Στην εποχή των fast track λύσεων επί δομικών προβλημάτων σε όλα τα επίπεδα της σύγχρονης ζωής, φαίνεται ότι και η ψυχοθεραπεία προσπαθεί να προλάβει κάποιο τρένο που έχασε. Στην Ελλάδα, από τη στιγμή που το στίγμα της ψυχοθεραπείας υποχώρησε, θεραπευτές και θεραπευόμενοι αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο. Ωστόσο, φαίνεται ότι στην πλειοψηφία τους, αμφότεροι αναζητούν την σύντομη οδό προς μια ανακούφιση παρά μια διαδικασία ζωής που θα αναστήσει το δικαίωμα στην ευτυχία με τρόπο σταθερό και μακροχρόνιο. Το Facebook κατακλύζεται από διαφημίσεις που υπόσχονται ταχεία εκπαίδευση και αυτοεκπαίδευση γύρω από ογκολιθικά ζητήματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το life coaching και οι «υπο-ψυχολογικές» πρακτικές διεκδικούν συχνά μερίδιο σε βάρος μιας επιστήμης που εξελίσσεται επί έναν και πλέον αιώνα. Το νέο τοτέμ της «θετικής ψυχολογίας» καλλιεργεί μια θρησκευτική δοξασία του «όλα θα πάνε καλά» λίγα μόλις χρόνια μετά την πρωτιά της Ελλάδας σε αυτοκτονίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο Δημήτρης Χριστούλας που αυτοκτόνησε στο Σύνταγμα σε ένδειξη διαμαρτυρίας ξεχάστηκε γρήγορα. Και ξαφνικά, ο κορονοϊός ήρθε να θυμίσει με τον πιο δραματικό τρόπο ότι τίποτα δεν έχει τελειώσει. Ίσως να μην είμαστε καν στην αρχή μιας κατάστασης εξαίρεσης που θα αποτελεί στο εξής τον κανόνα της ζωής.

Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι ένας κοινωνικός και αναπτυξιακός ψυχολόγος που αν κάτι τον χαρακτηρίζει είναι η επιμονή στην σύνδεση του κοινωνικού με το ατομικό. Δηλαδή, έχει «καταδικάσει» τον εαυτό του σε μια βαθιά επεξεργασία του κοινωνικού δεσμού που νοσεί. Άλλωστε, αν όπως έγραψε ο Σαρτρ, είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι, τότε είμαστε καταδικασμένοι να αναζητούμε καθημερινά την προστασία της ελευθερίας μας, δηλαδή της ευτυχίας μας. Πολλά από τα παραπάνω αποτελούν σημεία με τα οποία καταπιάνεται δυναμικά στο βιβλίο του «Το Ελληνικό Τραύμα» (Εκδόσεις Νησίδες). Όμως, της «καταδίκης στην ελευθερία» προηγείται η ανάκριση για το αν πραγματικά την επιθυμούμε. Αυτή η σκέψη διατρέχει τις ερωτήσεις που του απευθύναμε.

Στο βιβλίο σου ‘’Το Ελληνικό Τραύμα’’ καταπιάνεσαι με την δεκαετή οικονομική κρίση από μια σκοπιά ψυχολογική. Αρκούν οι υπηρεσίες της ψυχολογίας για να μην ξαναζήσουμε άλλη μία τόσο μακρά περίοδο μιζέριας και κοινωνικής κατρακύλας;

