Περίπου ένα χρόνο αφότου οι Smashing Pumpkins κυκλοφόρησαν το φαζαριστό, τριπαριστό ντεμπούτο τους, Gish, κάποιος έκλεψε την αγαπημένη κιθάρα του Billy Corgan. Το συγκρότημα είχε μόλις τελειώσει μια συναυλία στο Saint Andrew’s Hall, στο Ντιτρόιτ, τον Ιούνιο του 1992, όταν ένας φίλος τους, που τους βοηθούσε σαν roadie, είπε στον Corgan: «Κάποιος μόλις βγήκε από την πίσω πόρτα με την κιθάρα σου». Δεν είχαν περάσει ούτε πέντε λεπτά από το τέλος της συναυλίας, όπως θυμάται ο Corgan. «Απάντησα ‘Πώς είναι δυνατόν; Πού ήταν η ασφάλεια του κτιρίου; Εσύ που ήσουν;’». Ο αρχηγός των Smashing Pumpkins κατέθεσε μηνυτήρια αναφορά και πρόσφερε αμοιβή 10.000 δολαρίων σε όποιον του επέστρεφε την κιθάρα, χωρίς ερωτήσεις.

Τα τελευταία 27 χρόνια άκουγε κατά καιρούς φήμες ότι η κιθάρα επανεμφανιζόταν. «Έφτασε στο σημείο όπου δεν το πίστευες πια, γιατί το είχες ακούσει τόσες φορές», δήλωσε ο Corgan στο περιοδικό  Rolling Stone. «Ήταν σαν τον χαμένο θησαυρό του Μαυρογένη, ή κάτι τέτοιο».

 

Όταν την έκλεψαν από το Saint Andrew’s, ένιωσα σαν να χάνω έναν μεγάλο έρωτα

 

Στις αρχές αυτού του μήνα, η τύχη του Corgan άλλαξε. Ένας φίλος επικοινώνησε μαζί του με τη φωτογραφία μιας κιθάρας που έμοιαζε με το κλεμμένο μουσικό όργανο. Αλλά ο Corgan ήταν ακόμη δύσπιστος, γιατί είχε εξαπατηθεί ξανά στο παρελθόν. «Κάποιος μου έστειλε μια φωτογραφία πριν κάνα δυο εβδομάδες με μια άλλη κιθάρα μου, και του απάντησα ‘Πώς βρέθηκε η κιθάρα μου στα χέρια σου;’. Και μου απάντησε, ‘Α, είναι αντίγραφο’. Είχε αγοράσει κυριολεκτικά τα ίδια αυτοκόλλητα, τα είχε φθείρει με τον ίδιο τρόπο, και είχε γδάρει τη μπογιά ώστε να φαίνεται ξεθωριασμένη. Άνετα θα μπορούσες να κοροϊδέψεις ακόμα κι εμένα». Οπότε, ο Corgan αποφάσισε να τσεκάρει τη φωτογραφία του φίλου του από κοντά. Και όντως, επρόκειτο για την Fender Stratocaster, την οποία έψαχνε εδώ και πάνω από 25 χρόνια.

Ο Corgan γνωρίζει πως αυτή είναι η δική του κιθάρα επειδή είχε κάποια συγκεκριμένα διακριτικά σημάδια πέρα από το ψυχεδελικό της βάψιμο. Αναγνώρισε το σημείο όπου ένας προηγούμενος ιδιοκτήτης είχε χαράξει τα αρχικά Κ.Μ., ενώ θυμήθηκε και κάποια καψίματα από τσιγάρα στην κεφαλή της κιθάρας «τα οποία πάντα μου φαίνονταν αντιαισθητικά». Επρόκειτο για χαρακτηριστικά τα οποία δεν είχε αναφέρει ποτέ στα ΜΜΕ, οπότε θα ήταν απίθανο να μπορέσει κάποιος να τα αντιγράψει.

