Ένα από τα συστατικά στοιχεία της άσκησης πολιτικής εξουσίας είναι η επικοινωνιακή νομιμοποίησή της. Δεν νοείται χάραξη και εφαρμογή κυβερνητικής πολιτικής, ιδίως οικονομικού ή κατασταλτικού χαρακτήρα, χωρίς την παράλληλη αναζήτηση μιας όσο το δυνατόν ευρύτερης κοινωνικής συναίνεσης. Όταν όμως οι δυνατότητες άσκησης της πολιτικής εξουσίας είναι περιορισμένες, αυτός ο κατ’ αρχήν επικουρικός ρόλος των επικοινωνιακών στρατηγικών στη λειτουργία του πολιτικού πεδίου αναβαθμίζεται, φτάνοντας μέχρι του σημείου να υποκαταστήσει αυτή καθαυτή την πολιτική εξουσία.

Το δόγμα Νόμος και Τάξη, που αποτέλεσε το κύριο αντιπολιτευτικό όπλο της τωρινής κυβέρνησης, συνεχίζει να δεσπόζει επειδή υπακούει σε μια διπλή πολιτική ανάγκη. Σε απόλυτη τιμή, καθώς τα πεδία άσκησης της εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής της χώρας είναι ουσιαστικά καθορισμένα από μη εθνικούς παράγοντες, η εσωτερική ασφάλεια αποκτά δυσανάλογα μεγάλες πολιτικές διαστάσεις. Είναι το μόνο πεδίο που μπορεί να διαχειρισθεί αυτόνομα η κυβέρνηση και ένα από τα ελάχιστα πεδία όπου η παραγωγή έργου είναι άμεσα ορατή και επικοινωνιακά εύληπτη. Η διαχείριση της εσωτερικής ασφάλειας ανάγεται επομένως σε κατ’ εξοχήν εργαλείο νομιμοποίησης της κυβέρνησης στα μάτια των χθεσινών αλλά και μελλοντικών ψηφοφόρων της. Η αυστηρή επιβολή του Νόμου και της Τάξης επιδρά καθησυχαστικά στους πολίτες ως απόδειξη της ικανότητας της κυβέρνησης να παράγει έργο και να αποκαθιστά την τάξη. Όσο ισχυρότερη είναι η περιρρέουσα ανασφάλεια, λόγω οικονομικών, γεωπολιτικών ή επιδημιολογικών συνθηκών, και όσο ισχυρότερη είναι η έλλειψη αποτελεσματικού ελέγχου αυτών των πηγών ανασφάλειας, τόσο πιεστικότερη είναι η ανάγκη προβολής ενός ελέγχου της αταξίας μέσα από τον έλεγχο της εσωτερικής ασφάλειας. Σε σχετική τιμή, η κυριαρχία αυτού του δόγματος αντανακλά μεν τις ισορροπίες δυνάμεων εντός της Νέας Δημοκρατίας, όπου οι κεντρώες και φιλελεύθερες τάσεις τείνουν να περιθωριοποιηθούν προς όφελος της ακραίας πτέρυγας του κυβερνώντος κόμματος, αλλά και τη στροφή του κόμματος προς τα ακροδεξιά τμήματα της κοινωνίας με απώτερο σκοπό την άντληση μελλοντικών ψηφοφόρων.

Από την αρχή της ανάληψης καθηκόντων της κυβέρνησης, ένα από τα προνομιακά πεδία επιβολής του δόγματος Νόμος και Τάξη ήταν οι καταλήψεις. Οι εκκενώσεις καταλήψεων χαίρουν της κυβερνητικής εύνοιας επειδή προσφέρουν πολλαπλά πολιτικά οφέλη. Πρώτον, ως χώροι συνυφασμένοι με τα αριστερά, αντεξουσιαστικά και αναρχικά τμήματα της κοινωνίας, η εξάλειψή τους ερμηνεύεται με όρους καθαρά ιδεολογικούς, ως αναπόσπαστο μέρος μιας διαχρονικής σύγκρουσης εντός του πολιτικού πεδίου. Δεύτερον, η επικράτηση της κυβερνητικής ιδεολογίας συνοδεύεται από τα πολιτικά οφέλη που απορρέουν αφενός από την εικόνα πάταξης της ανομίας – με την οποία έχουν αυθαίρετα καταστεί συνώνυμες οι καταλήψεις – και αφετέρου με την προβολή του κινήτρου της προστασίας της ιδιοκτησίας-πυλώνα των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών. Τρίτον, δεδομένου ότι οι αστυνομικές επιχειρήσεις εκκένωσης καταλήψεων αποτελούν επικοινωνιακά πρόσφορο έδαφος επίδειξης της κρατικής ισχύος και της επικινδυνότητας των καταληψιών, η θεαματοποίηση των εκκενώσεων και των ενδεχόμενων ανακαταλήψεων εξυπηρετεί πλήρως τις επικοινωνιακές ανάγκες νομιμοποίησης του κυβερνητικού έργου.