Το βιβλίο καταπιάνεται θαρρώ περισσότερο με την κρίση της ελληνικής ιδιοπροσωπείας, δηλαδή την κρίση της συλλογικής μας ταυτότητας και επιχειρεί να ερμηνεύσει και την κρίση των Μνημονίων ως συνέπεια-συνέχεια της βαθιάς υπαρξιακής μας κρίσης. Και λέω υπαρξιακή με την έννοια ότι η κρίση αυτή αφορά σε όλα τα πεδία της ύπαρξης: την ασφάλεια, την ελευθερία, την μοναξιά, τον θάνατο και το νόημα της ζωής. Όπως υποστηρίζω στο βιβλίο, η κρίση αυτή δεν είναι μόνο μια «μακρά περίοδο μιζέριας και κοινωνικής κατρακύλας» όπως σωστά επισημαίνεις, αλλά η συνέπεια μιας σειράς χρόνιων ανεκπλήρωτων υπαρξιακών συλλογικών αναγκών, όπως μεταξύ άλλων η ανάγκη για αυτοέκφραση. Στην πραγματικότητα, και εξ’ αιτίας του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας, αλλά και λόγω της παρασιτικής αντίληψης των κυρίαρχων τάξεων της Ελλάδας -που αντιλαμβάνονται τη χώρα ως παρασιτική απόφυση της Δύσης- στο ελληνικό συλλογικό δεν επετράπη σχεδόν ποτέ να εκφραστεί, ήδη από ιδρύσεως του κρατιδίου, εκτός από ελάχιστες ιστορικές στιγμές στις οποίες η αυτοέκφραση αυτή είχε σαν συνέπεια ένα πολύ σοβαρό τίμημα (εθνική αντίσταση και μετά εμφύλιος) ή δεν λήφθηκε καν υπόψιν από τους μηχανισμούς πολιτικής διαμεσολάβησης (δημοψήφισμα 2015). Αυτή η για χρόνια βιωμένη εμπειρία των ανεκπλήρωτων αναγκών οδήγησε τον συλλογικό ψυχισμό σε δυο «θέσεις»: ή να υποτάσσεται παθητικά, ενοχοποιούμενος αυτοκαταστροφικά και με φόβο, πιεζόμενος αφόρητα, οπότε και να αγανακτεί σε κάποιες φάσεις ή να επιχειρεί να ανταποκριθεί με καταναγκαστικό τρόπο σε κάποια ανελαστικά δυτικά πρότυπα, πιστεύοντας ότι αιτία της κακοδαιμονίας του είναι η μη ανταπόκριση του σ’ αυτά. Σκέψου, για παράδειγμα, την ισχύ που έχει η φράση «τι θα πει ο κόσμος» όχι μόνο σε ατομικό-οικογενειακό επίπεδο αλλά και σε συλλογικό! Τι θα πουν οι ξένοι για τη χώρα μας! Τα λέω αυτά για να καταλάβουμε πόσο βαθύ είναι το Ελληνικό Τραύμα, έτσι που προφανώς και δεν είναι αρκετές οι υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας για να το αντιμετωπίσουμε. Υπηρεσίες, άλλωστε που λειτουργούν σε ατομικό επίπεδο, αφήνοντας το συλλογικό τραύμα, «ανείπωτο έως και αδιανόητο», καταχωνιασμένο σε μια «κρύπτη που μας στοιχειώνει», όπως λέει και ο Serge Tisseron. Μόνη μας ελπίδα, όπως ισχύει και για κάθε Τραύμα, να καταφέρουμε να του «βάλουμε λόγια», να το διαπραγματευτούμε, δηλαδή, συλλογικά.

Ο παλιός καλός Σαββόπουλος του 1979, λέει σε κάποια στιγμή της θρυλικής «Ρεζέρβας»: ‘’τα όνειρά σου μην τα λες/γιατί μια μέρα κρύα/μπορεί και οι φροϋδιστές/να ’ρθουν στην εξουσία’’. Ο Πλάτωνας ήθελε τους φιλοσόφους στην εξουσία. Εσύ θα ήθελες τους ψυχολόγους κυβερνήτες ή τουλάχιστον κυβερνήτες με περισσότερη εξοικείωση με την ψυχολογία;