Η κιθάρα επέστρεψε σε αυτόν μέσω της Beth James, μιας μητέρας τριών παιδιών, η οποία δεν ξέρει να παίζει κιθάρα, και η οποία ζει στο Φλάσινγκ του Μίσιγκαν, περίπου 80 λεπτά με το αμάξι βορειοδυτικά του Ντιτρόιτ. Είχε δει την κιθάρα σε υπαίθριο παζάρι και «κατέβασε» 200 δολάρια για να την αγοράσει, πιστεύοντας πως θα ήταν καλό έναυσμα για συζήτηση αν κάποιος επισκέπτης την έβλεπε στο υπόγειό της. «Πίστευα πως ήταν βαμμένη με ‘κουλ’ τρόπο», λέει η ίδια. «Κυριολεκτικά δεν ήξερα κάτι για την κιθάρα. Είπα στον σύζυγό μου ότι πλήρωσα 100 δολάρια για αυτήν, γιατί θα με σκότωνε αν μάθαινε πως είχα δώσει περισσότερα». Και έτσι η κιθάρα έμεινε στο υπόγειο για τα επόμενα 10-12 χρόνια.

Οι κόρες της δεν έπαιξαν ποτέ την κιθάρα, η οποία επανήλθε στην επιφάνεια όταν η James έψαχνε πράγματα να πουλήσει. «Ήθελα να πάρω ένα τζακούζι, για να πω την αλήθεια, και ο σύζυγός μου δεν ήθελε, οπότε είπα ‘θα πουλήσω κάποια από αυτά τα πράγματα’», λέει η ίδια. «Οι άλλοι πάντα μού έλεγαν ότι πρέπει να αξίζει κάποια χρήματα. Δεν ήξερα αν όντως ίσχυε κάτι τέτοιο, μέχρι που είδα το άρθρο».

Δεν είναι και πολύ φαν των Smashing Pumpkins –προτιμά τους Rolling Stones- αλλά αναγνώρισε κάποια από τα τραγούδια τους όταν μια φίλη της τη βοήθησε να ενώσει τις τελείες και να συνειδητοποιήσει την προέλευση του οργάνου. Η φίλη της είχε αναγνωρίσει την κιθάρα από ένα σχετικό διαδικτυακό άρθρο και είπε «αυτή δεν είναι η κιθάρα που έχεις στο υπόγειό σου;» «Σοκαρίστηκα και είπα ‘δεν ξέρω’», λέει η ίδια. Προσπάθησε να στείλει ένα μήνυμα στο Facebook του Billy Corgan πριν από περίπου έξι μήνες, αλλά δεν κατάφερε να επικοινωνήσει μαζί του. Τον περασμένο Δεκέμβρη, ο αδερφός της φίλης της την έφερε σε επαφή με τον Alex Heiche, τον ιδρυτή της Sound Royalties, μιας εταιρείας που δίνει χρήματα για πνευματικά δικαιώματα σε καλλιτέχνες που χρειάζονται έσοδα επειγόντως.

«Αν δείτε τον Billy, είναι πολύ στωικός», λέει ο Heiche, ο οποίος συντόνισε την επανένωση μεταξύ του μουσικού και της κιθάρας. «Το πρόσωπό του δεν αλλάζει πολλές εκφράσεις. Αλλά κοίταξε προς τα κάτω, και καθώς η Beth άνοιγε τη θήκη, ο Billy κοίταξε την κιθάρα για ένα δευτερόλεπτο και πάγωσε. Όλοι τήρησαν νεκρική σιγή. Και μετά ο Billy είπε ‘αυτή είναι’».

«Ήταν πολύ χαρούμενος», αναφέρει η James.

Η κιθάρα έχει ιδιαίτερη σημασία για τον Corgan, μιας και άλλαξε τον τρόπο που έπαιζε. Ο ντράμερ των Pumpkins, Jimmy Chamberlin, του την είχε πουλήσει το 1989 ή το 1990 για 275 δολάρια, και ο Corgan δεν είχε ξαναπαίξει ποτέ με Stratocaster. Είχε μεγαλώσει παίζοντας μοντέλα Gibson Flying V, μιας και αυτές ήταν οι κιθάρες που έπαιζε ο πατέρας του, αλλά η εν λόγω Stratocaster του ταίριαζε περισσότερο. «Άλλαξε αμέσως τον τρόπο που ακουγόταν η μπάντα και τον τρόπο που έπαιζα εγώ», αναφέρει ο Corgan. «Όταν εκλάπη, δεν ήταν απλώς ‘Ω, κρίμα, μου κλέψαν την κιθάρα’. Ήταν εκείνη που επηρέασε τον τρόπο που έπαιζα και ταυτιζόμουν βαριά με αυτή την κιθάρα».

