Σε συγκέντρωση μνήμης και διαμαρτυρίας που έγινε την Πέμπτη, ο πατέρας του Βασίλη Μάγγου, του 26χρονου που είχαν δείρει και βασανίσει αστυνομικοί στον Βόλο, ύψωσε έξω από το Δικαστικό Μέγαρο της πόλης το πορτοκαλί μπουφάν που φορούσε την ημέρα του ξυλοδαρμού του

«Εκείνο το μπουφάν του το ’χα χαρίσει εγώ. Το φορούσα εγώ πριν και μετά το πήρε ο γιος μου. Ύψωσα το ρούχο για να φέρω την πραγματικότητα μπροστά στα μάτια τους. Μπροστά στα μάτια της Δικαιοσύνης, μπροστά στα οποία μεταφορικά και κυριολεκτικά ξυλοκοπήθηκε ο γιος μου», δηλώνει ο γεμάτος αξιοπρέπεια πατέρας

Την Πέμπτη το απόγευμα, έξω από την πόρτα του Δικαστικού Μεγάρου στον Βόλο, στον δρόμο του οποίου σακάτεψαν οι αστυνομικοί το σώμα του 26χρονου Βασίλη Μάγγου, ο πατέρας του Γιάννης, προβαίνοντας σε μια κίνηση υψηλού συμβολισμού, σήκωσε και κράτησε ψηλά για ώρα το πορτοκαλί μπουφάν του γιού του, το οποίο είχε περάσει επάνω σ’ ένα ξύλινο στήριγμα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχει το σχήμα του σταυρού.

Ήταν το μπουφάν που φορούσε την ημέρα του άγριου ξυλοδαρμού του, στις 14 Ιουνίου, όταν επιχείρησε να υπερασπιστεί έναν από τους δύο συλληφθέντες που είχε πιάσει η αστυνομία στο μεγάλο συλλαλητήριο που είχε γίνει την προηγούμενη ημέρα ενάντια στην καύση απορριμμάτων.

Στη διαμαρτυρία του για τη σύλληψη προς τους αστυνομικούς, που εκφράστηκε με το ερώτημα «τι κάνετε», άνδρες των ΜΑΤ και ΟΠΚΕ που φυλούσαν στο Μέγαρο αντέδρασαν ορμώντας κατά πάνω του και χτυπώντας τον με μανία, χωρίς προηγουμένως να έχει υπάρξει κάποια πρόκληση ή ένδειξη απειλής σε βάρος τους. Στη δημόσια καταγγελία που έκανε μετά, ο Βασίλης Μάγγος χαρακτήρισε τα χτυπήματα «αναίτια, δολοφονικά, απάνθρωπα κι αλύπητα».

Από τον ξυλοδαρμό του στον δρόμο, αλλά κι από τα βασανιστήρια που ακολούθησαν εις βάρος του στην αστυνομική διεύθυνση της πόλης, αποκόμισε επτά κατάγματα στα πλευρά, θλάση στο συκώτι και τη χοληδόχο κύστη, μώλωπες σε διάφορα σημεία του σώματός του και μια μεγάλη πληγή στο κεφάλι.

Το κυριότερο όμως, ήταν ότι τραυματίστηκε ανεπανόρθωτα η ψυχολογία του. Και μάλιστα, σε μια περίοδο που τα πράγματα έδειχναν να πηγαίνουν καλά στη ζωή του Βασίλη. «Δούλευε, είχε τις παρέες του, είχε τους αγώνες του (σ.σ.: ήταν υποστηρικτής της Νίκης Βόλου), τη φιλενάδα του, ήταν καλά! Ξαφνικά, άλλαξαν τα πάντα. Βλέποντας από το νοσοκομείο να παίζει το βίντεο του ξυλοδαρμού του και να μην υπάρχει καμία συνέπεια, απογοητευόταν. Έγινε μετά η δήλωση του Οικονόμου (σ.σ.: υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη), ο οποίος έκανε σαν να μη συνέβη το συμβάν κι ενώ ο γιος μας είχε περάσει τέσσερις ολόκληρες ημέρες μέσα στο νοσοκομείο. Μου έλεγε ‘είναι δυνατόν, ρε πατέρα, να παίζει ένα βίντεο, να δείχνει ότι με ξυλοκοπούν και να μη μιλάει κανένας;’».

