.
Terry Burns (μεγαλύτερος αδερφός, 1937-1985)
Παρόλο που ο Bowie είχε ακόμα δύο ετεροθαλείς αδερφές, την Annette Jones (4 χρόνια μεγαλύτερη, κόρη του πατριού του, Haywood) και τη Mary Ann (επίσης τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη, δόθηκε για υιοθεσία) αυτός που έχει αποκτήσει κεντρική θέση όχι μόνο σε διάφορα βιογραφικά άρθρα και βιβλία που αφορούν τον καλλιτέχνη που αποτελεί το αντικείμενο αυτού εδώ του αφιερώματος, αλλά και σε κάμποσα από τα τραγούδια αυτού, ήταν ο ετεροθαλής αδερφός του Terry Burns, ο πρώτος γιος της μητέρας του, Margaret Mary Burns.
Η περσόνα του Terry Burns – η υπαρκτή ή μια που ο Bowie είχε πλάσει προκειμένου να μιλήσει για θέματα που απασχολούσαν και τον ίδιο, όπως η ψυχασθένεια και η απομόνωση – εμφανίζεται σε διάφορα τραγούδια των πρώτων της καριέρας του τραγουδιστή (All The Madmen, The Bewlay Brothers, The Man Who Sold The World κ.ά.), αλλά κυρίως στο Jump They Say (1993), το τελευταίο του top 10 hit στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο οποίο ο Bowie εμπνέεται από την πράξη της αυτοκτονίας του αδερφού του (πήδηξε στις σιδηροδρομικές ράγες στο Coulsdon της Βρετανίας, δευτερόλεπτα πριν περάσει το τρένο), χωρίς ωστόσο να την περιγράφει λεπτομερώς. Η είδηση του θανάτου του ετεροθαλούς αδερφού ενός από τους μεγαλύτερους τραγουδιστές παγκοσμίως δεν θα μπορούσε παρά να γίνει βορά στα σκανδαλοθηρικά ΜΜΕ της Βρετανίας, που βάλθηκαν να παρουσιάζουν τον Bowie σαν ένα σκληρόκαρδο ροκ σταρ που είχε παρατήσει τον αδερφό του στην τύχη του – κακεντρεχή κουτσομπολιά που απείχαν κατά πολύ από την αλήθεια.
Ronnie Ross (Βρετανός τζαζ σαξοφωνίστας, 1933-1991)
Ο Albert Ronald Ross γεννήθηκε στην Καλκούτα της Ινδίας και μετακόμισε στην Αγγλία στην εφηβεία του, παίζοντας αρχικά τενόρο κι έπειτα βαρύτονο σαξόφωνο. Ήταν ο πρώτος δάσκαλος σαξοφώνου του David Bowie. O ίδιος ο DB αφηγείται την ιστορία της γνωριμίας τους ως εξής:
«Όταν ήμουν εννιά χρονών, είδα για πρώτη φορά τον Little Richard σε μια ταινία που παιζόταν στην πόλη – νομίζω ήταν μάλλον το The Girl Can’t Help It – βλέποντας εκείνους τους τέσσερις σαξοφωνίστες επί σκηνής σκέφτηκα: ‘Θέλω να γίνω μέλος αυτής της μπάντας!’ και για καναδυό χρόνια αυτή ήταν η φιλοδοξία μου, να είμαι σε μια μπάντα και να παίζω σαξόφωνο πίσω από τον Little Richard. Γι’ αυτό αγόρασα σαξόφωνο.
Πολλά, πολλά χρόνια μετά, έκανα την παραγωγή στο Transformer του Lou Reed και αποφασίσαμε πως θα ήταν πολύ κουλ να χρησιμοποιήσουμε ένα βαρύτονο σαξόφωνο. Οπότε τηλεφώνησα στον Ronnie, τον έκλεισα για την ηχογράφηση και ήρθε κι έπαιξε εκείνο το φανταστικό σόλο προς το τέλος του Walk On The Wild side. Μετά βγήκα έξω (σημ.: μάλλον εννοεί από το θάλαμο του ηχολήπτη) και εκείνη την περίοδο ήμουν ο Ziggy Stardust – βαμμένα κόκκινα μαλλιά, καθόλου φρύδια, μπότες μέχρι τον ουρανό, το όλο πακέτο – και του είπα: ‘Τι νέα;’ Κι εκείνος είπε: ‘Ε, μια χαρά, είσαι εκείνος ο Ziggy Stardust, έτσι δεν είναι;’ Είπα: ‘Με ξέρεις καλύτερα ως David Jones’ Είπε: ‘Δεν σε γνωρίζω, μικρέ’. Είπα: ‘Κοίτα αν θα θυμηθείς αυτό: ‘Γεια, με λένε David Jones και ο πατέρας μου με βοήθησε να πάρω καινούριο σαξόφωνο…’ Και αντίδραση του Ronnie ήταν: ‘Θεέ μου!’ (γέλια).