Η διαφορά, όπως εξηγεί ο ίδιος, ήταν ο λαιμός της κιθάρας, τον οποίο περιγράφει ως παρόμοιο με αυτόν ενός βιολιού. Καθότι αριστερόχειρας που παίζει σε κιθάρες για δεξιόχειρες (ο πατέρας του τού είχε πει πως δεν θα έβρισκε ποτέ καλές κιθάρες αν έπαιζε σαν αριστερόχειρας), ήταν η πρώτη φορά που μπορούσε πραγματικά να νιώσει τι έπαιζε. «Με το που άρχισα να παίζω την Strat, ήταν σαν να ζωντάνεψε», αναφέρει. «Ήταν σαν να διογκωνόταν ξαφνικά οτιδήποτε και να έκανα. Παραείμαι επιθετικός στο αριστερό χέρι και λιγότερο επιθετικός στο δεξί και αυτό είναι το στυλ με το οποίο όλοι ταυτίζουν τους Smashing Pumpkins. Αυτό το χαρακτηριστικό λύγισμα και το τράβηγμα των χορδών και τα riff έρχονται από αυτό. Όταν άρχισα να παίζω την Strat, ήταν σαν να μπορούσες ξαφνικά να ακούσεις ό,τι έκανα».

 

«Αρχίσαμε να ενσωματώνουμε αυτό το στοιχείο σε αυτά που έπαιζε ο James Iha (σημ.: ο άλλος κιθαρίστας των Pumpkins), και ξαφνικά ο ήχος της μπάντας έγινε πολύ πιο όμορφος, ψυχεδελικός και ευρύς», συνεχίζει. «Προφανώς και άλλαξε την κατεύθυνση των ζωών μας».

Αν και δεν είναι απόλυτα σίγουρος για τη χρονιά, ο Corgan πιστεύει πως το επίμαχο όργανο είναι μοντέλο Stratocaster του 1974. «Συνήθως δεν γνωρίζεις την ακριβή χρονιά ώσπου να βγάλεις τον λαιμό», σχολιάζει. Για τους συλλέκτες του είδους, η συγκεκριμένη κιθάρα δεν θα ήταν τόσο ακριβοθώρητη από μόνη της αν δεν είχε παίξει με αυτήν ο Corgan. Η δεκαετία του 1970 ήταν κομμάτι μιας ζοφερής εποχής για την Fender, από το 1965, που την είχε αγοράσει η CBS, επιβάλλοντας περικοπές στην παραγωγή, μέχρι το 1985 όταν και την πούλησε. «Υπήρχαν μεγάλες ανακολουθίες εκείνη την εποχή, όσον αφορά το κατασκευαστικό κομμάτι», αναφέρει ο Corgan. «Κυριολεκτικά μιλώντας, μια κιθάρα μπορούσε να είναι σπουδαία και η επόμενη όχι και τόσο. Ήταν σαν να ψάχνεις το Άγιο Δισκοπότηρο των κιθαρών. Εγώ πάντα ένιωθα ότι είχα μια τέτοια κιθάρα. Οπότε, όταν την έκλεψαν από το Saint Andrew’s, ένιωσα σαν να χάνω έναν μεγάλο έρωτα. Δεν μπορούσα να βρω κάτι τέτοιο αλλού».