Οι επόμενες ημέρες του ξυλοδαρμού ήταν πολύς δύσκολες. Όχι μόνο γιατί πονούσε το σώμα του, αλλά γιατί τον είχε επηρεάσει βαθιά η αδικία. «Τον βλέπαμε να πηγαίνει πέρα-δώθε. Είχε ένας στρες, μια έντονη ανησυχία, μία θλίψη. Άλλες φορές αναρωτιόταν, μονολογούσε…».

«Σαν τον σταυρό που κουβαλούσε»

Για όλα αυτά που πέρασε ο Βασίλης, για την καθημερινή αστυνομική βία σε βάρος όσων εναντιώνονται στην καύση απορριμμάτων και τη μόλυνση της ατμόσφαιρας του Βόλου, για την αστυνομική βία και αυθαιρεσία σε κάθε πολίτη που αντιστέκεται κι έχει αυξηθεί κατακόρυφα τον τελευταίο ένα χρόνο, η Λαϊκή Συνέλευση Πλατείας Ελευθερίας κάλεσε, την Πέμπτη, σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας και μνήμης.

Σηκώνοντας, κατά τη διάρκειά της, ψηλά το μπουφάν του γιού του, ο Γ. Μάγγος μας λέει ότι ήθελε να σηκώσει με αυτό τον τρόπο ψηλά τις ιδέες του. Ιδέες που συμπυκνώνονται σε μια φράση που έχει γίνει ήδη εμβληματική για τους αγώνες: «Κι ας μην νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα».

«Είναι μια φράση», σημειώνει ο κ. Μάγγος, «που μας ωθεί να αντιληφθούμε τη διαδικασία του αγώνα ως μια συνεχή προσπάθεια και όχι με όρους αποτελέσματος. Όχι με όρους νίκης ή ήττας».

Υψώνοντας το ρούχο πάνω από την καγκελόπορτα του Δικαστικού Μεγάρου, ο πατέρας του Βασίλη κατάφερε επίσης να φέρει την πραγματικότητα «μπροστά στα μάτια τους. Μπροστά στα μάτια της Δικαιοσύνης, μπροστά στα οποία μεταφορικά και κυριολεκτικά ξυλοκοπήθηκε ο γιος μου». Υπήρχε όμως κι ένας άλλος συμβολισμός, που εξηγεί γιατί το ρούχο ήταν περασμένο επάνω σ’ έναν σταυρό. «Ήθελα να δείξω τον σταυρό που κουβαλούσε. Τον σταυρό που κουβαλούσε τον τελευταίο μήνα της ζωής του. Τον σταυρό που κουβαλάμε εμείς τώρα».

«Ήταν το μπουφάν που του είχα χαρίσει»

Πάνω από τον γιακά του μπουφάν ήταν ακόμη τοποθετημένο ένα πλακάτ με δύο φωτογραφίες. Στο επάνω μέρος, η φωτογραφία έδειχνε τον Βασίλη Μάγγο την ώρα του άγριου ξυλοδαρμού του. Από κάτω ήταν μια φωτογραφία που έδειχνε να καπνίζουν τα φουγάρα από το εργοστάσιο καύσης απορριμμάτων της ΑΓΕΤ-Lafarge. Και πάνω στις δυο φωτογραφίες υπήρχε μία επιγραφή με κόκκινα γράμματα που τις ένωνε κι έλεγε: «Δεν μπορώ ν’ αναπνεύσω».

«Δεν ήταν μεταφορική η χρήση της φράσης, λόγω όσων έχουν συμβεί στις ΗΠΑ, αλλά κυριολεκτική. Την ώρα που χτυπούσαν τον γιο μου, τους έλεγε ακριβώς αυτό, ότι δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Αντίστοιχα δεν μπορεί να πάρει ανάσα η πόλη εξαιτίας του τσιμεντάδικου. Ο Βασίλης, υπερασπιζόμενος τον συλληφθέντα, πήρε απάνω του το βάρος μιας ολόκληρης πόλης. Οφείλει όμως κι η πόλη, δηλαδή περισσότεροι ακόμη άνθρωποι, να πάρουν θέση επιτέλους για όσα γίνονται».

