Ένας πασίγνωστος καλλιτέχνης, τα έργα του οποίου δημοπρατούνται έναντι εκατομμυρίων δολαρίων, αποφασίζει να εκθέσει κάποια από αυτά σε πάγκο στο Central Park της Νέας Υόρκης, έναντι του ποσού των 60 δολαρίων έκαστο. Μέχρι το απόγευμα πουλάει λίγους μόλις πίνακες, συγκεντρώνοντας το ποσό των 420 δολαρίων.

Ένας άλλος καλλιτέχνης, μουσικός αυτή τη φορά, παίζει για 45 λεπτά έξι κομμάτια του Μπαχ, έξω από σταθμό του μετρό στην Ουάσιγκτον. Παίζοντας με βιολί που κοστίζει 3,5 εκατ. δολάρια, μελωδίες που έπαιζε το προηγούμενο βράδυ σε sold out συναυλία (100 δολάρια το φθηνότερο εισιτήριο), συγκεντρώνει το ποσό των 32 δολαρίων.

Ο πρώτος είναι ο παγκόσμιας φήμης street artist Banksy και ο δεύτερος ο βραβευμένος με Grammy, βιρτουόζος του βιολιού, Joshua Bell. Αμφότεροι έχουν διακριθεί στον χώρο της τέχνης και έχουν κερδίσει πάρα πολλά χρήματα από εκθέσεις/δημοπρασίες και συναυλίες, αντίστοιχα.

Αξία έργου ανάλογη της τοποθεσίας;
Το πρώτο “πείραμα” έγινε με πρωτοβουλία του ίδιου του Banksy, ώστε να αποδείξει ότι ένα σύγχρονο έργο τέχνης “παίρνει αξία” και εκλαμβάνεται ως πολύτιμο από το hype το οποίο συνοδεύει το brandname του καλλιτέχνη. Το όνομα δηλαδή, η προϊστορία του καλλιτέχνη και ο τρόπος που το έργο καθ’ εαυτό προωθείται, είναι οι παράγοντες εκείνοι που ορίζουν τελικά αν ένα έργο τέχνης έχει αξία. Όχι αξία καλλιτεχνική ή αισθητική, αλλά χρηματική.

Τα έργα του εκάστοτε Banksy εκτεθειμένα σε δημόσιο χώρο (πάγκο μικροπωλητή) δεν πωλούνται εύκολα, στις δημοπρασίες ωστόσο οι συλλέκτες έργων τέχνης “σφάζονται” για να τα αποκτήσουν, γεγονός που συνδέει άμεσα την εμπορική αξία ενός έργου με το μέρος στο οποίο εκτίθεται, όπως και με τον τρόπο. Προφανώς αν τα συγκεκριμένα έργα παρουσιάζονταν στον ίδιο χώρο, αλλά σε ένα γυάλινο κλουβί, με 15 μπράβους να τα φυλάνε, αυτομάτως η αξία τους θα ανέβαινε. Πόσο σημαντικός λοιπόν στη διαμόρφωση της “αξίας” ενός έργου τέχνης είναι ο τόπος και ο τρόπος που αυτό προβάλλεται;

Εμπορική αξία ίσον αισθητική απόλαυση;
Πέρα από αυτό όμως, τα δύο παραπάνω παραδείγματα εγείρουν ακόμη ένα ερώτημα. Όντως στους περαστικούς δεν άρεσαν οι πίνακες του Banksy ή οι μελωδίες του Bell και γι’ αυτό δεν άφησαν χρήματα; Ή αντιστρόφως, το γεγονός ότι δεν αγόρασαν πίνακα ή ότι δεν άφησαν χρήματα, σημαίνει αυτομάτως ότι δεν εκτίμησαν αυτό που είδαν/άκουσαν;

Θα μπορούσαν πολλοί από αυτούς να μην είχαν τον χρόνο να σταθούν και να δουν/ακούσουν ή να μην είχαν τη διάθεση εκείνη την ώρα ή τα λεφτά ή μπορεί να ξύπνησαν στραβά εκείνο το πρωί. Όπως μπορείς να δεις κάτι στο δρόμο και να σου αρέσει, χωρίς να θέλεις να το αγοράσεις. Σε καμία περίπτωση δεν είναι ασφαλές συμπέρασμα το “δεν αγόρασαν άρα δεν εκτίμησαν”.

Ψάχνουμε “ταμπέλα” για να ετεροπροσδιοριστούμε;
Προχωρώντας ωστόσο τον συλλογισμό, δημιουργείται ένα ακόμα ερώτημα. Μήπως οι άνθρωποι αποζητούν την “ταμπέλα” ώστε να εκδηλώσουν την εκτίμηση ή τη δυσαρέσκειά τους; Είναι πολύ πιο ενδιαφέρον να πει κανείς ότι αγόρασε έναν πίνακα του Banksy, σε σχέση με έναν ανώνυμο πίνακα, ακόμη κι αν κατά βάθος δεν είναι κάτι που τον ενθουσιάζει. Η ταμπέλα του “θαυμαστή του Banksy” είναι σίγουρα πιο ελκυστική ή πιο μοδάτη, σε σχέση με το “θαυμαστής της μοντέρνας τέχνης”.

Για παράδειγμα, δεν είναι καθόλου σίγουρο πως όταν οι επισκέπτες του Λούβρου αντικρύσουν το περίφημο έργο της Τζοκόντα θα εντυπωσιαστούν από τον πίνακα καθ’ εαυτό. Πιθανότατα λίγοι είναι αυτοί που θα τον εκτιμούσαν ακόμη κι αν δεν ήταν γνωστός στο ευρύ κοινό.

Το γεγονός όμως ότι φυλάσσεται σε ένα από τα πιο “ασφαλή” μουσεία του κόσμου, το ότι πρέπει να πληρώσεις και να περιμένεις στην ουρά για να σταθείς μπροστά του και κυρίως το λεγόμενο hype που έχει αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια, είναι στοιχεία που επηρεάζουν το κοινό και το κάνουν θετικά διακείμενο απέναντί του. Ή ακόμα το κάνουν θετικά διακείμενο σε ό,τι έχει υψηλή χρηματική αξία, ακολουθώντας το σκεπτικό “όσο πιο ακριβό, τόσο πιο ποιοτικό”.

Επιβάλλεται να είμαστε επιφυλακτικοί;
Ένα τελευταίο ερώτημα που προκύπτει από τα δύο αυτά πειράματα είναι το εξής: Τι σημαίνει το ότι δεν πουλήθηκαν τα έργα/δεν έριξαν αρκετοί χρήματα; Ότι δεν άρεσαν; Ότι δεν έγιναν αντιληπτά ως “πολύτιμα”; Εν τέλει τί αντιλαμβανόμαστε ως πολύτιμο δεδομένου ότι οι τεχνολογίες “ασφαλείας” και η “αξία φύλαξης” ενός έργου το εξυψώνουν στα μάτια του κοινού;

Πώς, σε τελική ανάλυση, μπορούμε να κρίνουμε κάτι σαν τέχνη ή σαν μη-τέχνη;

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]
//