Μια μικρή βόλτα στο κέντρο της Αθήνας είναι αρκετή ούτως ώστε να εντοπίσει ο καθένας από εμάς, βιβλία γεμάτα γλαφυρές αφηγήσεις, που συναντά σε ακριβοπληρωμένες ευρωπαϊκές και αμερικανικές κινηματογραφικές παραγωγές. Οι πρωταγωνιστές στην προκειμένη δεν είναι άφθαρτοι, αλλά ήρωες που παλεύουν για τα προς το ζήν και αυτή τους η καθημερινή αναμέτρηση ορίζεται με σκληρούς αδιαπραγμάτευτους στις περισσότερες των περιπτώσεων, όρους.
”Τα επαγγέλματα του δρόμου” εκ φύσεως απαιτούν μεγάλο απόθεμα ψυχής και μπόλικα κιλά κουράγιου και δύναμης.
Η Αθήνα, γενέτειρα της δημοκρατίας, καλλιέργησε στα σπλάχνα της, την πεμπτουσία της αδικίας. Σε κάθε πτυχή της, σε κάθε δρομάκι της, μικροπωλητές, που κουβαλούν μαζί με την πραμάτεια τους, μία κακοτυχία, έναν απρόσμενο ξεπεσμό, μία σκληρή αντιμετώπιση. Τα βλέμματα που κερδίζουν, κατά πλειοψηφία φτάνουν μέχρι την παροδικής φύσεως προσοχή σε κάποιο από τα αντικείμενα που πλασάρουν. Ουδείς, αν και διαθέτει μάτια, δεν θέλει να δει. Ίσως αδυνατεί να αντικρίσει.
Το 3pointmagazine.gr συνάντησε τέσσερις διαφορετικούς ανθρώπους. Τέσσερις προσωπικότητες κατατρεγμένες, καταπονημένες, με τις ρυτίδες των προσώπων τους να μαρτυρούν τον πόνο που διακατείχε τη ψυχούλα τους. Βλέπετε εκείνοι δεν στάθηκαν τυχεροί στο μοίρασμα της πίτας. Και η λεγόμενη “κανονική ζωή’, δεν κατέληξε στα χέρια τους.
Μοιράστηκαν μαζί μας, πρόθυμα το σενάριο, που κάποιοι άλλοι έγραψαν, αλλά οι ίδιοι υποχρεώθηκαν να βιώσουν. Ίσως εκτός αυτού να απέβαλαν ακόμα ένα μικρό βάρος. Το χαμόγελο τους σαν να φάνηκε πιο λαμπερό, αφού βρήκαν μία πρόσκαιρη έκστω συντροφιά για να ακουμπήσουν πάνω τα προβλήματα τους.
Η φωνή της Ερμού
Ένας δρόμος άδειος, όχι από ανθρώπους αλλά από συναισθήματα, όπως αυτός της Ερμού, ντύνεται πολύ όμορφα με νότες και ανθρωπιά όταν τη βόλτα σου συνοδεύει ο ήχος ενός ακορντεόν. Αφού προηγήθηκε μία μικρή προσπάθεια αναζήτησης, εντοπίσαμε ότι οι γλυκές μελωδίες που κατέφθαναν στα αυτάκια μας, προερχόταν από έναν γλυκύτατο παππούλη.
Τον συναντήσαμε καθισμένο στο πεζοδρόμιο, με ένα παλιό ακορντεόν στα χέρια του. Δυστυχώς, το όνομα του παρέμεινε άγνωστο, καθώς δεν μιλούσε ελληνικά, αν και έδειχνε να καταλαβαίνει. Το χαμόγελο του δεν έφυγε στιγμή από τα χείλη του.
Η καταγωγή του από τη Ρουμανία, μετανάστευσε στην Ελλάδα για μία καλύτερη ζωή που πιθανότερα δεν έχει φανεί ακόμα στον ορίζοντα. Παρ’ όλο το χάσμα της επικοινωνίας η καλοσύνη ήταν αποτυπωμένη στο κακοτράχαλο πρόσωπο του και η αύρα που απέπνεε ήταν κάτι παραπάνω από θετική.
Διαπιστώσαμε, πως οι δυσκολίες δεν τον έχουν ρίξει ακόμα νοκ άουτ. Μπροστά από κάποιο πολυσύχναστο μαγαζί με ρούχα, μπορείτε και εσείς να τον βρείτε, χαμογελαστό, αισιόδοξο, με το ακορντεόν να αποτελεί πιστό σύντροφό του.
Το όνειρο του Μουσταφά
Ο δρόμος μας… ξέβρασε στο Μοναστηράκι. Οι πλακόστρωτοι δρόμοι, τα γραφικά μαγαζάκια του αλλά και οι μικροπωλητές που βρίσκονται σε κάθε πιθανή γωνιά, συνθέτουν μία εικόνα, που συνδέει τα περασμένα μεγαλεία, με το θλιβερό παρόν.
Ακόμα και σε μία βροχερή μέρα οι πάγκοι πρέπει να στηθούν, γιατί το μεροκάματο είναι πιο σημαντικό από το κρύο και την κούραση.