Με κανένα τρόπο, ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Όλοι μας νομίζω μπορούμε να ψηλαφίσουμε τον ρόλο της «Ψυχολογίας» ως εξαρτήματος της εξουσιαστικής κοινωνικής μηχανικής. Ήδη από τις απαρχές του Συμπεριφορισμού ή από εκείνον τον ανεκδιήγητο ανιψιό του Freud, τον Edward Bernays, που θεμελίωσε την «επιστήμη» του σύγχρονου Marketing και του καταναλωτισμού, στηριγμένος στις επαναστατικές ιδέες του θείου του. Ήδη από την δεκαετία του ’50 το κίνημα της αντιψυχιατρικής είχε καταθέσει τις αγωνίες σπουδαίων επιστημόνων όπως ο Thomas Szasz, ο David Cooper, ο Ronald Laing ή ο Roger Gentis και ο Michel Foucault, σχετικά με την επικινδυνότητα εργαλειοποίησης της Ψυχολογίας και της Ψυχιατρικής. Θέλω να σταθώ λίγο παραπάνω εδώ, στον αγαπημένο μου Frantz Fanon, τον ψυχίατρο από την Μαρτινίκα, που συμμετείχε ενεργά στον αγώνα για την απελευθέρωση της Αλγερίας, και μας προειδοποιούσε, ήδη από το μακρινό 1952, για τη δυνατότητα χρησιμοποίησης της ψυχιατρικής από την δυτική αποικιοκρατία ως εργαλείο επιβολής και νομιμοποίησης των επικυρίαρχων πολιτικών θέσεων και πολιτισμικών προτύπων. Αυτή η διαδικασία «κοινωνικής μόλυνσης» μέσω της διάχυσης των κυρίαρχων πολιτισμικών προτύπων, νομίζω ότι έχει πολύ ενδιαφέρον σε όποιον επιθυμεί να μελετήσει το Ελληνικό Τραύμα. Αλλά για να μην ξεφύγω από την ουσία της ερώτησης σου, θα έλεγα, εν τέλει, πως θέλω τους «κυβερνήτες» περισσότερο ερωτευμένους ή με άλλα λόγια ανθρώπους που ξέρουν να σχετίζονται, αποπαγιδευμένοι όσο το δυνατόν από τα δυσλειτουργικά μοτίβα του παιδικού και συλλογικού τους παρελθόντος.

Φαίνεται ότι εκεί που το «Ελληνικό Τραύμα» όδευε προς επεξεργασία – ούτε λόγος για επούλωση – το νέο ράπισμα του κορονοϊού προκαλεί μια παλινδρόμηση. Έχουν σχέση οι δύο κρίσεις σε ψυχολογικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο ή η ακολουθία τους είναι απλή σύμπτωση;

Φοβάμαι πως το «Ελληνικό Τραύμα» δεν όδευε σε καμία επεξεργασία. Αντιθέτως, η περιστολή της συλλογικής μας αυτοέκφρασης, μέσω της κυβίστησης του Δημοψηφίσματος, «εφύγρανε» το τραύμα, οδηγώντας σε περαιτέρω υποταγή, παθητικοποίηση και ενοχοποίηση, η οποία και εκφράστηκε, βέβαια, σε επίπεδο πολιτικής στη συνέχεια. Ίσως μάλιστα να μπορούμε, μέσα από μια τέτοια οπτική, να ερμηνεύσουμε και τη πλατιά λαϊκή συμμόρφωση ακόμη και στα (μερικές φορές ακραία) περιοριστικά μέτρα, που πέτυχε η Κυβέρνηση της Ν.Δ. Αν μου επιτρέπεται να το πω, ίσως κάπως πιο φιλοσοφικά, ο πυροδοτικός υπαρξιακός κινητήρας της ελληνικής συλλογικότητας είναι πλέον ο φόβος που εσωστρέφει τον ψυχισμό όλο και περισσότερο προς την αναζήτηση της ασφάλειας και όχι προς την εξωστρεφή ριψοκινδύνευση της ελευθερίας. Και προφανώς δεν το λέω αυτό για να ασκήσω κριτική στην αναγκαιότητα των περιοριστικών μέτρων λόγω της πανδημίας. Χρειάζεται όμως κάπως να ερμηνεύσουμε την αδιαμαρτύρητη υιοθέτηση ή και την ανακούφιση με την οποία υποδέχτηκαν ακόμη και μερικά ακραία μέτρα μεγάλα τμήματα του Λαού μας. Η συλλογική μας στάση, δηλαδή, απέναντι στην κρίση του κορονοϊού, κυρίως όμως η απουσία έστω και μιας στοιχειώδους ανησυχίας για την πιθανή απειλή ενός ψηφιακού αστυνομικού κράτους, αλλά και η ετοιμότητα καταγγελίας-κατάδοσης όποιου αποκλίνει, είναι η εύλογη συνέχεια της ραγδαίας αποριζοσπαστικοποίσης του Λαού μας και της στροφής στην με κάθε τίμημα αναζήτηση της ατομικής ασφάλειας.

