«Δύο είναι οι εχθροί της πολιτικής και του πολιτισμού: ο λαϊκισμός και ο ελιτισμός», Μάνος Χατζιδάκις.
Σαν σήμερα, το 1994, έφυγε από τον κόσμο ο Μάνος Χατζιδάκις. Γεννήθηκε στην Ξάνθη στις 23 Οκτωβρίου 1925 και υπήρξε κατά γενική ομολογία ο κορυφαίος Έλληνας μουσικοσυνθέτης. ΘεωΟρείται ο πρώτος που συνέδεσε με το έργο του, θεωρητικό και συνθετικό, την λόγια μουσική με τη λαϊκή μουσική παράδοση, ενώ πολλά από τα εκατοντάδες έργα του αναγνωρίζονται σήμερα ως κλασικά.
Η μουσική του εκπαίδευση ξεκινά σε ηλικία τεσσάρων ετών και περιλαμβάνει μαθήματα πιάνου, βιολιού και ακορντεόν. Εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, με τη μητέρα του, το 1932, έπειτα από το χωρισμό των γονέων του. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1938, ο πατέρας του πεθαίνει σε αεροπορικό δυστύχημα, γεγονός που σε συνδυασμό με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου επιφέρει μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες στην οικογένεια. Ο νεαρός Χατζιδακις εργάζεται για βιοπορισμό ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοκονόμου και βοηθός νοσοκόμος στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο.
Παράλληλα επεκτείνει τις μουσικές του γνώσεις παρακολουθώντας ανώτερα θεωρητικά μαθήματα με τον Μενέλαο Παλλάντιο, την περίοδο 1940 – 1943, ενώ ξεκινά και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες όμως δεν θα ολοκληρώσει ποτέ. Την ίδια περίοδο συνδέεται με άλλους καλλιτέχνες και διανοούμενους, μεταξύ των οποίων οι ποιητές Νίκος Γκάτσος, Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης, Άγγελος Σικελιανός και ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης. Κατά την τελευταία περίοδο της Κατοχής, συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ.
Η πρώτη εμφάνιση του Χατζιδάκι ως συνθέτη πραγματοποιείται το 1944, σε ηλικία 19 ετών, με τη συμμετοχή του στο έργο “Τελευταίος Ασπροκόρακας” του Αλέξη Σολομού, στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν. Στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, ο Χατζιδάκις θα παρακολουθήσει και μαθήματα υποκριτικής, αν και τελικά ο ίδιος ο Κουν θα τον προτρέψει να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην μουσική. Το 1946 καταγράφεται η πρώτη του εργασία για τον κινηματογράφο, στην ταινία “Αδούλωτοι Σκλάβοι”.
Την περίοδο αυτή, ο Χατζιδάκις ανακαλύπτει το ρεμπέτικο τραγούδι και γίνεται ο πρώτος[2] που θα το μελετήσει σε βάθος και θα κατανοήσει την αξία του. Στις 31 Ιανουαρίου 1949, σε ηλικία 23 ετών, δίνει στο Θέατρο Τέχνης την διάσημη πλέον διάλεξη για το ρεμπέτικο τραγούδι[6].
Το 1950 θα αποτελέσει ιδρυτικό στέλεχος και καλλιτεχνικό διευθυντή του Ελληνικού Χοροδράματος της Ραλλούς Μάνου, όπου παρουσιάζει τα τέσσερα μπαλέτα του, “Μαρσύας” (1950), “Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές” (1951), “Το Καταραμένο Φίδι” (1951) και “Ερημιά” (1958). Την ίδια εποχή, η τραγωδός Μαρίκα Κοτοπούλη αναθέτει στον Χατζιδάκι τη σύνθεση της μουσικής για τις “Χοηφόρους” (1950) από την “Ορέστεια” του Αισχύλου. Το γεγονός αυτό αποτελεί την απαρχή της ενασχόλησης του Χατζιδάκι με το αρχαίο δράμα. Μερικές από τις τραγωδίες και κωμωδίες, για τις οποίες θα γράψει μουσική είναι η “Μήδεια” (1956), ο “Κύκλωπας” (1959), οι “Βάκχες” (1962), οι “Εκκλησιάζουσες” (1956), η “Λυσιστράτη” (1957) και οι “Όρνιθες” (1959). Το (1950) εξάλλου, ο Χατζιδάκις συνεργάζεται και με τον Άγγελο Σικελιανό προκειμένου να συνθέσει τη μουσική για την τελευταία του τραγωδία “Ο Θάνατος του Διγενή”.