Ο Μουσταφά, ένας Έλληνας μουσουλμάνος προθυμοποιήθηκε, χωρίς καν να χρειαστεί να του το ζητήσουμε, να μας μιλήσει για τις δυσκολίες που αναγκάζεται να αντιμετωπίσει καθημερινά.
Είναι άστεγος, κάθε βράδυ κοιμάται στα παγκάκια και κάθε πρωί στήνει την πραμάτεια του. Η αιτιολόγηση άμεση. Έχει 4 παιδιά που απαιτούν τη δική του φροντίδα. Είναι ρακοσυλλέκτης, πουλάει χρυσό και ασήμι στους περαστικούς σε τιμές τόσο χαμηλές που ίσα – ίσα τα βγάζει πέρα για ένα ψωμί ή ένα μικρό μπουκάλι γάλα.
Θυμωμένος από την κατάσταση που κυριαρχεί στην Ελλάδα και μπουχτισμένος από τις ψεύτικες υποσχέσεις που ακούει τόσα χρόνια, αναζητούσε να βρει μία λύση. “Εσείς που είστε διαβασμένοι, μήπως ξέρετε κάποιο τρόπο;”, επαναλάμβανε ξανά και ξανά. Θέλει να αλλάξει τον κόσμο, παρόλο που αυτός του έχει φερθεί με το χειρότερο τρόπο. Προσπαθήσαμε να του βρούμε μία ικανοποιητική απάντηση για το πως θα έρθει αυτή η αλλαγή αλλά τα σκληρά του χαρακτηριστικά δεν μαλάκωσαν, μάλλον δεν πιστεύει πλέον σε θαύματα.
“Έχω να δω 15 χρόνια τα παιδιά μου”
Λίγα μέτρα πιο πέρα, δίπλα από τις ταβέρνες, που έχουν ξεφυτρώσει σαν άγρια μανιτάρια στην περιοχή το βλέμμα μας τράβηξε ένας πάγκος όχι τόσο πλουσιοπάροχος όπως οι υπόλοιποι, αλλά με αντικείμενα σίγουρα πρωτότυπα και εντυπωσιακά.
Μέσα στα επόμενα λεπτά θα παίρναμε ένα μάθημα ζωής. Εν αγνοία μας γίναμε ακροατές μίας ιστορίας που δύσκολα μπορεί να ξεχαστεί. Ο Ράαντε, Σέρβος μετανάστης, μας άνοιξε την καρδιά του και μας ξενάγησε στις αναμνήσεις του.
Αποκάλυψε αρχικά ότι τα αντικείμενα που πουλούσε ήταν χειροποίητα. Ξύλινα παιδικά παιχνίδια αλλά και κοσμήματα που λαμποκοπούσαν στον ήλιο, τόσο καλοφτιαγμένα που έδιναν την εντύπωση του “έτοιμου”, ήταν καρφιτσωμένα πάνω στα δύο μικρά τραπεζάκια που μάλλον ο ίδιος είχε επίσης φτιάξει.
Οι περαστικοί πέρναγαν δίχως να αγοράσουν κάτι. Οι τσέπες είναι αδειανές. Ουδείς μπορεί να δώσει έστω και 5 με 10 ευρώ για ένα παιχνίδι ή ένα κόσμημα, τη στιγμή που αδυνατεί να φάει.
Στην Ελλάδα βρίσκεται λίγα χρόνια, αρκετά όμως για να στιγματιστεί από την απανθρωπιά αυτής της χώρας. Αρχικά στην Κρήτη, όπου ζούσε σε ένα δωμάτιο με 45 ακόμα άτομα! Δούλευε κάθε μέρα στα χωράφια, ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών για ένα χαμηλό μεροκάματο. Μόλις μας περιέγραφε τα περιστατικά το χαμόγελο παραχωρούσε τη θέση του σε ένα ετοιμόρροπο δάκρυ. Ήταν σαν να έξυνε μία ακόμα παλιά πληγή…
Ήρθε στην Αθήνα επειδή του έθρεψαν την ελπίδα πως θα είναι καλύτερα, ότι θα μπορούσε τουλάχιστον να εξασφαλίσει ένα πιάτο φαΐ.
Αν έχετε αναρωτηθεί για το αν έχει οικογένεια ή κάποιο άλλο στήριγμα, τότε η παρακάτω απάντηση, μάλλον είναι αφοπλιστική και συνάμα επαρκής. “Η γυναίκα και τα δύο παιδιά μου βρίσκονται στη Σερβία. Έχω να τους δω 15 χρόνια! Δεν μπορώ να πάω λόγω του ότι δεν έχω λεφτά. Δεν υπάρχει κάτι χειρότερο για έναν γονιό από το να μην μπορεί να προσφέρει στα παιδιά του”, σιγομουρμούριζε λυπημένος που δεν έχει καταφέρει να στείλει κάποια χρήματα στις κόρες του. Η περηφάνια όμως για εκείνες ήταν εμφανής δια γυμνού οφθαλμού.
Ζούσε πάντα έτσι; Μας έγνεψε αρνητικά.
