Κείμενο της κατάληψης Rosa Nera για τη δολοφονία της Suzanne Eaton

«Για να μπορέσω όμως ως γυναίκα να παρουσιάσω στην κοινωνία μια εναλλακτική λύση στην πατριαρχία – και τι απομένει από το γυναικείο κίνημα αν δεν μπορεί να το κάνει αυτό; – πρέπει πρώτα να μάθω ποια ήμουν πριν η πατριαρχία με υποβιβάσει σ’ αυτό που είμαι σήμερα.»
Eva Borneman

Το πρωί της 8ης Ιουλίου βρίσκεται νεκρή στο χωριό Μάλεμε του δήμου Πλατανιά η Αμερικανίδα βιολόγος Σούζαν Ίτον, η οποία παρέμενε εξαφανισμένη επί μία εβδομάδα. Ο κατ’ ομολογία βιαστής και δολοφόνος της, Γιάννης Παρασκάκης, αφού πρώτα την πάτησε δύο φορές με το αυτοκίνητο του, την μετέφερε σε μια σπηλιά – που την περίοδο της Ναζιστικής κατοχής χρησιμοποιούταν ως αποθήκη οπλισμού – τη βίασε και τη βασάνισε σαδιστικά μέχρι θανάτου. Στη συνέχεια προσπάθησε να καλύψει ανεπιτυχώς τα ίχνη του σε συγγενικό σπίτι. Αρκετά σύντομα, αφού η υπόθεση έχει λάβει διεθνές ενδιαφέρον ήδη από την εξαφάνιση, ο Παρασκάκης συλλαμβάνεται και ομολογεί. Παραδέχεται πως έχει ξαναχτυπήσει γυναίκες με το αυτοκίνητο του…

Έχει ενδιαφέρον όμως ότι ο βιαστής και δολοφόνος “σκηνοθετεί” το έγκλημά του σε μια σπηλιά-αποθήκη των Ναζί και στο νεκροταφείο της περιοχής, όπου – όπως δήλωσε – έπλυνε το πορτπαγκάζ του αυτοκινήτου από το αίμα της γυναίκας που βίασε, βασάνισε, σκότωσε, βεβήλωσε και πέταξε σαν σκουπίδι. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την σύνδεση με την οικογενειακή του κληρονομιά. Ο πατέρας του ιερέας, διαμεσολαβητής με τον Ανύπαρκτο. Ο παππούς του κληροδότησε στην οικογένεια το παρατσούκλι “Μπαντούρης” το οποίο έφερε περήφανα ήδη πριν το θάνατο του κομμουνιστή κι αντάρτη Γιάννη Μπαντουράκη (από τα Καλουδιανά Κισσάμου) καθώς διαλαλούσε πως αυτός ο ίδιος θα του πάρει το κεφάλι. Τελικά ο Γιάννης Μπαντουράκης σκοτώθηκε στις Φώκιες Ομαλού σε μάχη με τους ΜΑΥδες (Μονάδα Ασφαλείας Υπαίθρου) και τον εθνικό στρατό, αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του εκτέθηκε παραδειγματικά μαζί με άλλα στη γέφυρα του Κλαδισσού. Ο ίδιος παππούς υπήρξε φανερός καταδότης της Χούντας και τοποτηρητής της στην περιοχή. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν μαρτυρίες “μπροστά πήγαινε αυτός και πίσω ο χωροφύλακας”.

Ένα ακόμα στοιχείο που απέκρυψαν τα ΜΜΕ είναι το πόσο “γνωστός” ήταν στην ΕΛ.ΑΣ. ο δράστης και το γιατί οι προηγούμενες καταγγελίες εις βάρος του δεν βρήκαν τον δρόμο για την αστική δικαιοσύνη. Ήταν μόνο το “κοστούμι” του οικογενειάρχη και πατέρα δυο παιδιών που τον προστάτευε ή κάτι περισσότερο; Είχε μήπως σχέση με το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο διαμορφώθηκε, “παππούς δοσίλογος, μπαμπάς παπάς, παιδί κουμπί”;