Κάποια στιγμή, βρήκε μια κιθάρα που πλησίαζε αυτόν τον ήχο, αλλά δεν ήταν ακριβώς το ίδιο. Οι υπάλληλοι της Fender του είπαν αργότερα ότι αυτός ο μοναδικός ήχος της επίμαχης κιθάρας να είχε ενδεχομένως να κάνει με το δέντρο από το οποίο είχε προέλθει το ξύλο, καθώς και τον τρόπο και τη διάθεση με τον οποίο είχε δέσει τα καλώδια στους μαγνήτες ο όποιος τεχνικός, τη μέρα της κατασκευής της. Ασχέτως του τι είχε όντως συμβεί, υπήρχε προφανώς μια ιδιαίτερη ποιότητα στον ήχο της συγκεκριμένης Stratocaster. «Προφανώς παίζαμε πολύ επιθετικά εκείνη την εποχή», λέει ο Corgan. «Οπότε είχε όλη τo attack (σημ.: η αμεσότητα του ήχου και η ταχύτητα με την οποία η κιθάρα φτάνει σε πλήρη ένταση, χάρη στους μαγνήτες) μιας κλασσικής Stratocaster, αλλά και έναν πολύ καθαρό, καμπανιστό ήχο. Συνήθως, όταν αυξάνεις την ένταση στις Stratocaster, όπως κάναμε εμείς, θα ακούγονταν πολύ στριγκές. Αλλά, για κάποιο λόγο, αυτή η κιθάρα δεν ακουγόταν έτσι. Επομένως, μπορούσα να κάνω όλα όσα θέλει κανείς με μια Strat, αλλά με περισσότερο attack, και αυτό έγινε γνωστό ως ο ήχος των Smashing Pumpkins».

Στα αυτιά του Corgan, ήταν το τέλειο όργανο για ρυθμική κιθάρα, και ακούγεται παντού στο Gish. Είναι ο ήχος αυτού του παραμορφωμένου, ύπουλου riff στην εισαγωγή του Siva αλλά και το στοχαστικό παίξιμο που ακούγεται στο Snail. «Η μοναδικότητα του ήχου αυτής της Strat ακούγεται στην αρχή του Snail», λέει ο Corgan. «Είναι δύσκολο να το εξηγήσεις. Οι Stratocaster, ειδικά εκείνη την περίοδο, ακούγονταν πολύ τσιριχτές. Όταν έχεις να κάνεις με πολύ gain (σημ.: η ρύθμιση της παραμόρφωσης στην ηλεκτρική κιθάρα), σου παίρνουν το κεφάλι. Για κάποιο λόγο, αυτή η κιθάρα δεν το έκανε αυτό, αλλά παράλληλα δεν σε έκανε να αισθάνεσαι πως έχανες κάτι».

Τώρα πια, όποτε ακούει το Gish, ακούει τον ήχο μιας μπάντας όπως αυτή έπαιζε σε συγκεκριμένα club εκείνης της εποχής, προτού να περάσει στις αρένες με τα πολυάριθμα ακροατήρια. «Παίζαμε σε μέρη όπως το Metro, στο Σικάγο», λέει. «Επομένως το παίξιμό μας ήταν πιο ‘κουνημένο’ και ψυχεδελικό. Δεν είχαμε τον τρόπο σκέψης ενός pop συγκροτήματος. Και δεν μας ήταν κάτι να γράψουμε πεντάλεπτα ή επτάλεπτα τραγούδια. Μόνο όταν κάποιες άλλες σύγχρονές μας μπάντες γιγαντώθηκαν, απέκτησε ξαφνικά σημασία για εμάς να ακουγόμαστε στο ραδιόφωνο. [Στο Gish] ακούω μια μπάντα που είναι ελεύθερη αλλά και, κατά πολλούς τρόπους, την πιστότερη έκφραση των προσωπικοτήτων μας. Αργότερα, ευτυχώς ή δυστυχώς, το πιο σημαντικό για εμάς ήταν ο κόσμος στον οποίο είχαμε βρεθεί και οι πιέσεις που δεχόμασταν».

Ο Corgan έβαψε την κιθάρα γιατί δεν του άρεσε το χρώμα της επιφάνειάς της. Το κρεμώδες κίτρινο του θύμιζε τα όργανα του Ritchie Blackmore των Deep Purple αλλά και εκείνα του υπερβιρτουόζου Yngwie Malmsteen. Δεν ήθελε να τη βάψει μαύρη, ενώ είχε και μια άλλη κιθάρα που του την είχε βάψει ένας φίλος, με τρόπο παρόμοιο με αυτή του Eric Clapton, από την εποχή του Disraeli Gears. «Οπότε μια μέρα πήρα λίγη μπογιά και –δεν είμαι καλλιτέχνης- την έβαψα με τον τρόπο που μου άρεσε», λέει. «Έχει ακόμα λίγο λούστρο πάνω της –δεν την πέρασα με γυαλόχαρτο μετά- οπότε η μπογιά άρχισε αμέσως να φεύγει και πήρε τελικά αυτή τη διαφορετική μορφή, που δείχνει κάπως λεκιασμένη».