Την ίδια περίοδο γράφει σημαντικά μουσικά έργα όπως τα πιανιστικά έργα “Ιονική σουίτα” (1952) και “Για μια μικρή λευκή αχιβάδα” (1947), καθώς και τον κύκλο τραγουδιών “Ο Κύκλος του C.N.S.” (1954, αφιερωμένο στον Carlos Novi Sanchez για το θάνατο του κοινού τους φίλου, Ετιέν Ρέρυ).
Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις επισκέπτεται την Αμερική προκειμένου να ανεβάσει στο Broadway με τον Ζυλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του “Ποτέ την Κυριακή” με τον τίτλο “Illya Darling”. Κατά την παραμονή του στην Αμερική έρχεται σε επαφή με την ποπ και ροκ αμερικανική μουσική σκηνή, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα την ηχογράφηση του κύκλου τραγουδιών “Reflections” σε συνεργασία με το συγκρότημα “New York Rock and Roll Ensemble”, ενώ ηχογραφεί και “Το Χαμόγελο της Τζοκόντας”, στην -πασίγνωστη πλέον- συμφωνική του μορφή.
Διορίζεται αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Λυρικής Σκηνής για το διάστημα 1975 – 1977, ενώ την περίοδο 1975 – 1982 αναλαμβάνει καθήκοντα Διευθυντή της Κρατικής Ορχήστρας καθώς και Διευθυντή του κρατικού ραδιοσταθμού “Τρίτο Πρόγραμμα”. Η παρουσία του στο Τρίτο Πρόγραμμα αποτελεί μέχρι σήμερα, σημείο αναφοράς ποιότητας και ιδεών στην ελληνική ραδιοφωνία, και σηματοδοτεί -σίγουρα – την ποιοτικότερη περίοδο του ραδιοσταθμού.
Η έντονη ενασχόληση του Χατζιδάκι με τα κοινά, κατά την περίοδο αυτή, αποτυπώνεται σε σημαντικό τμήμα του έργου του. Χαρακτηριστικά έργα της περιόδου είναι “Η εποχή της Μελισσάνθης”, έργο αυτοβιογραφικό αλλά και βαθιά πολιτικό, οι κύκλοι τραγουδιών “Τα παράλογα” (1978), “Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς” (1983), η μουσική παράσταση “Πορνογραφία” (1982) σε δική του σκηνοθεσία, η “Σκοτεινή μητέρα” και “Τα τραγούδια της αμαρτίας”.
