Η έξαρση των γυναικοκτονιών έχει φέρει ωμά στο προσκήνιο τόσο τις παθογένειες μιας κοινωνίας που καλλιεργεί και ανέχεται αυτή τη μορφή βίας όσο και την ανεπάρκεια των μηχανισμών προστασίας των θυμάτων, ιδίως εκ μέρους των ενστόλων. Απόρροια πολλών παραγόντων, η ανεπάρκεια αυτή δεν μπορεί να αποσυσχετισθεί από την επιρροή της πολιτικής στη χάραξη στρατηγικών διαχείρισης της εγκληματικότητας εν γένει.

Ενώ η κοινωνία προσδοκά εύλογα ότι οι κρατικές κατασταλτικές και προληπτικές πολιτικές εντάσσονται σε ένα ορθολογικό σχέδιο διαχείρισης της εγκληματικότητας, που αποβλέπει στη βέλτιστη δυνατή προστασία της κοινωνίας με το μικρότερο δυνατό κοινωνικό και ανθρώπινο κόστος, στην πραγματικότητα οι πολιτικές αυτές χαράσσονται με γνώμονα, μεταξύ άλλων, την εξυπηρέτηση των αναγκών της πολιτικής τάξης. Στο βαθμό που η εκάστοτε πολιτική ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ επιδιώκει την παραγωγή έργου με άμεσα, ορατά αποτελέσματα στον πληθυσμό ώστε αυτή η δράση να κεφαλαιοποιηθεί στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, η επιλογή των πεδίων εφαρμογής της καταστολής και της πρόληψης αποτελεί κατ’ εξοχήν πολιτική απόφαση που υπακούει σε μια σειρά λογικών, οι οποίες δεν σχετίζονται απαραίτητα με τη σοβαρότητα της εγκληματικότητας που καλείται να πατάξει η ΕΛ.ΑΣ.

Παραδείγματος χάρη, όσον αφορά την καταστολή της σοβαρής εγκληματικότητας, πέρα από τους ολοένα πιο εμφανείς δυστοπικούς λόγους που αναχαιτίζουν την πάταξη του οργανωμένου εγκλήματος, η καταστολή αυτών των μορφών εγκληματικότητας δεν αποτελεί πρόσφορο πολιτικό εργαλείο επειδή, λόγω της φύσης τους, οι υποθέσεις αυτές απαιτούν σύνθετες, πολύχρονες αστυνομικές επιχειρήσεις με συχνά αβέβαιο αποτέλεσμα. Επιπλέον, όταν δεν καθίσταται ορατή μέσω δολοφονιών, η δράση των κυκλωμάτων οργανωμένου εγκλήματος περνά συνήθως απαρατήρητη και δεν πυροδοτεί κοινωνική πίεση για καταστολή, η οποία θα έπρεπε ενδεχομένως να ληφθεί υπόψη για πολιτικούς λόγους. Ακόμα και στην περίπτωση που η αλληλουχία δολοφονιών μαφιόζικου τύπου δημιουργεί εύλογες κοινωνικές/πολιτικές πιέσεις, η πολυπαραγοντική απουσία αποτελεσματικών κατασταλτικών επιχειρήσεων καλύπτεται από μια επικοινωνιακή στρατηγική, η οποία προσπαθεί να καθησυχάσει την κοινή γνώμη αποσυσχετίζοντας ή υποβαθμίζοντας υποθέσεις, ή απλά διαγράφοντάς τες από την επικαιρότητα όταν δεν είναι πλέον επικοινωνιακά διαχειρίσιμες. Αποφεύγοντας επομένως τον σκόπελο της πάταξης του οργανωμένου εγκλήματος, η σημερινή κυβέρνηση προσπαθεί να αξιοποιήσει ψηφοθηρικά την καταστολή επιλέγοντας εύκολους και επικοινωνιακά πρόσφορους στόχους, όπως είναι η «ανομία» στους πανεπιστημιακούς χώρους, που συνδυάζουν τον καθησυχασμό ενός μέρους του εκλογικού σώματος ως προς την ικανότητα επιβολής Νόμου και Τάξης με την επιδίωξη του ανομολόγητου σκοπού καθυπόταξης του πλέον πολιτικά ανήσυχου μέρους της νεολαίας.

