Ονειρεύονταν μια ζωή για πάντα μαζί, όμως δεν την έζησαν παρά για λίγους μήνες, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου. Η Έλλη Σβώρου, επονίτισσα, ήταν η πρώτη γυναίκα που αντιμετώπισε το εκτελεστικό απόσπασμα στη Μυτιλήνη του 1949. Ο Φρίξος Πρωτογερέλλης δεν την ξέχασε ποτέ

“Κάθε άνθρωπος έχει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στην εξωτερική του εμφάνιση. Η Έλλη είχε το χαμόγελο. Ήταν αδύνατον να σε κοιτάξει και να μη χαμογελά”.

Ο Φρίξος γράφει για την Έλλη. Τη δικιά του Έλλη. Τον πρώτο μεγάλο έρωτα στη ζωή του, που είχε όλα στοιχεία μιας ρομαντικής τραγωδίας.

Στην αρχή ντρέπονταν και οι δύο. Τα χρόνια ήταν άλλα τότε και το πρώτο βήμα φάνταζε με ανάβαση στο ψηλότερο βουνό. Παρότι ήταν στενοί συνεργάτες στην ΕΠΟΝ κι έκαναν συχνά παρέα, δείλιαζαν την κρίσιμη στιγμή. Οι μέρες περνούσαν, μαζί τους κι οι μήνες. Ολόκληρο το 1946. Μέχρι που όλα άλλαξαν. Μέχρι που έφτασε εκείνη η “αξέχαστη βραδιά του Μάρτη”.

Είναι 2 Μαρτίου του 1947. Ένα ζευγάρι επονιτών στη Μυτιλήνη, παλιών συμμαθητών στη δεύτερη τάξη του Δημοτικού, ξεκινά να ζει τον έρωτά του στην καρδιά του εμφυλίου πολέμου, ο οποίος συμπληρώνει τον πρώτο του χρόνο.

“Το μεσημέρι της μέρας αυτής πηγαίναμε μαζί προς τα σπίτια μας κι όταν χωρίζαμε της είπα αποφασιστικά: ‘Έλλη, θέλω απόψε να σε δω. Έχω να σου πω κάτι σοβαρό που έχει σχέση με μας τους δύο…’. Ήταν μια εισαγωγή που με δέσμευε, έτσι που να μην μπορώ το βράδυ να υποχωρήσω”.

Το ζευγάρι συναντιέται στον “Ταρλά”, ένα γήπεδο ποδοσφαίρου. “Αρχίσαμε πάλι να περπατάμε πάνω – κάτω με αμηχανία χωρίς να μιλάμε ή ανταλλάσσοντας μερικές κουβέντες “περί ανέμων και υδάτων”. “Λοιπόν ποιο είναι το σοβαρό ζήτημα που αφορά τους δυο μας;” τον ρωτάει. “Αυτό ήταν. Ο κόμπος έφυγε απ’ τον λαιμό”.

“Να… Έλλη, ξέρεις… Ήθελα να σου πω… Ίσως να το έχεις καταλάβει ότι έχω από καιρό πάρει την απόφαση ότι σε σένα βρήκα τη σύντροφο της ζωή μου…”.

Φεύγοντας σμίγουν τα χέρια. Το μεγάλο βήμα έχει γίνει και, όπως γράφει ο Φρίξος, ο κόσμος τους φαινόταν δικός τους. “Τίποτα δεν μας φόβιζε. Ούτε το αίμα του εμφύλιου σπαραγμού, που είχε αρχίσει να χύνεται και που μπορούσε αργότερα να ‘ταν και δικό μας, ούτε η φτώχεια. Και τίποτα δεν μπορούσε να μας χωρίσει παρά μόνο ο θάνατος. Θα βαδίζαμε μαζί τον δύσκολο δρόμο της ζωής κι αν βγαίναμε ζωντανοί απ’ τη δοκιμασία, θα ήμασταν ευτυχισμένοι να βλέπουμε τα μαλλιά μας ν’ ασπρίζουν”.

Η μικρή ιστορία μιας μεγάλης ψυχής

Ο Φρίξος Πρωτογερέλλης σήμερα είναι 96 ετών. Είναι ένας ζωντανός θρύλος για την Αριστερά. Εμβληματικός αγωνιστής, που έχει υποστεί αναρίθμητες πολιτικές διώξεις και βασανιστήρια. Πέρασε πολλά χρόνια στην εξορία. Βρέθηκε στη Μακρόνησο, την Κέρκυρα, τη Γυάρο, την Αίγινα, αλλά και στις φυλακές της Μυτιλήνης. Παρέμεινε αλύγιστος. Δεν έγινε ποτέ του δηλωσίας.

Πριν λίγες ημέρες παρουσίασαν με τη γυναίκα του Φιφή, συγκρατούμενη της Έλλης και γυναίκα η οποία “μπόρεσε να γεμίσει το φοβερό κενό που άφησε εκείνη”, δύο βιβλία τους από την εποχή εκείνη. Το δικό του ήταν για την Έλλη. “Η μικρή ιστορίας μια μεγάλης ψυχής” είπε για να το περιγράψει.