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και σήμερα, κάποια ΜΜΕ προσπαθούν να παρουσιάσουν τον Παρασκάκη ως “μεμονωμένο περιστατικό”, και να αποσυνδέσουν τη δολοφονία από την κοινωνική συναίνεση στη βία κατά των γυναικών. Όπως και σε πολλές ακόμη υποθέσεις θα χρειαστούν πολιτικές ομάδες γυναικών, όπως και πρωτοβουλιακές προσωπικές τοποθετήσεις στο δημόσιο λόγο, για να αποκατασταθεί η αλήθεια: η δολοφονία της Σούζαν Ίτον είναι ένα ακόμα αποτέλεσμα της ανοχής στην πατριαρχική κουλτούρα.

Η αντίδραση σ’ αυτή την υπόθεση μας θυμίζει την αδράνεια και τη συγκάλυψη της κοινωνίας σε παρόμοιες δολοφονίες και βιασμούς γυναικών, όπου κάποιοι “αθώοι” πάντα μένουν εμβρόντητοι. Η κοινωνική ιστορία της αποδοχής των βιασμών και της βίας κατά των γυναικών μετράει πολλούς αιώνες καταπίεσης της γυναικείας δημιουργικότητας και επιθυμίας. Ο βιασμός και η βία κατά των γυναικών δεν έχουν να κάνουν απλά με κάποιους «ψυχικά ασθενείς» δράστες, ούτε συνδέονται με κάποια διαστροφή στη σεξουαλικότητα τους. Αυτές είναι δικαιολογίες της κουλτούρας του βιασμού. Είναι η αθλιότητα που προκύπτει από την υποτίμηση της γυναικείας ζωής, της γυναικείας επιθυμίας, της άνισης γυναικείας εργασίας μέσα ή έξω από το σπίτι, όπως και από τους αποκλεισμούς της γυναίκας από την πολιτική και την κοινωνική ζωή. Η βία κατά των γυναικών έρχεται να επικυρώσει την κοινωνική συναίνεση σε ένα κυριαρχούμενο ταξικό και κοινωνικό ρόλο. Οι βιαστές προέρχονται από όλες τις κοινωνικές τάξεις και με τη βία τους ικανοποιούν όντως την επιθυμία τους (όπως ισχυρίζεται ο Παρασκάκης), αυτή που δημιουργείται μέσα στην κουλτούρα του άνδρα ως ιδιοκτήτη των γυναικείων σωμάτων – και η σχέση ιδιοκτησίας φτάνει στο όριό της με το δικαίωμα στην καταστροφή. Βρίσκουμε την απολογία του συγκεκριμένου βιαστή απόλυτα ειλικρινή. Όταν εκείνος δηλώνει πως βγήκε παγανιά με στόχο “να βιάσει και να σκοτώσει”, εμείς επιλέγουμε να δώσουμε έμφαση στο γεγονός ότι αυτή του η απόλαυση προέρχεται από την έμφυλη συγκρότησή του ως προνομιούχο κοινωνικό φύλο. Η κουλτούρα του βιασμού αναπαριστά το δικαίωμα στην απόλαυση εις βάρος του μη συναινούντος προσώπου και η αναπαραγωγή της συμβαίνει στο πεδίο της καθημερινότητας μας, εκεί ακριβώς όπου τα έμφυλα, ταξικά και φυλετικά προνόμια κάποιων αποτυπώνονται υλικά στις διαφόρων εντάσεων καταπιέσεις των μη προνομιούχων σωμάτων.