Η απόφαση για τη συμβολική ενέργεια

Φέρνοντας στο μυαλό του το απόγευμα τη Πέμπτης, ο Γ. Μάγγος θυμάται ότι είχε έντονη συναισθηματική φόρτιση όταν κρατούσε το ρούχο. Σημειώνει δε πως στην ενέργεια κατέληξε αυθόρμητα. «Ήθελα να κάνω κάτι για το παιδί μου που να έχει ένα συμβολισμό. Το μπουφάν του με το έντονο χρώμα ήταν η κατάλληλη επιλογή. Του το ‘χα χαρίσει εγώ. Το φορούσα εγώ πριν και το πήρε ο γιος μου. Έτσι και με τις ιδέες μου, ο γιος μου τις πήρε όπως το μπουφάν και τις προχώρησε, βέβαια, περισσότερο. Επίσης και το κείμενο το έγραψα αυθόρμητα. Την τελευταία στιγμή στις 7 παρά (σ.σ.: στις 7 είχε οριστεί η ώρα έναρξης της συγκέντρωσης). Αρχικά είχα σκεφτεί να μη πω τίποτε. ‘Όχι, θα πω’, λέω. Δεν μπορούσα να μην πω».

Στο κείμενο που διαβάστηκε εκείνη τη μέρα, σημείωνε μεταξύ άλλων: “Τιμούμε τη μνήμη του παιδιού μας Βασίλειου, ζώντας σε μια χώρα όπου κανένας πολιτικός δεν έχει την ανδρεία να πει: ‘ναι, έκανα λάθος, ναι, είπα ψέματα, ναι, έσφαλα, αναλαμβάνω την ευθύνη και παραιτούμαι’. Ζούμε σε μια χώρα όπου δεν υπάρχει δημοκρατία. Τιμούμε τους αγώνες του παιδιού μας, Βασίλειου, για μια καλύτερη και πιο δίκαιη κοινωνία. Αυτά είναι η παρακαταθήκη μας».

Κανείς δεν ξέχασε τον Βασίλη

Στον χώρο που διαβάστηκε το κείμενο υπήρχε πολύς κόσμος. Ήταν η απόδειξη ότι κανείς δεν ξέχασε τον Βασίλη. Στα κάγκελα του Δικαστικού Μεγάρου ήταν κρεμασμένο ένα πανό από τ’ Άγραφα που έγραφε: «Βασίλης Μάγγος, πάντα παρών – Στους αγώνες για τη γη και την ελευθερία». Στη συγκέντρωση, όπως και, λίγες ημέρες νωρίτερα, στην κηδεία του, βρέθηκε κόσμος απ’ όλα τα σημεία της χώρας. Κόσμος που ταξίδεψε με το αυτοκίνητό του εκατοντάδες χιλιόμετρα ώστε να πει το τελευταίο αντίο.

Ένας από τους ανθρώπους που έδωσαν το παρών από μακριά ήταν η νηπιαγωγός του Βασίλη στην Τήλο. Ήταν η περίοδος που ο πατέρας του είχε πάρει ως εκπαιδευτικός μετάθεση στο νησί κι είχε πάρει τον Βασίλη μαζί του. «Ήρθε στην κηδεία από την Αθήνα, παρότι είχαμε να μιλήσουμε χρόνια. Μου είπε ‘αν και τόσο μικρός ο Βασίλειος, είχε κερδίσει με το σπαθί του μια θέση στην καρδιά μου. Το ελάχιστο που μπορούσα να κάνω ήταν να έρθω στην κηδεία του’».