Ζεις και εργάζεσαι στην Κύπρο τα τελευταία 5 χρόνια. Στο βιβλίο σου επιδεικνύεις μία εντυπωσιακή επιμονή ως προς την ερμηνεία του προφίλ του σύγχρονου «Έλληνα». Η έννοια του «ελληνισμού», εντός και εκτός Ελλάδας, και οι παραμορφώσεις της καθώς και η αίσθηση ότι κάπου υπάρχει ακόμα ένα μεγαλείο που μας περιμένει σαν φαντασιακό ψυχολογικό απόθεμα, παίζει τον δικό της ρόλο στο τραύμα;

Μα αυτή ακριβώς η παραμόρφωση που λες -και μου «κάνει» πολύ αυτή η λέξη- είναι συνέπεια του Τραύματος. Πρόκειται για μία από τις τρείς εκδοχές αντίδρασης απέναντι στο Τραύμα. Αν μου επιτρέπεις να το πιάσουμε λίγο από την αρχή. Πριν απ’ όλα, από ιδρύσεως, η κυρίαρχη κουλτούρα του νεο-ελληνικού κράτους, όπως αυτή εκφράζεται διαχρονικά από τους κατσαπλιάδες, που παριστάνουν την αστική τάξη και το λυμαίνονται, συγκροτείται από ένα χρόνιο αίσθημα ντροπής για την καταγωγή τους, μια βαθιά μειονεκτικότητα για την ταυτότητα τους, που επιβεβαιώνεται συνήθως στις σπουδές τους στην προηγμένη Δύση και προβάλλεται στη συνέχεια-με την ψυχολογική σημασία του όρου- στις οθόνες του συλλογικού φαντασιακού. Πρόκειται για μια χρόνια παγίδευση σε ένα εσωτερικό αίσθημα ανεπάρκειας, που βέβαια για τις ελίτ είναι εντελώς αντικειμενικό και το οποίο για να ανακουφιστεί αποδίδεται στο συλλογικό μας πρόσωπο. Αυτό το χρόνιο αίσθημα ανεπάρκειας διαχέεται ως κυρίαρχη αφήγηση και «μολύνει» κάθε σπιθαμή του κοινωνικού πεδίου, καθώς η ηγεμονική κοινωνική αναπαράσταση για τον Εαυτό μας μάς ορίζει ως «μικρούς και προβληματικούς».

Με τον ίδιο τρόπο διαμορφώνεται η κυρίαρχη κουλτούρα της νέο-ελληνικής οικογένειας, που αρκετά συχνά μπολιάζει τα παιδιά της με ένα αίσθημα ευαλωτότητας και «λίγου», ενώ ταυτόχρονα μεγεθύνει την επικινδυνότητα του «εκεί έξω», προκειμένου να τα χειραγωγήσει και να τα υπερ-προστατεύσει. Εκεί θα συναντήσει κανείς την επικριτικότητα, το αίσθημα των παιδιών ότι είναι μάλλον προβληματικά, τις συγκρίσεις με τους κοντινούς άλλους, την ποικιλόμορφη εγκατάλειψη και την αυτομομφή και την αυτοενοχοποίηση. Αλλά και οι υπόλοιποι κοινωνικοί θεσμοί, το σχολείο, ο στρατός, η δημόσια υπηρεσία, ακόμη και η εκκλησία ακολουθούν, επίσης, πιστά το πρότυπο της ανεπάρκειας.