Όταν είδε φωτογραφία της κιθάρας όπως είναι τώρα, δεν ήταν σίγουρος αν ήταν η δική του, επειδή η μπογιά είχε φθαρεί ακόμα περισσότερο. Το άλλο στοιχείο που τον μπέρδευε ήταν το αυτοκόλλητο μιας νεκροκεφαλής στο πίσω μέρος, αυτοκόλλητο το οποίο δεν θυμόταν να έχει τοποθετήσει εκεί. «Ήταν ακριβώς στο σημείο όπου έβαζα αυτοκόλλητα στο παρελθόν», αναφέρει. «Οπότε μου φαίνεται πως το έβαλα εκεί αμέσως πριν κλαπεί, και μετά δεν το θυμόμουν. Μπορεί να χρειαστεί να το βγάλω, τώρα που την έχω ξανά στα χέρια μου».

Υπήρχε, ωστόσο, μια θετική πλευρά στην κλοπή. «Όλως παραδόξως, ακριβώς επειδή η κιθάρα είχε κλαπεί, χρειάστηκε να βγω και να αποκτήσω καινούριες», σχολιάζει ο Corgan. «Εκείνες οι καινούριες κιθάρες έγιναν ο ήχος του Siamese Dream και του Mellon Collie. Δεν εννοώ ότι ο άνθρωπος που μου έκλεψε αυτή την κιθάρα μου έκανε χάρη, αλλά μπήκα στη διαδικασία να καινοτομήσω και αυτό με έστειλε σε μια καινούρια κατεύθυνση».

«Πάντα το ένιωθα ότι η κιθάρα θα επέστρεφε», συνεχίζει. «Και το ξέρω ότι ακούγεται παράξενο, αλλά σήμερα δεν αισθάνθηκα έκπληξη. Πάντα ένιωθα ότι η κιθάρα θα επέστρεφε όταν θα ήταν καιρός».

Κατά καιρούς, άκουγε φήμες ότι η κιθάρα είχε βρεθεί. Κάποιος του είχε πει ότι είχε συναντήσει έναν τρίτο, που είχε την κιθάρα, αλλά δεν αποκάλυπτε το όνομα στον Corgan. Αυτός ο άγνωστος δήθεν την έβγαζε πότε-πότε από μια ντουλάπα και την έδειχνε στους γύρω του λέγοντας «Ξέρεις ποιανού κιθάρα είναι αυτή;» Ο Corgan πρόσφερε κατά καιρούς αμοιβές μέχρι και 20.000 δολαρίων, ελπίζοντας πως ο κάτοχος της κιθάρας θα εμφανιζόταν. «Ακόμα κι αν ο υπαίτιος παρουσιαζόταν μπροστά μου, δεν θα του έκανα μήνυση», λέει ο Corgan. «Ήθελα απλώς να πάρω πίσω την κιθάρα. Ήθελα ο υπαίτιος να το ομολογήσει και μετά να προχωρήσουμε και οι δυο με τις ζωές μας. Και προφανώς αυτό δεν συνέβη ποτέ».

Η επανένωση του Corgan με το επίμαχο μουσικό όργανο έρχεται σε μια καρποφόρα εποχή. Αυτή την περίοδο βρίσκεται στο studio, γράφοντας μουσική για τη συνέχεια του Shiny and Oh So Bright, Vol. 1 / LP: No Past. No Future. No Sun. Η κιθάρα θα ταιριάξει απόλυτα στη μουσική που δουλεύει αυτή την περίοδο ο Corgan.

«Κυριολεκτικά, θα την πάρω και θα την πάω κάπου για να την επισκευάσουν», λέει. «Και μετά θα αρχίσω να τη χρησιμοποιώ. Είναι μια πραγματικά πολύτιμη κιθάρα για μένα. Και, θέλω να πω, η χρονική στιγμή που την ξαναπήρα στα χέρια μου είναι παράξενη και ευοίωνη, οπότε το εκλαμβάνω σαν ένα σημάδι ότι πρέπει να αποτελέσει μέρος αυτού που κάνουμε τώρα».