«Αντιμετώπισαν τον γιο μας σαν να ήταν σακί»

Την ώρα όμως που υπάρχει αυτή η ευαισθητοποίηση για τον Βασίλη, ακόμη και από ανθρώπους του εξωτερικού, η αντιμετώπιση από τις ελληνικές αρχές ήταν πολύ κατώτερη των περιστάσεων. Με το πρόσχημα ότι εκείνες τις ημέρες δεν λειτουργούσε νεκροτομείο στη Λάρισα, μετέφεραν τη σορό του 26χρονου για να γίνει ιατροδικαστική έκθεση στη Θεσσαλονίκη. «Ούτε μας ρώτησαν ούτε μας ενημέρωσαν. Αντιμετώπισαν τον γιο μας σαν να ήταν σακί», λέει ο Γιάννης Μάγγος.

Πηγαίνοντας στον Εισαγγελέα οι γονείς του Γ. Μάγγου ενημερώθηκαν ότι η οικογένεια έχει κανονικά το δικαίωμα να ζητήσει να γίνει η νεκροψία στην πόλη που ήθελε, και για συναισθηματικούς λόγους αλλά και για οικονομικούς, καθώς επωμίζεται το κόστος της διαδικασίας. Επίσης η οικογένεια είχε μάθει ότι ναι μεν δεν εργαζόταν ιατροδικαστής στη Λάρισα την Τετάρτη 15 Ιουλίου, θα δούλευε όμως κανονικά την Πέμπτη. «Είπαμε στον εισαγγελέα ότι εμείς μπορούσαμε ν’ αντέξουμε το ψυχικό κόστος και να περιμένουμε μία ημέρα. Η απόφαση όμως είχε ήδη παρθεί. Μετά μας είπαν ότι ο ιατροδικαστής θα έλειπε σε άδεια για 15 ημέρες, μάθαμε όμως ότι η νεκροψία της 16χρονης στα Τρίκαλα έγινε κανονικά στη Λάρισα».

Το μαρτύριο της σταγόνας

Ήδη από τότε που τον είχε μαζί του μικρούλη στην Τήλο, ο Γ. Μάγγος είχε αναπτύξει μια ιδιαίτερη και δυνατή σχέση με τον γιο του. «Μιλούσαμε πάντα για πολλά ζητήματα. Οι ιδέες μας συνέπλεαν κι εκείνος τις πήγε πιο πέρα. Η πρώτη κουβέντα που μου είπε όταν τον έφεραν σπίτι, ήταν ‘πατέρα, να είσαι περήφανος. Δεν έβγαλα ούτε ένα δάκρυ μπροστά στους φασίστες’. Για να καταλάβεις πόσο δύσκολο ήταν αυτό, στο νοσοκομείο μετά δεν μπορούσε να συγκρατηθεί καθόλου από τον πόνο. Το πρώτο υπερηχογράφημα δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί λόγω αδυναμίας συνεργασίας, γιατί πονούσε τόσο που δεν άντεχε να τον ακουμπάνε».

Τα βασανιστήρια που υπέστη ο γιος του στο Α.Τ. μετά τον ξυλοδαρμό του στον δρόμο ήταν εξευτελισμός για την ελληνική αστυνομία, τους προϊσταμένους, το κράτος, επισημαίνει ο Γ. Μάγγος. «Το παιδί μου δεν εξευτελίστηκε. Το κατάλαβε αυτό ο Βασίλης. Αλλά η προσπάθεια να τον εξευτελίσουν, ο χλευασμός, τα χτυπήματα εκεί που γνώριζαν ότι ο ίδιος πονούσε, τα σεξιστικά αστεία κατά τη μεταφορά του στο τμήμα (επειδή βογγούσε και έκανε ‘αααα’ απ’ τον πόνο, αυτοί του έλεγαν ‘τι α, μωρή κραγμένη’) και ο βασανισμός με το νερό εξευτέλιζαν τους ίδιους τους βασανιστές. Ήταν απάνθρωποι».

Στο τμήμα, όπως καταγγέλλει ο Γ. Μάγγος, δύο αστυνομικοί κρατούσαν τον γιο του πίσω στην καρέκλα «κι ένας γενναίος τον χτυπούσε στα σπασμένα πλευρά. Δεν έβγαλε όμως δάκρυ. Δεν τους έκανε τη χάρη». Αφού είχε φάει πια τόσο ξύλο, ο Βασίλης «ζήτησε λιγάκι νερό. Κι οι απάνθρωποι όχι μόνο δεν του φέρανε ένα ποτήρι νερό, αλλά τον άφησαν να σηκωθεί μόνος του μέσα στον τόσο πόνο για να φτάσει σ’ ένα καταψύκτη που έβγαζε το νερό σταγόνα-σταγόνα. Ενώ προσπαθούσε να βάλει στη γλώσσα του μια σταγονίτσα νερό, εκείνοι γελούσαν!».