Στο επίπεδο της πρόληψης, δεδομένου ότι απαιτούνται, εξ ορισμού, μακροχρόνιες στρατηγικές με μεσοπρόθεσμα, αν όχι μακροπρόθεσμα, αποτελέσματα που δεν μπορούν να αξιοποιηθούν ψηφοθηρικά, αλλά ούτε και να εξασφαλίσουν την ιεραρχική άνοδο των ενστόλων που τις χαράσσουν και τις εφαρμόζουν, η πρόληψη τείνει γενικά να μετατραπεί σε ουραγό της καταστολής. Η πρόληψη αποδυναμώνεται επίσης από το γεγονός ότι, τις περισσότερες φορές, η εφαρμογή της συνεπάγεται την εμπλοκή εξω-αστυνομικών ή μη κρατικών φορέων και, κυρίως, την υιοθέτηση λογικών και πρακτικών που παραπέμπουν σε κοσμοαντιλήψεις ανοίκειες στην πλειοψηφία των ενστόλων.

Η εγγενής αδυναμία της πρόληψης να καταστεί άμεσα πολιτικά χρήσιμο εργαλείο μπορεί όμως να αντιστραφεί εάν διαχωριστεί η ουσία από το περίβλημα του προβλήματος, ιδίως όταν η κοινωνική πίεση απαιτεί τη λήψη άμεσων προληπτικών μέτρων. Στην περίπτωση της ενδοοικογενειακής βίας, ενώ οι ολέθριες παθογένειες της αστυνομικής διαχείρισης των θυμάτων παραμένουν ακέραιες, η ύπαρξη της νεοσύστατης και υποστελεχωμένης Υπηρεσίας Αντιμετώπισης της Ενδοοικογενειακής Βίας αρκεί για να καλύψει πλήρως τις επικοινωνιακές-ψηφοθηρικές ανάγκες της κυβέρνησης, μεταθέτοντας την ουσιαστική πάταξη αυτής της μορφής βίας σε ένα απροσδιόριστο μέλλον, εκλογικά αδιάφορο. Χρειάζεται άραγε να ειπωθεί ότι, επί της ουσίας, κανένα από τα ειδικά τηλέφωνα καταγγελίας περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας δεν μπορεί να αντισταθμίσει την απροθυμία, αν όχι άρνηση, των ενστόλων να διαχειριστούν ως οφείλουν ανάλογες καταγγελίες και να προστατεύσουν, ως οφείλουν, τα θύματα;

Κατ’ αυτή την έννοια, ενίσχυση της πρόληψης θα επέλθει μόνο εάν η κυβέρνηση αισθανθεί ότι η ανεπάρκεια της ΕΛ.ΑΣ προκαλεί δυσφορία στο δικό της εκλογικό ακροατήριο. Όσο έντονη κι αν είναι η κοινωνική κατακραυγή, θα παραμείνει ατελέσφορη αν προέρχεται από ένα συγκεκριμένο χώρο του πολιτικού φάσματος. Ειδάλλως, ίσως να αλλάξουν πράγματι οι νοοτροπίες, τόσο εντός της ΕΛ.ΑΣ όσο και στην ευρύτερη κοινωνία, και στα τέλη της επόμενης εικοσαετίας να έχει επέλθει ύφεση της ενδοοικογενειακής βίας. Μέχρι τότε όμως, θα έχουν θυσιαστεί πολλά άτομα στο βωμό της πολιτικής εργαλειοποίησης της πρόληψης, όπως έχουν θυσιαστεί και θα θυσιαστούν πολλά άτομα στο βωμό της πολιτικής εργαλειοποίησης της καταστολής σε άλλα κοινωνικά/πολιτικά πεδία.

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]

About The Author

Η Αναστασία Τσουκαλά γεννήθηκε στην Αθήνα το 1962. Σπούδασε Νομικά στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έκανε διδακτορικές σπουδές στο Université Paris 1 Panthéon-Sorbonne. Είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Université Paris-Saclay, ερευνήτρια στο Université de Paris και μέλος του ΔΣΑ. Έχει διατελέσει σύμβουλος και εμπειρογνώμων σε ευρωπαϊκά και ελληνικά θεσμικά όργανα. Υπήρξε μέλος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Ασχολείται με τις μορφές του κοινωνικού ελέγχου, και τις διαδικασίες χάραξης και νομιμοποίησης των πολιτικών ασφάλειας προκειμένου να αναδείξει τις συγκρούσεις τους με το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα του ανθρώπου.

Related Posts

//