Όλο αυτό, οδηγεί τον ανθρώπινο ψυχισμό σε τρείς πιθανούς τρόπους αντίδρασης, που συχνά μπορεί και να ιδεολογικοποιούνται ορίζοντας μάλιστα ακόμη και πολιτικούς χώρους.

Μια πρώτη περίπτωση είναι η υποχώρηση, η πλήρης, δηλαδή, αποδοχή της ανεπάρκειας και της ντροπής που την συνοδεύει, με τρόπο ορατό και φανερό. Είμαστε ανεπαρκείς σαν Λαός και το δηλώνουμε. Δεν έχουμε αυτοπεποίθηση και επιδεικνύουμε ανά πάσα στιγμή την ανασφάλεια μας, μήπως και μας λυπηθεί «κανας Χριστιανός» στην πολιτισμένη Δύση.

Μια δεύτερη περίπτωση είναι η απόδραση από την παγίδα της μειονεκτικότητας, δηλαδή η υποκριτική παρουσίαση της ταυτότητας μας ως μιας φυσιολογικής ταυτότητας ανάμεσα σε δεκάδες άλλες. Το αίσθημα ντροπής, αποκρύπτεται πίσω από στερεότυπα «ευγένειας», δικαιωματισμού, κορεκτίλας και χλιαρής, σαν ζαμπόν χωρίς λιπαρά, ψυχραιμίας. Αλλά, βασικά, «σιώπα να περάσουμε», που λένε και στην Κύπρο.

Η τρίτη εκδοχή, είναι η παραμόρφωση στην οποία αναφέρεσαι είναι μια μορφή «αντεπίθεσης» στο αίσθημα ανεπάρκειας ή μια υπερ-αναπλήρωση με όρους ψυχανάλυσης. Η συλλογική μας ταυτότητα όχι μόνο δεν μας δημιουργεί μειονεξία, αλλά καθοδηγείται και εμπνέεται από τα λαμπρά κατορθώματα του μακρινού ένδοξου παρελθόντος μας. Ο τσαμπουκάς, η κοινωνικά επιδεικνυόμενη μαγκιά, ο αμοραλιστικός κυνισμός, ο φθόνος της δημιουργικότητας του Άλλου, η αντιαισθητική βαρβατίλα, ο κομπασμός του «ξέρεις ποιος είμαι εγώ», ο ναρκισσισμός με μια λέξη, αναπληρώνει και ανακουφίζει έτσι την εσωτερική μειονεξία. Η Χρυσή Αυγή, η αρχαιολατρεία του Άδωνη, η προνομιακή κατοχή των επιστολών του Ιησού Χριστού εκ μέρους του Βελόπουλου ή η ψυχοπαθολογία του Σώρρα και των οπαδών του, μπορεί να είναι παραδείγματα έκφρασης της υπερ-αναπλήρωσης αυτής στο πολιτικό πεδίο. Πρόκειται, εν τέλει, για μηχανισμούς αποφυγής της οδύνης του Τραύματος.

Ένα ευφυές slogan της μεταπολιτευτικής αντιδογματικής αριστεράς έλεγε ότι ‘’εκτός από τον ιμπεριαλισμό, υπάρχει και η μοναξιά’’. Στην καθημερινή ψυχοθεραπευτική σου πρακτική φοβάσαι ή δεν φοβάσαι μήπως και εμπλέξεις τις κοινωνικές και πολιτικές σου αντιλήψεις στην θεραπευτική σου διαδικασία; Ο ψυχοθεραπευτής έχει δικαίωμα τελικά να δρα πολιτικά, με την ευρεία έννοια; Το «ντιβάνι» είναι τελικά ένα προσωπικό ή ένα συλλογικό πεδίο δουλειάς;