Το γυναικείο σώμα παρουσιάζεται στη μαζική κουλτούρα ως αντικείμενο, προορισμένο για την επιβεβαίωση της ανδρικής ανωτερότητας. Η ανοχή στα προκλητικά πειράγματα στο δρόμο, οι σεξουαλικές παρενοχλήσεις στο χώρο εργασίας είναι κάποιες μόνο εκφάνσεις αυτής της κουλτούρας που κανονικοποιεί το βιασμό. Η ταυτότητα του άνδρα – ιδιοκτήτη (είτε ανήκει στα ψηλά, είτε στα χαμηλά κοινωνικά στρώματα) είναι μια βίαιη ταυτότητα, καθώς συνδέεται με την άσκηση ψυχολογικής ή σωματικής επιβολής κατά των μη προνομιούχων: των γυναικών, των παιδιών, των μεταναστριών. Και είναι η βία των ισχυρών απέναντι σε όσους βρίσκονται σε πιο αδύναμη κοινωνική θέση που θεωρείται αποδεκτή ως τρόπος επίλυσης των κοινωνικών ζητημάτων εξουσίας. Την ίδια στιγμή, η βία ενάντια στις εξουσίες των κυρίαρχων δαιμονοποιείται. Η βία των ανδρών – ιδιοκτητών και η κουλτούρα του βιασμού αποθεώνεται καθημερινά. Από το οικογενειακό τραπέζι, τους χώρους εργασίας, τις καθημερινές συναθροίσεις μέχρι τη βραδινή διασκέδαση, ο έρωτας, η φιλία, η αγάπη, η αμοιβαιότητα των συναισθημάτων υποχωρούν μπροστά στον κυνισμό και τη βία στην οποία κατέχει ιδιάζουσα θέση η υποτίμηση της ζωής της γυναίκας και της ζωής των ΛΟΑΤΚΙ προσώπων.

Για τη γυναικοκτονία στο Μάλεμε δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα συνήθη προσχήματα που αναδεικνύονται νομικά και κοινωνικά σε αντίστοιχες καταγγελίες βιασμών που έρχονται στο προσκήνιο. Η γυναίκα που βιάστηκε και δολοφονήθηκε «δεν φορούσε κοντό μπλουζάκι, δεν προκαλούσε με τη σεξουαλική ζωή της, δεν είχε πιει..» όπως συνηθίζουν να γράφουν χυδαία στο αστυνομικό ρεπορτάζ, εδώ και χρόνια, κάποια πολυδιαβασμένα τοπικά μέσα για περιπτώσεις βιασμών. Αυτά τα ελαφρυντικά ακούγονται συχνά και στις δικαστικές αίθουσες ή αναπαράγονται κοινωνικά ως αστερίσκοι στην απερίφραστη καταδίκη της έμφυλης βίας. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι όταν γίνεται καταγγελία ενός βιασμού, πράγμα σπάνιο για τα ελληνικά δεδομένα, το θύμα πρέπει, είτε στην αστυνομία είτε στο δικαστήριο, να αποδείξει πρώτον ότι πράγματι είναι θύμα βιασμού, δεύτερο ότι είναι άμεμπτου ηθικής και τρίτο ότι δεν «προκαλούσε». Συχνά οφείλει να έρθει αντιμέτωπο με εσκεμμένα εξευτελιστικές ερωτήσεις απαίδευτων νομικών και αστυνομικών ανδρών. Ακόμα πιο συχνά, όταν οι βιαστές ανήκουν στις κυρίαρχες ή τις γηγενείς κοινωνικές ομάδες ανδρών, οι βιασμοί και οι δολοφονίες απλά συγκαλύπτονται από τους κρατικούς λειτουργούς.

Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο στο δημόσιο λόγο για τη γυναικοκτονία στην Κρήτη, είναι η συνεχής αναφορά σε στοιχεία της προσωπικότητας της Σούζαν Ίτον: μέλος της επιστημονικής κοινότητας, γελαστή και ήσυχη, καλοπροαίρετη και δοτική. Ελπίζουμε, αυτός ο τρόπος να μην συνεπάγεται πως για κάποιους οι γυναικείες ζωές είναι άξιες να βιωθούν μόνο εφόσον ενσαρκώνουν αυτά τα χαρακτηριστικά. Οι πρόσφατες γυναικοκτονίες στην Κύπρο, (όπου αναδείχθηκε και η αστυνομική αδιαφορία και κοινωνική συγκάλυψη στην απαξίωση της ζωής των μεταναστριών), ήταν αποτέλεσμα ακριβώς τέτοιων διαχωρισμών. Δεν υπάρχουν σώματα και κακοποιήσεις δίχως σημασία. Όμως εύλογα αναρωτιόμαστε: αν στη θέση της Ίτον βρισκόταν μια μετανάστρια από τις πολλές που διαμένουν και εργάζονται στην Κρήτη και έχουν υπάρξει θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, θα είχαμε την ίδια γενικευμένη αγανάκτηση στη βία κατά των γυναικών;

