Απ’ το σχολείο η τσάντα της ήταν γεμάτη με κολατσιό. Τοστ, φρούτα και ψωμί. Ό,τι καλό της είχαν ετοιμάσει οι δικοί της.
Πάντα το μοιραζόταν με φίλες. Τ’ αγόρια πάλι έβρισκαν αφορμή για να την πλησιάσουν. Ήταν η ωραία της τάξης, αλλά είχε και καλοσύνη μέσα της. Δεν άφηνε με τον τρόπο της να τη ζηλεύουν. Κέρδιζε με το χαμόγελο και το αγνό της βλέμμα.
Όταν μεγάλωσε, έπιασε δουλειά σ’ ένα γραφείο δίπλα από τη Στοά στην Κοραή. Η τσάντα της ήταν και πάλι γεμάτη με φρούτα και τάπερ. Τώρα πλέον τα έφτιαχνε μόνη. Οι γονείς της πέθαναν από τροχαίο στα 17 της. Και σαν να το ‘χε ανάγκη, να κρατήσει αυτή συνήθεια. Τους ένιωθε για λίγο κοντά της.
Παντρεύτηκε μικρή, στα 25. Οι φίλες της την άφησαν, γιατί θέλανε να κάνουν ζωή τη νύχτα κι εκείνη δεν μπορούσε. Ήθελε να βλέπει λίγο τον Παύλο, αλλά περισσότερο να γλιτώνει τους καβγάδες.
Στην αρχή την ‘παίρναν κανά τηλέφωνο, μετά τίποτα. Κι εκείνη, κλείστηκε μέσα στα ντουβάρια. Ο άντρας ερχόταν μονάχα βράδυ, παιδιά δεν είχαν και γι’ αυτό πήρε μια γάτα, να μοιράζεται τους καημούς της και τα όνειρα που δεν έζησε.
Μια μέρα σηκώνει το τηλέφωνο. Ήταν ο Μπάμπης ο επιστάτης από το εργοστάσιο. “Ο άντρας έφυγε”, της λέει με φωνή στιβαρή.
Την επομένη, τον κήδεψαν μαζί με κάτι θειάδες και λίγα ξαδέρφια. Καταπλακώθηκε ο έρμος από ντουβάρια σε οικοδομή, όπως καταπλάκωναν και την ίδια για χρόνια.
Εκείνη άφησε το σπίτι. Δεν είχε πια τίποτα να την κρατά. Στα 50 άρχισε να τριγυρνά στους δρόμους του κέντρου. Παλιότερα, έβλεπε στους γκρίζους τοίχους, στα σκονισμένα παράθυρα και τα σκουριασμένα κάγκελα τη δική της ανεξαρτησία. Τώρα τη ζει.
Μένει σε μια γωνιά στη Μεθώνης. Ανάμεσα σε μια παλιά αποθήκη με ταπετσαρίες και κάτι κουτσουρεμένα δέντρα. Κάθε πρωί πάει στου Στρέφη να κόψει χόρτα. Τις τσουκνίδες τις αφήνει, γιατί είναι άγριες και τις καμαρώνει.
Το μεσημέρι κατηφορίζει στο ΒΟΞ. Συναντά τα παιδιά της, όπως λέει. Μάλιστα τους είχε γράψει κι ένα ποίημα, μ’ ένα στύλο που βρήκε έξω απ’ του ζωγράφου το σπίτι.
Οι μαχητές των δρόμων
Οι προστάτες της ελπίδας
Οι συγγραφείς της ουτοπίας
Για μένα αυτοί είναι οι Αναρχικοί
Ιδιαίτεροι, δυναμικοί, έξυπνοι και μαυροφορεμένοι
Αγρίμια που η εξουσία δεν μπορεί να τιθασεύσει
Ακόμα κι αν τους στριμώχνει σε μπουντρούμια
Μαζί με το σώμα δεν φυλακίζονται κι οι ιδέες
Είναι σπόρος που ανθίζει από γενιά σε γενιά
Η κατάρα που κυνηγά τους φασίστες και τους φιλελέδες
Αντί για τσάντα, κουβαλά ένα πανέρι πια. Γεμάτο κι αυτό. Μόνο που μαζί με τα φαγητά, έχει κι άλλα συμπράγκαλα, όπως βούρτσα κι οδοντόκρεμα. Τα παίρνει όλα μαζί της γιατί φοβάται μην τη κλέψουν.
Μοιράζοντας φαγητό ψάχνει κάθε φορά και κουβέντα. Όλο και κάποιος της γνέφει, όλο και κάποιος της μιλά, έχοντας όμως και γυρισμένο το βλέμμα στο φίλο που κοροϊδεύει.
Εκείνη καταλαβαίνει ότι την περνούν για τρελή. Την κοιτάζουν με λύπηση αλλά κρύβει κάτω από τα αξύριστα μουστάκια της τη θλίψη.
Όλο αυτό το αλισβερίσι με τα μάτια το συνήθισε. Αυτό που δεν συνήθισε όμως ποτέ, είναι να μην την αγαπούν.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.