Μα τι σπουδαία ερώτηση! Χαίρομαι πολύ γιατί μου δίνεται η ευκαιρία να θίξουμε ένα ζήτημα που συχνά περνάει απαρατήρητο. Ξέρεις, υπάρχει ένα consensus, μια συναίνεση που έχει αναπτυχθεί και μέσα στους κλάδους της επιστήμης της Ψυχολογίας, αλλά και σε μεγάλο μέρος των κοινωνικών επιστημών γενικά, και θεωρεί ότι τα άτομα είναι περισσότερο λογικά και «καλά» όταν λειτουργούν σαν άτομα, ενώ οι ομάδες είναι μάλλον παράλογες και «κακές». Πρόκειται για μια κυρίαρχη κοινωνική αναπαράσταση του ορθολογισμού ή της Λογικής στην οποία οι έννοιες αυτές γίνονται κατανοητές ως επιδιώξεις του ατομικού συμφέροντος, ιδιαίτερα μάλιστα στο οικονομικό πεδίο. Μην ξεχνάμε, μάλιστα, ότι ολόκληρη η οικονομική επιστήμη στηρίζεται πάνω σ’ αυτόν τον αφορισμό της έλλογης συμπεριφοράς ως έκφρασης του ατομικού συμφέροντος. Παρ’ ότι ερευνητές οικονομολόγοι όπως οι Akerlof & Kranton ή ψυχολόγοι όπως οι Jolanda Jetten, Stephen Reicher και Alexander Haslam, ασκούν κριτική στην αντίληψη αυτή, φαίνεται πως η προοπτική της ένταξης του ατόμου σε μια ομάδα ή ακόμη και σε μια σχέση, φορτίζεται από ένα κοινωνικό άγχος, μια απειλή να χάσει κανείς τον εαυτό του ή την ικανότητα του να συμπεριφέρεται λογικά.