Στον νέο χώρο που δημιουργεί η σύνδεση του λαϊκού με το λόγιο, ο Χατζιδάκις διατηρεί μίαν θεωρητική, αλλά και αισθητική απόσταση που τον διαφοροποιεί σαφώς από τον Θεοδωράκη: Διατηρεί πάντα την συναίσθηση ότι ο ίδιος είναι μη λαϊκός, ένας αστός παρατηρητής. Παράλληλα προσεγγίζει τον όρο «λαϊκό» αυστηρά, αποδίδοντάς του μία σαφή και αφαιρετική έννοια, πέρα από τις συνήθεις κοινοτοπίες:
«… Και για να εξηγηθούμε, όταν λέω κάτι λαϊκό δεν το εννοώ και για τον Λαό. Κατά σύμπτωση, ο Λαός κάθε άλλο παρά λαϊκός είναι. Τα μπουζούκια, οι μπαγλαμάδες και οι ζουρνάδες, είναι η συνήθεια του. Εμένα μ΄ ενδιαφέρουν εκείνες οι λίγες, οι μοναδικές του στιγμές που ζει, χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει την αλήθεια του. Είναι οι στιγμές που είναι σκέτα άνθρωπος, χωρίς την βία του Χρόνου, χωρίς την αγωνία του Χώρου, χωρίς την φθορά της Τάξης του…»
Η τοποθέτηση αυτή του Χατζιδάκι τον οδηγεί να αναζητά για την μουσική του ένα περιεχόμενο ουσιαστικό και μία γνήσια σχέση με τον κόσμο. Αδιαφορεί για το ελαφρό τραγούδι, αυτό που δεν εκφράζει μίαν βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου, ενώ αποκήρυξε μεγάλο μέρος του “λαικότροπου” έργου του -γραμμένου κατά βάση για τον ελληνικό κινηματογράφο- για τον ίδιο λόγο. Αναφέρει χαρακτηριστικά για την μεγάλη επιτυχία του “Ποτέ την Κυριακή”:
«Μου στέρησε τη δυνατότητα να ’χω τη σωστή επαφή με τον κόσμο… Και ο κόσμος επί ένα μεγάλο διάστημα εισέπραττε κάτι που ήταν απ’ έξω από το τραγούδι κι όχι από μέσα»
Ο Μάνος Χατζιδάκις ανέπτυξε, ήδη από την εποχή της απελευθέρωσης, βαθιά πολιτική σκέψη, κεντρικός άξονας της οποίας ήταν η αμφισβήτηση και η αναθεώρηση. Για την πολιτική του ταυτότητα, γράφει ο ίδιος: “Είμαι δημοκράτης αστός ουμανιστής και αναθεωρητής της δεξιάς […] Ποτέ δεν υπήρξα αντικομμουνιστής […] Εγώ περιέχω και τον αριστερό. Ο αριστερός όμως δεν με περιέχει.“. Η πολιτική σκέψη του Χατζιδάκι επεκτείνεται στην ουσία των κοινωνικών ζητημάτων, πέρα και έξω από τον χώρο που ορίζουν οι ιδεολογίες, και βρίσκεται πανταχού παρούσα στο έργο του, που ωστόσο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί στρατευμένο.
Από την μεταπολίτευση, και μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Χατζιδάκις παρεμβαίνει συστηματικά και με έντονο τρόπο στον δημόσιο βίο. Αρχικά με το τρίτο πρόγραμμα, κι αργότερα με το περιοδικό “το τέταρτο”, επιχειρεί συνειδητά και μεθοδικά να αντιδράσει σε κατεστημένες αντιλήψεις. Αλλά και με πλήθος συνεντεύξεων, άρθρων και δηλώσεων, πάλεψε ενάντια σε αυτά που ο ίδιος θεωρούσε ως μεθοδεύσεις, λαϊκισμό, συντηρητισμό και αμετροέπεια της εξουσίας. Οι παρεμβάσεις του Χατζιδάκι στα δημόσια πράγματα της χώρας δεν γίνονται χωρίς κόστος για τον ίδιο, και κορυφώνονται με την δριμεία κριτική που του ασκεί η εφημερίδα Αυριανή.
Η στάση του Χατζιδάκι στα θέματα του δημόσιου βίου καθορίζεται από την αισθητική του και χαρακτηρίζει σημαντικό μέρος του έργου του αυτής της περιόδου. Ορισμένα έργα στα οποία αποτυπώνεται η πολιτική σκέψη του συνθέτη είναι “Τα παράλογα” (1976), “Η εποχή της Μελισσάνθης” (1980), “Πορνογραφία” (1982), “Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς” (1983).
(με πληροφορίες από την επίσημη ιστοσελίδα του Μάνου Χατζιδάκι, www.hadjidakis.gr)
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.