Το καινούριο υλικό διαμορφώνεται ως Shiny and Oh So Bright Vol. 2 αλλά με μια αλλαγή στην πορεία. «Είναι πολύ βασισμένο στην κιθάρα», λέει ο Corgan. «Επαναλαμβάνω ότι το γεγονός ότι εμφανίζεται ξανά αυτή η κιθάρα μοιάζει με μια επιστροφή για εμένα στο λόγο που άρχισα να παίζω μουσική γενικά, και οι άνθρωποι που αγαπάνε την μπάντα μας ζητάνε περισσότερα πράγματα που να μοιάζουν με το παλιό υλικό μας, όχι λιγότερα. Οπότε έχω αρχίσει και του δίνω και καταλαβαίνει στα riff. Αν μου έλεγες πριν από 27 χρόνια ότι, πρώτον, η κιθάρα θα επέστρεφε σ’ εμένα και, δεύτερον, ότι θα ήμουν ακόμα σε μια μπάντα με τον James [Iha] και τον Jimmy, δεν θα σε πίστευα ούτε για το ένα ούτε για το άλλο», λέει ο Corgan. «Οπότε πιστεύω πως είναι γαμάτο που παίζουμε μαζί ακόμα και αυτή η κιθάρα θα αποτελέσει μέρος του καινούριου δίσκου, και πιστεύω πως είναι γαμάτο που ακόμα ‘ροκάρουμε’, για να χρησιμοποιήσω και μια έκφραση του James».

Επομένως, τώρα που πήρε πίσω την κιθάρα, θα πληρώσει στην Beth James την αμοιβή των 20.000 δολαρίων που είχε ανακοινώσει το 2009; «Δεν ζήτησε τίποτα», αναφέρει ο ίδιος. «Να είναι καλά. Εμπίπτει στην κατηγορία ‘συμβαίνουνε και θαύματα’. Ακόμα και για έναν κυνικό σαν εμένα». 

«Δεν ήταν θέμα χρημάτων» λέει η ίδια η Beth James. «Απλώς νιώθω ευγνώμων που ήταν η σωστή κιθάρα και που είναι ξανά δική του. Θα ήταν άσχημο για όλους μας αν δεν ήταν η δική του κιθάρα και αν είχαμε χάσει όλοι τον χρόνο μας. Αξίζει να είναι ξανά μαζί του».

«Η μόνη συμφωνία με τον Billy ήταν ‘Μπορείς να υπογράψεις μια κιθάρα για την Beth;’» αναφέρει ο Heiche. «Και όντως τής υπέγραψε. Έτσι θα έπρεπε να έχει γίνει».

 

 

Πηγή: Kory Grow – Rolling Stone

Φωτογραφίες: Dan Prakopcyk

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]

About The Author

Γεννήθηκε στο Χολαργό το 1980 και σπούδασε Επικοινωνία και ΜΜΕ στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στη μουσικολογία, στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Τον Απρίλιο του 2013 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, με τίτλο «Ελληνική Ασφυξία» (Εκδόσεις των Συναδέλφων), υπό το ψευδώνυμο Ηλίας Νίσαρης. Κείμενά του, είτε με το πραγματικό του όνομα είτε με το ψευδώνυμο, έχουν δημοσιευτεί επίσης σε διάφορα περιοδικά του ηλεκτρονικού και έντυπου Τύπου (3pointmagazine.gr, να ένα μήλο, Metropolis Free Press, Fractal Press, thecricket.gr, mixtape.gr, bibliotheque.gr, To Παράθυρο, Ποιητική, HUMBA! κ.ά.) Διατηρεί το blog www.eliasnisaris.blogspot.gr , ενώ κάθε Δευτέρα, από τις 12 έως τις δύο το μεσημέρι, παρουσιάζει την εκπομπή Wax Trash στον ιντερνετικό σταθμό www.indiegroundradio.com. Το βιβλίο του με τίτλο “Το Ορφανό Αριστούργημα”, υπό το πραγματικό του όνομα, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Εύμαρος.

Related Posts

//