Κάτω απ’ αυτό το συνειδητό ή ανεπίγνωστο πλαίσιο, η συμβουλευτική ψυχολογία ή η ψυχοθεραπεία, ακριβώς επειδή αναζητά την βέλτιστη αποτελεσματικότητα, μπορεί να υποκύπτει στον πειρασμό να συμβουλεύει τους ανθρώπους να στέκονται έξω από την ομάδα. Αν προσέξεις και στην ίδια την ερώτηση σου, λανθάνει, κατά κάποιον τρόπο, αυτή η ίδια ανησυχία μήπως ο θεραπευτής ενδώσει στον πειρασμό να «μιλήσει» για το συλλογικό. Εντούτοις, από την άλλη υπάρχουν οι συστημικές θεραπευτικές προσεγγίσεις, η gestalt, αλλά θα έλεγα και όλες οι ανθρωπιστικές θεραπευτικές προσεγγίσεις που περισσότερο ή λιγότερο καθαρά δεν αφήνουν στην άκρη το συλλογικό-πολιτικό. Στην πραγματικότητα μπορούμε νομίζω να πούμε πως όλες οι θεραπευτικές προσεγγίσεις που αναγνωρίζουν την θεμελιακή σημασία της θεραπευτικής Σχέσης, μιλούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο για το πολιτικό. Κι’ αυτό, γιατί στην δικιά μου τουλάχιστον αντίληψη, η έννοια της Σχέσης είναι στον αντίποδα του Καπιταλισμού, ακριβώς επειδή ο καπιταλισμός προϋποθέτει και αναφέρεται σε ά-σχετα μεμονωμένα άτομα. Η ουσιαστική ανθρώπινη σύνδεση είναι, δηλαδή, πράξη επαναστατική και άρα η ψυχοθεραπεία που καταφέρνει να «εκπαιδεύσει» την ανθρώπινη ύπαρξη σε έναν πιο λειτουργικό τρόπο του σχετίζεσθαι είναι αντι-καπιταλιστική πρακτική. Η ψυχοθεραπεία δηλαδή, είτε το ομολογεί, είτε δεν το ομολογεί είναι μια πολιτική πράξη. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως ο θεραπευτής επιτρέπεται να αναλάβει κάποιο ρόλο πολιτικού «καθοδηγητή», όμως οφείλει στην προσέγγιση του να λαμβάνει υπόψιν του τους κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες τόσο του «εδώ και τώρα» που διαμορφώνουν την πραγματικότητα του πελάτη του, όσο και του «εκεί και τότε» που επηρέασαν την δυσλειτουργική ανάπτυξη της προσωπικότητας του. Να το πω πιο απλά: δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια στις αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι εξ’ αιτίας του καπιταλισμού και να πετάμε την μπάλα στην εξέδρα της ατομικής και μόνο ευθύνης. Ίσως κάπου εδώ και να χρειαζόμαστε έναν συγκερασμό του ατομικού με το συλλογικό ή της κλινικής με την κοινωνική ψυχολογία, αναγνωρίζοντας και στη θεραπεία, για παράδειγμα, το οικολογικό-συστημικό αναπτυξιακό μοντέλο του Bronfenbrenner. Σε κάθε περίπτωση όμως, όπως το ορίζει ο Γιάλομ, θεραπευτής και θεραπευόμενος, είναι «συνταξιδιώτες στην οδύνη», με τον θεραπευτή μάλιστα στη θέση του συνοδηγού. Ενός συνοδηγού ενσυναισθητικού, που παρέχει αποδοχή άνευ όρων και μάλιστα με πλήρη προσωπική του διαφάνεια, ώστε η θεραπευτική σχέση να αποτελέσει μια σχέση πρότυπο για τον θεραπευόμενο. Και αυτό με κανέναν τρόπο δεν επιτρέπει οποιασδήποτε μορφής καθοδήγηση, δηλαδή την μετατροπή-έκπτωση της θεραπευτικής σχέσης σε μια μορφή εξουσιαστικής συσχέτισης, δηλαδή «χρήσης» και εργαλειακής αντικειμενικοποίησης του ενός από τον άλλο. Και ναι, έχει πολύ δίκιο το σύνθημα αυτό, νομίζω μας έρχεται από τον Μάη του 68, καθώς ξέρουμε ότι η μοναξιά ορίζεται ως η απόσταση ανάμεσα στον πραγματικό και στον επιθυμητό βαθμό συνδέσεων-σχέσεων της ανθρώπινης ύπαρξης. Και το υπάρχον μετανεωτερικό κοινωνικό σύστημα κάνει ό,τι περνάει από το αόρατο μακρύ χέρι της αγοράς του για να μετατρέπει αυτή την απόσταση σε χάσμα, που απειλεί να καταπιεί την ύπαρξη. Σ΄ αυτό το πλαίσιο, το ψυχοθεραπευτικό «ντιβάνι», είναι αρκετά συχνά, η τελευταία γραμμή άμυνας του ανθρώπινου ψυχισμού, απέναντι στην υπαρξιακή απειλή του κυρίαρχου απάνθρωπου συστήματος. Ιδιαίτερα μάλιστα για ανθρώπους που για διάφορους λόγους αντιμετωπίστηκαν ως σκέτα αντικείμενα, που δεν είχαν ανάγκη ενδιαφέροντος για τα συναισθήματα και τις εμπειρίες τους.

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]

About The Author

Ο Βαγγέλης Γέττος γεννήθηκε το 1986 στην Πάτρα. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και ποινικές επιστήμες τη Nice της Γαλλίας. Έχει εργαστεί ως ραδιοφωνικός παραγωγός, ασκούμενος δικηγόρος, πολιτικός σύμβουλος, νομικός σύμβουλος ασυνόδευτων ανήλικων προσφύγων και ευάλωτων παιδιών, κειμενογράφος στη διαφήμιση και project manager ευρωπαϊκών προγραμμάτων. Παράλληλα γράφει ιστορίες για παιδιά και μεγάλους, σενάρια για comics και μουσικοθεατρικές παραστάσεις. Επίσης παίζει και συνθέτει μουσική. Συμμετέχει στο μουσικό σχήμα ΕΛΕΚΡΗΤ Project παίζοντας κρητικό λαούτο και τραγουδώντας. Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία από το 2015.

Related Posts

//