Ανασύροντας στην μνήμη την εικόνα του Layne Staley δεν γίνεται να μη την συνδυάσεις, και άμεσα μάλιστα, με εκείνη την ιδιόμορφη φωνητική ψυχεδέλεια που όμοιά της δύσκολα συναντάς στην μουσική ιστορία των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Έτσι, κάθε φορά που το φάντασμα του Layne εμφανίζεται στις μουσικές αναζητήσεις λογής λογής ήχοι αρχίζουν και στριμώχνονται στο μυαλό.  Down in a hole, Would, Nutshell, Rooster, I stay away, Heaven beside you και ένα σωρό άλλοι ήχοι που μπολιάζουν την ρυθμική κιθάρα του Jerry Cantrell με την φωνητική εκτέλεση του Staley φτιάχνοντας ένα μουσικό κράμα που σου δίνει την εντύπωση ότι παράγει νότες ακόμα και μέσα στην απόλυτη σιωπή.

Τούτο όμως το ιδιόμορφο φωνητικό άνοιγμα του Layne έμοιαζε να υπάρχει και πέρα από τις «grunge & smooth» μουσικές αναζητήσεις του Cantrell. Έτσι, ακόμα και στους «άγριους» πειραματισμούς των Mad Season η φωνή του, έμοιαζε να ταυτίζεται απόλυτα με τον χορό του Mike McCready πάνω στην ταστιέρα της Gibson. Από το ρυθμικό Wake Up και το ψυχεδελικό River of Deceit μέχρι τα γκάζια του I Don’t Know Anything, η μορφή του Staley μετασχηματιζόταν, με τρόπο πραγματικά απροσδιόριστο, σε κάθε νότα, σε κάθε ανάσα, σε κάθε κατέβασμα, παίρνοντας την όψη αυτού που ο καθένας από εμάς ονόμαζε grunge…

Και ύστερα ήρθαν τα χρόνια της απομόνωσης. Και o Layne όλο και πιο πολύ έμοιαζε με σκιά. Σαν μια σκιά που βυθιζόταν μέσα σ’ ένα σώμα αλλά και που, παράλληλα, γεννούσε ακόμα και στις τελευταίες μουσικές του στιγμές, ήχους και μελωδίες, στίχους και φοβίες, είτε βρισκόταν πάνω στην σκηνή με τον Jerry Cantrell είτε με τους Mad Season. Και όταν ο φόβος μεγάλωνε, τα λόγια χάνονταν αλλά το φάντασμα της μουσικής ήταν εκεί να τον προσέχει. Αλλά και εκείνο έμοιαζε να ξεθωριάζει προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Ήταν περισσότερο αλλόκοτο από ποτέ και άλλες φορές θύμισε την μορφή του Wood και άλλες την μορφή του Cobain.

Και αργότερα πάλι, έρχονταν στο μυαλό εκείνες οι παλιές μέρες του πειραματισμού και της έκρηξης που σαν κλωσόπουλα, αυτός, ο Kurt, ο Chris, κάποιες φορές και ο Eddie, μαζεύονταν γύρω από την γέρικη μορφή του Burroughs και άκουγαν ιστορίες για τον πρεζάκια Λι και την Ταγγέρη… Αλλά, αυτές οι συναντήσεις θα μπορούσαν από μόνες τους να αποτελούν ένα ιδιαίτερο πολιτισμικό «δρώμενο» που ξεπερνούσε κατά πολύ μια μουσική ή μια πεζογραφική δημιουργία. Άλλωστε, η εικόνα του Cobain και του Staley γύρω από τον William Burroughs με φόντο τα κιτρινισμένα πάρκα της Νέας Υόρκης μάλλον δημιουργούσε από μόνη της ιδιόμορφα «rock frames» που «ανάγκασαν» κάποια στιγμή τον Πίτερ Ορλόφσκι να γράψει για τους μουσικούς αγγέλους της μπητ και την καταραμένη ομορφιά που κουβαλούσαν σε κάθε κίνησή τους.

Όσο πιο πολύ η σκέψη επικεντρώνει στον Layne Staley, τόσο περισσότερο δημιουργείται η ψευδαίσθηση, ότι, οι εικόνες από τις μουσικές του στιγμές μοιάζουν να είναι άπειρες. Και μέσα σ’ αυτό το «αχανές» πλαίσιο ήχων, κινήσεων, στίχων και στιγμών δεν γίνεται να μην σταθεί κανείς στην μουσική σκηνική έκρηξη των πρώτων live με τους Alice in Chains. Όπως επίσης δεν γίνεται να προσπεράσει κανείς, εκείνη την μελωδική μελαγχολία του Unplugged και την χαμένη εικόνα του Staley όπου τα λόγια και οι νότες μπερδεύοντας στο κεφάλι του, σε βαθμό που ο Jerry Cantrell να κοιτά σαστισμένος μη ξέροντας πια νότα να χτυπήσει προκειμένου να «χορέψει» μαζί του. Και αυτή εδώ η στιγμή, που μόνο υπερβολική δεν είναι, έκλεινε μέσα της μια καταστροφική δημιουργία που θα μπορούσε να ‘ρχεται από τις πιο σκοτεινές μέρες του χωροχρόνου. Λες και ο θάνατος με την μορφή πότε του Νόβαλις και πότε του Σατωμπριάν καλούσε τον Layne κοντά του.

Στις αρχές του 2002 ο Layne είχε αντιληφθεί ότι ο θάνατος είχε αρχίσει να τον φλερτάρει πιο έντονα από ποτέ. Σαν ένας ακόμα «καταραμένος ποιητής», με έντονη την αίσθηση του τέλους, αλλά και αρνούμενος το αδόκιμο του πεπερασμένου θα πει: «Ξέρω ότι βρίσκομαι κοντά στο θάνατο. Έπαιρνα ηρωίνη και κρακ για χρόνια. Ποτέ όμως δεν ήθελα να τελειώσω τη ζωή μου με αυτό τον τρόπο». Λίγο καιρό αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 5 Απρίλη του 2002 ο Layne Staley αφήνει την τελευταία του πνοή, μόνος και νικημένος από τους δαίμονές του.

«…My gift of self is raped, my privacy is raked and yet I find.
Repeating in my head, if I can’t be my own, i’d feel better dead.»

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]
//