Κάποια στιγμή οι αστυνομικοί φάνηκε να συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν να συνεχίσουν επ’ άπειρον τα βασανιστήρια. «Δεν μπορούσαν όμως να τον πάνε στο νοσοκομείο, γιατί αν τον πήγαιναν, θα αποδείκνυαν ότι τον είχαν χτυπήσει. Οπότε, τον πέταξαν έξω όπως ήταν. Ήταν τόσο πολύ σοκαρισμένος από το ξύλο και τον πόνο που νόμιζε ότι ήταν πεθαμένος. Διένυσε μια πολύ μικρή απόσταση, όπου τον βρήκαν κάποια άλλα παιδιά, τα οποία πήγαιναν πράγματα σε συλληφθέντα από τη διαδήλωση και μας τον έφεραν σπίτι με χίλιους κόπους».

Σε ό,τι αφορά το ιατροδικαστικό πόρισμα, αυτό αναμένεται να ολοκληρωθεί σε δύο περίπου εβδομάδες, αφού βγουν τα αποτελέσματα τοξικολογικών και άλλων χρονοβόρων εξετάσεων. Σύμφωνα με τα πρώτα αποτελέσματα της νεκροψίας-νεκροτομής, ο Βασίλης Μάγγος εκτιμάται ότι κατέληξε από οξύ πνευμονικό οίδημα. Παραμένει ωστόσο ανοιχτό το ενδεχόμενο ο θάνατός του να συνδέεται με τα τραύματα που υπέστη κατά τον ξυλοδαρμό του από την αστυνομία. «Δεν μπορούμε ακόμη να το αξιολογήσουμε. Η ουσία είναι ότι ο γιός μας ξυλοκοπήθηκε. Βασανίστηκε μέσα στην Ασφάλεια κι ενώ ήταν στο ζενίθ βυθίστηκε στο ναδίρ. Ήταν καταπονημένος μέχρι την ώρα του θανάτου του. Πονούσε, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα και τα πλευρά του δεν είχαν γιατρευτεί. Περιμένουμε το οριστικό πόρισμα και παράλληλα αξιολογούμε και τα στοιχεία που προκύπτουν από το βίντεο».

Ερωτηθείς, τέλος, για εκείνα που θα έχει πάντα να θυμάται από τον γιο του, ο Γ. Μάγγος απαντά ότι δεν θα ξεχάσει ποτέ την κουβέντα που του είπε μετά τον βασανισμό του. «Δεν έβγαλα ούτε ένα δάκρυ πατέρα». Θα έχει να θυμάται ότι ήταν «αντιφασίστας, αντιρατσιστής και αγωνιστής για το περιβάλλον. Ένας αντάρτης!».

Θα έχει να θυμάται ακόμη «το χαμόγελό του, τις ιδέες τους, την άνεσή του να γράφει ποιήματα, την αγάπη του να διαβάζει». Θα έχει όμως να θυμάται και τη φράση του, που ήδη πρόλαβε να γίνει γκράφιτι και να τη φωνάξουν κατά χιλιάδες οι διαδηλωτές. «Κι ας μη νικήσουμε ποτέ, θα πολεμάμε πάντα».

«Ο γιός μου δεν ήταν η πρώτη φορά που αντιμετωπίστηκε έτσι. Ούτε είναι η πρώτη φορά που αντιμετωπίζουν κόσμο που αγωνίζεται έτσι. Πρέπει ν’ αντισταθούμε. Δεν γίνεται να μην αναπνέει ο κόσμος, είτε από τα καυσαέρια είτε επειδή ασφυκτιά η δημοκρατία μας», είναι το μήνυμα του κ. Μάγγου.

*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε πρώτα στην Κυριακάτικη Αυγή

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]
//