“Στη Σερβία η κατάσταση είναι αποκαρδιωτική” μας εξομολογήθηκε, έχασε τη δουλεία του εξαιτίας του πολέμου και αναγκάστηκε να αναζητήσει αλλού τη τύχη του. Εκεί τουλάχιστον είχε ένα σπίτι, εδώ ακόμα και αυτό φαντάζει πολυτέλεια.
“Θέλω να ζήσω σαν κανονικός άνθρωπος” έλεγε με καημό, δίχως να μπορεί να αντιληφθεί ότι είναι κάτι πολύ παραπάνω από “κανονικός”! Έχει αντέξει τόσες αλλεπάλληλα χτυπήματα και ακόμα συνεχίζει να αγωνίζεται. Κατά τη γνώμη του όμως, δεν έχει μείνει κάτι παραπάνω να κάνει, έχει γεράσει και το σώμα του έχει αρχίσει και τον προδίδει.
Μια ουλή στο χέρι του δεν είναι ένα σημάδι όπως τα υπόλοιπα στο σώμα του, αλλά κρύβει μία ιστορία για “ήρωες”. Ενώ είχε στήσει τον πάγκο του όπως κάθε μέρα, συνέβη ένα περιστατικό που έμελλε να τον στιγματίσει ψυχικά αλλά και σωματικά. Ένα άλογο που είχε ξεφύγει από μία άμαξα κατευθυνόταν προς ένα κοριτσάκι που καθόταν λίγα μέτρα πιο πέρα. Ο Ραάντε μόλις το είδε, άρπαξε το κοριτσάκι με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ο ίδιος, αλλά να το κρατάει ασφαλές στην αγκαλιά του. Η πράξη του μάλιστα αποτυπώθηκε και σε βιβλίο όπως μας είπε γεμάτος περηφάνια. Αναμφίβολα σε αυτούς τους σπάνιους ανθρώπους αξίζουν τα καλύτερα. Κουράγιο του ευχηθήκαμε φεύγοντας αλλά φάνηκε σαν να μην του έχουν μείνει πολλά αποθέματα.
“Δουλεύω 12 ώρες την μέρα για 6 ευρώ”
Σε μέρη πιο γνώριμα και πιο οικεία συναντήσαμε την Μαρία, η οποία πουλάει καλαμπόκια. Η φυσιογνωμία της ήταν γνωστή αλλά το όνομα της μας αποκαλύφθηκε μόλις σήμερα. Στην Αθήνα βρίσκεται λίγο καιρό, παλιότερα έμενε στην επαρχία. Μία επιχειρηματική ατυχία την οδήγησε στην πρωτεύουσα. Διατηρούσε 6 μαγαζιά αλλά μία επένδυση σε έβδομο σήμαινε την καταστροφή της. Ο μικρός σε διάρκεια, χρόνος διαμονής της στη γωνιά των Ιπποκράτους και Ακαδημίας, φάνηκε αρκετός για να αποκαλύψουν την ασχήμια της πόλης. Φάνηκε σοκαρισμένη απ όσο αντικρίζει καθημερινά.
Το επάγγελμα που κάνει είναι πολύ δύσκολο, σπάνιο και κουραστικό, αλλά παραδέχτηκε πως δεν έχει άλλη λύση. Τα χρέη την πνίγουν πλέον και αναγκάζεται να εργάζεται 12 ώρες για μόλις 5-6 ευρώ την μέρα όπως μας είπε χαρακτηριστικά. Στην αρχή φάνηκε λίγο δύσπιστη, αλλά στη συνέχεια το συναίσθημα αυτό φάνηκε να εξανεμίζεται. Δυναμική γυναίκα με λόγο και άποψη, πλήρως απογοητευμένη από τη κατάσταση της χώρας. Στη συζήτηση μας τα έβαλε με όλους και με όλα!
Παιδιά δεν έχει, γεγονός που την ανακουφίζει. “Για το δικό σας μέλλον ανησυχώ, εγώ πάει γέρασα! Εσείς να δω τι θα κάνετε” λόγια που συχνά πυκνά τα ακούμε από μεγαλύτερους, σχηματίστηκαν και από τα χείλη της Μαρίας. Πάντα αφήνουν όμως την ίδια πικρή αίσθηση…
Τα καλύτερα μαθήματα ζωής βρίσκονται στο δρόμο, εκεί που αποτυπώνονται οι μεγαλύτερες αλήθειες και δίνονται οι μεγαλύτεροι αγώνες. Τέσσερις άνθρωποι, μικροπωλητές στο επάγγελμα αλλά μαχητές στη ψυχή, μας απέδειξαν με τον πιο καλό τρόπο ότι παρόλες τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες η ζωή απαιτεί αγώνα. Το επάγγελμα τους κατατάσσεται στα πιο δύσκολα και τα κέρδη τους είναι μηδαμινά, αλλά αποτελεί ίσως την μόνη τους διέξοδο σε ένα εχθρικό κόσμο που θάβει τους ήρωες και εξάρει τους πιο δειλούς.
Των Χριστιάνα Βουκελάτου και Κώστα Παπαντωνίου
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.