Οι διαστάσεις λοιπόν που έλαβε ο συγκεκριμένος βιασμός και φόνος εκτός και εντός Ελλάδας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επωνυμία της γυναίκας (επιστήμονας, σύζυγος γιατρού). Παρακολουθήσαμε όλοι τον ιδιαίτερο ζήλο για την εξιχνίαση της υπόθεσης και τη σύλληψη του δράστη, ο οποίος όμως δεν ενοχλήθηκε ιδιαίτερα, σε αντίστοιχη καταγγελία μετανάστριας για παρενόχληση στο παρελθόν. Παρόμοιο ζήλο φυσικά δεν συναντάμε σε πολλές καταγγελίες κακοποίησης γυναικών (όπως στην περίπτωση της Ελένης Τοπαλούδη στη Ρόδο) και ακόμη χειρότερα σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, όπου συχνά οι αρχές κάνουν ότι μπορούν για να αποθαρρύνουν από την καταγγελία. Ούτε το κράτος, λοιπόν, ούτε το πατριαρχικό εθιμικό δίκαιο φαίνεται να αποθαρρύνει τους βιαστές.

Ας πούμε όμως δυο λόγια για το «μεμονωμένο περιστατικό». Ο Γιάννης Παρασκάκης κυριολεκτικά τσαλαπάτησε με το αυτοκίνητό του το σώμα της Ίτον. Με τον κατ’ εξακολούθηση βιασμό του σώματός της, όμως, τσαλαπάτησε με μανία το δικαίωμα της αυτοδιάθεσής της, στιγματίζοντας την ακόμη και νεκρή. Ο εξευτελισμός του γυναικείου σώματος αποτελεί την επιτομή της ανδρικής κυριαρχίας σε ένα περιβάλλον συναίνεσης στην πατριαρχική βία. Σε ένα περιβάλλον προώθησης του ανταγωνισμού και αποθέωσης του ατομικισμού, η επιβολή της δύναμης πλασάρεται ως το μοναδικό μέσο επιβίωσης. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, έκπληκτοι οι οικείοι του δολοφόνου παρουσιάζουν τώρα το βιασμό και τη γυναικοκτονία ως κάτι παράδοξο, σαν πράξεις ενός όντος χωρίς πολιτική και κοινωνική υπόσταση. Σαν κάποιος «που παρακινήθηκε από σκοτεινές δυνάμεις», όπως είπε ο ίδιος και ο δικηγόρος του, Παντελής Ζέλιος. Όμως ο δολοφόνος δεν είναι άγνωστος στην τοπική κοινωνία: οι καταγγελίες των γυναικών για σεξουαλική επίθεση αρκούν για να συνθέσουν τόσο το προφίλ του, όσο και τις θεσμικές συναινέσεις στην πατριαρχική βία.

Όσο λοιπόν και να επιχειρείται να συγκαλυφθεί ο έμφυλος χαρακτήρας της δολοφονίας και να μετατραπεί σε μια τυχαία εκδήλωση ατομικής ψυχοπαθολογίας, ένα πράγμα είναι σίγουρο: Η Σούζαν Ίτον δολοφονήθηκε επειδή ήταν γυναίκα. Η πατριαρχία γεννιέται και αναπαράγεται στην οικογένεια, το σχολείο, τη δουλειά, το δημόσιο χώρο. Για να σταματήσουν οι γυναικοκτονίες και οι βιασμοί, πρέπει αυτή η κοινωνία να την αποδομήσει σε όλες τις εκφάνσεις της.

Κατάληψη RosaNera, λόφος Καστέλι, Αύγουστος 2019

Το είδαμε πρώτα εδώ

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]
//