Από συνέντευξη του DB στον Bill DeMain, Νέα Υόρκη, 2003.
Ανάμεσα στις δύο συναντήσεις του με τον Bowie, ο Ross κατάφερε να ηχογραφήσει τζαζ δίσκους αλλά και να παίξει στο ‘Savoy Truffle’ των Beatles. Πέθανε στο Λονδίνο, το 1991.
Vince Taylor (Βρετανός τραγουδιστής, 1939-1991)
Ένας στους ανθρώπους που αποτέλεσαν την έμπνευση για τον χαρακτήρα του Ziggy Stardust, υπήρξε ο Vince Taylor, ένας από τους πρώτους και πιο εκκεντρικούς, απρόβλεπτους ρόκερ της Βρετανίας. Γεννήθηκε το 1939 και το πραγματικό του όνομα ήταν Brian Holden. Η οικογένειά του μετακόμισε στις ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επηρεασμένος από τον Έλβις, ο Vince άρχισε, κατά τη δεκαετία του 1950, να παίζει σε κλαμπ της Καλιφόρνια με μια κάποια επιτυχία.
Επιστρέφοντας στη Βρετανία, η εντυπωσιακή, αρρενωπή εμφάνισή του αλλά και σκηνική του παρουσία ήταν αρκετές ώστε να υπερκαλύψουν τη μέτρια φωνή του και να του προσφέρουν συμβόλαιο με την EMI, οι υπεύθυνοι της οποίας προφανώς δεν έμειναν αδιάφοροι στη γοητεία που ασκούσε ο Taylor στα γυναικεία μέλη του ακροατηρίου του.
Η συναυλιακή περσόνα του Taylor – με το μακιγιάζ, τη χοντρή αλυσίδα γύρω από το λαιμό του και το ολόμαυρο δερμάτινο ντύσιμο – υπήρξε συχνά ο καταλύτης για ταραχές. Ο τραγουδιστής λικνιζόταν και χτυπιόταν σαν να είχε πάθει επιληπτικό σοκ, αφήνοντας αποσβολωμένους τους θεατές του. Η επιτυχία του θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερη, αν δεν τον κατέβαλαν οι καταχρήσεις και η όλο και αυξανόμενη πίστη του πως ήταν ο Θεός (κυριολεκτικά). Στις αρχές προς τα μέσα του εξήντα, είχε πια παρακμάσει, διακόπτοντας συναυλίες προκειμένου να ενημερώσει τους ακροατές πως ήταν ο γιος του θεού και αρνούμενος να φάει οτιδήποτε άλλο από αυγά.
Τις δεκαετίες 1970 και 1980 ο Vince Taylor ανέκαμψε. Αν και δεν γνώρισε ποτέ επιτυχία, ούτε καν την περιορισμένη εκείνη που είχε βιώσει στο ξεκίνημά του, έδινε συχνά συναυλίες, μέχρι το θάνατό του, το 1991, από καρκίνο.
Lindsay Kemp (μίμος, ηθοποιός, χορευτής-χορογράφος, 1938- )
Μαθητής στο χορό της Χίλντε Χόλγκερ και του Μαρσέλ Μαρσώ στην παντομίμα στο Καλλιτεχνικό Κολλέγιο Μπράντφορντ, ο Λίντσι Κεμπ γεννήθηκε το 1938 στο Τσέσερ και μετά από τις σπουδές του και συμμετοχές σε διάφορες παραστάσεις σχημάτισε τον δικό του χορευτικό θίασο, αρχίζοντας να γνωρίζει επιτυχία από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μετά. Ο David Bowie (τότε ακόμα David Jones) ξεκίνησε τη μαθητεία του κοντά του το 1967, δηλώνοντας το 1972 πως ήταν μέσω του Κεμπ που το ενδιαφέρον του για το ίματζ «άνθισε στ’ αλήθεια».
Όσο για τον Κεμπ, χορογράφησε και πρωταγωνίστησε στις συναυλίες του Bowie στο Λονδίνο, τον Αύγουστο του 1972, ενώ έπαιξε και στο βίντεο για το John, I’m Only Dancing.
Μετά τη συνεργασία του με τον Bowie, συμμετείχε μεταξύ άλλων σε ταινίες της Kate Bush (άλλη διάσημη μαθήτριά του) και του Derek Jarman αλλά και στο φιλμ Velvet Goldmine του Todd Haynes, που είναι κατά πολύ εμπνευσμένο από τον ίδιο τον Bowie, και συγκεκριμένα την glam/Ziggy Stardust/Aladdin Sane περίοδό του.
Γιώργος Δρόσος
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.