Αυτή η φαινομενικά ορθολογική και, κατά την άποψη της κυβέρνησης, επιτυχής άσκηση της εξουσίας της υποκρύπτει όμως ακριβώς το αντίθετο επειδή, πολύ απλά, η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη από όσο αντιλαμβάνεται ή θέλει να παραδεχθεί η κυβέρνηση.

Εάν εξαιρέσουμε τις «κλειστές» καταλήψεις, η κυβέρνηση στοχοποίησε δύο κατηγορίες καταλήψεων : τις αμιγώς πολιτικές, που επιτελούσαν σημαντικές κοινωνικές λειτουργίες σε τοπικό επίπεδο, και τις καταλήψεις για πρόσφυγες, που κάλυψαν όλα αυτά τα χρόνια τα τραγικά ελλείμματα της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής, δρώντας ουσιαστικά ως αρωγός, αν όχι υποκατάστατο, του κράτους. Στην πρώτη περίπτωση, πρόκειται για χώρους όπου αναπτύχθηκαν πολύμορφες κοινωνικές δράσεις, διεξάγονταν πλούσιες πολιτικές συζητήσεις και προβάλλονταν σημαντικές πολιτιστικές εκδηλώσεις. Περιττό να τονίσω ότι η πολύμορφη και πολυεπίπεδη λειτουργία αυτών των χώρων είναι μεν αναγκαία στις μεγαλουπόλεις αλλά, πρωτίστως, είναι πολύτιμη στην επαρχία, όπου η νεολαία στερείται παρεμφερών ερεθισμάτων. Στη δεύτερη περίπτωση, πρόκειται για χώρους που πρόσφεραν αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και ψυχολογικής στήριξης σε πάρα πολλούς πρόσφυγες κατά τη διάρκεια της φευγαλέας ή πιο διαρκούς παραμονής τους στη χώρα μας. Και στις δύο περιπτώσεις, είναι προφανές ότι πρόκειται για χώρους που δεν υπάγονται επ’ ουδενί στο κυβερνητικό αφήγημα περί Νόμου και Τάξης.

Στην πραγματικότητα, αυτό που εμφανίζεται ως αναμφισβήτητη πολιτική νίκη δηλώνει την ουσιαστική αδυναμία πολιτικής διαχείρισης της κοινωνίας. Σε μια δημοκρατική Πολιτεία, οι κυβερνήσεις δεν εκλέγονται για να κάνουν επίδειξη ισχύος στους ιδεολογικούς τους αντιπάλους, αλλά για να διαχειρισθούν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα προβλήματα της χώρας και, παράλληλα, να αναγνωρίσουν και να αναδείξουν την πολυμορφία της κοινωνίας. Η επιβεβαίωση της κρατικής κυριαρχίας επί μη νόμιμων πρακτικών ορισμένων πολιτών – ναι, είναι παράνομες οι καταλήψεις – είναι ουσιαστικά αυτοαναφορική. Προφανώς και ο κρατικός μηχανισμός είναι σε θέση να κυριαρχήσει οποτεδήποτε αποφασίσει να μην ανεχτεί ορισμένες πρακτικές. Αυτό όμως δεν καθιστά εξίσου προφανή την υπόρρητη σκέψη ότι η κρατική ανοχή των καταλήψεων ισοδυναμεί με αδυναμία και, κατ’ επέκταση, η απουσία ανοχής ισοδυναμεί με ισχύ. Το αντίθετο συμβαίνει : η απουσία ανοχής δηλώνει πολιτική ακαμψία και μη αναγνώριση των κοινωνικών λειτουργιών των καταλήψεων – πράγμα που ισοδυναμεί με αδυναμία διαχείρισης της πληθώρας εκφάνσεων των αναζητήσεων και δράσεων μιας ζωντανής κοινωνίας.

Ενώ η κυβέρνηση θεωρεί ότι θριαμβεύει, στην πραγματικότητα έχει πέσει στο διάκενο μεταξύ της ιεράρχησης των πολιτικών της αξιών και των υπαρκτών αναγκών της κοινωνίας, προδίδοντας ουσιαστικά τον λόγο ύπαρξής της σε μια ιδεατά ευνομούμενη Πολιτεία. Εξίσου ψευδεπίγραφη είναι και η επικοινωνιακά προβαλλόμενη ιδεολογική της νίκη. Παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι οι καταλήψεις είναι εξ ορισμού εφήμερες, εξομοιώνει τον εξοβελισμό ορισμένων ακτιβιστών από ένα χώρο με την περιθωριοποίησή τους στο πολιτικό πεδίο. Ως να αγνοεί ότι η ιδεολογία που αντιμάχεται θα ανοίξει άλλους δρόμους έκφρασης και επικοινωνίας με την κοινωνία. Ως να αγνοεί την καθαυτή λειτουργία του πολιτικού πεδίου ή ως να θεωρεί ότι η δυνατότητα της πολιτικής της παρέμβασης εξαντλείται σε επικοινωνιακές εικόνες που είναι μεν σημαντικές συμβολικά, αλλά έχουν εξ ορισμού επιφανειακά και βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα.

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]
//