Ο τίτλος του βιβλίου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις 24 Γράμματα, φέρει το όνομά της. Το εξώφυλλο έχει μια φωτογραφία της που τη δείχνει χαμογελαστή και από κάτω την υπογραφή της. Στο πίσω μέρος του βιβλίου υπάρχει ένα σκίτσο – αυτοπροσωπογραφία της, με την ίδια να κοιτάζει στον καθρέφτη. Μέσα περιέχονται γράμματά της στον Φρίξο, τα οποία διασώθηκαν μέσα στον διπλό πάτο μιας μικρής βαλίτσας που είχε φτιάξει ο ίδιος. Ήταν 2 Ιανουαρίου του 1949.

Το βιβλίο γράφτηκε σ’ ένα τετράδιο την περίοδο της χούντας. Από τον Μάιο έως τον Ιούνιο του 1968. “Απ’ τις πρώτες μέρες της δικτατορίας, όταν κλείστηκα παράνομος στους τέσσερις τοίχους ενός άχαρου σπιτιού, είπα πως τώρα είναι μοναδική ευκαιρία να εκπληρώσω την επιθυμία μου”. “Θέλω να μείνουν γραμμένα σ’ ένα τετράδιο όσα θυμάμαι για την αξέχαστη αυτή κοπέλα, που το πέρασμά της απ’ τη ζωή του τόπου που γεννήθηκε άφησε σημάδια ανεξίτηλα”.

“Φρίξε μου. Πεθαίνω μόνο για εκείνους που με μισούν για να ζω αιώνια σε κείνους που μ’ αγαπούν και αγαπώ. Ξέρω πόσο πονάς για μένα τώρα που με χάνεις. Άλλο τόσο πονώ κι εγώ που δεν έζησα να σου χαρίσω λίγη ευτυχία. Είσαι όμως τόσο ικανός να βρεις μια κοπέλα σαν κι εμένα και να φτιάξεις τη ζωή σου έτσι που να σου αξίζει. Θα ’μαι κι εγώ πάντα στη σκέψη σου. Λίγα βιβλία που είχαμε κάποτε αγοράσει μαζί, ευτυχώς βρίσκονται. Γρήγορα λεύτεροι. Με αγάπη, Έλλη”, 7 Ιουνίου 1949.1

Στιγμές αγάπης

Η Έλλη Σβώρου γεννήθηκε στο χωριό Κατάκοπος κοντά στην Πάνορμο της Μικράς Ασίας τον Φεβρουάριο του 1922. Ήρθε τριών μηνών στη Μυτιλήνη και μεγάλωσε στον προσφυγικό συνοικισμό της Καλλιθέας. Το 1945 τη βρήκε στην ΕΠΟΝ. Στην οργάνωση εντάχθηκε με την επιστροφή του στην Ελλάδα και ο Φρίξος Πρωτογερέλλης. Τα σπίτια τους ήταν κοντά.

“Κάναμε συχνή παρέα και στις δουλειές της οργάνωσης όπου ήμασταν στενοί συνεργάτες, και έξω απ’ αυτές. Σε όλες τις εκδρομές της ΕΠΟΝ μαζί και πάντα στην ίδια παρέα. Αλλά και μόνοι οι δυο μας. Κάναμε βόλτες, πηγαίναμε για μπάνιο, ακόμα και στο σινεμά. Την εποχή εκείνη είχε ωραία σοβιετικά έργα. Μαζί είδαμε τη Ζώγια που μας έκανε τεράστια εντύπωση και μετά κάναμε πολλές συζητήσεις για τη θυσία της που ‘πρέπει να εμπνέει και να παραδειγματίζει κάθε νέο αγωνιστή'”.

Εκδρομή της ΕΠΟΝιτικής ομάδας, Αύγουστος 1945. Όρθια πρώτη αριστερά, η Έλλη. Καθιστός, τρίτος αριστερά ο Φρίξος

“Αγαπημένε μου Φρίξε. Το πρωί θα κατεβαίνω στις 7.30 η ώρα. Αν μπορέσω και σε δω, θα μου πεις, Φρίξε μου; Πάντως θα σχολάσω στις 7.30 και ύστερα”, Απρίλης του 1947.1

“Ήταν καλοκαίρι του ’47 και το αίμα συνέχιζε να ποτίζει τα βουνά και τους κάμπους της Ελλάδας” γράφει ο Φρίξος στο τετράδιό του. “Τη στιγμή που εμείς φιλιόμαστε ή καθόμασταν αγκαλιασμένοι στην ακρογιαλιά, κάποιο νέο κορμί χτυπημένο απ’ το βόλι του εμφύλιου σπαραγμού άφηνε την τελευταία του πνοή. Κάποια τρυφερή ανθρώπινη σάρκα σπάραζε κάτω απ’ τα βασανιστήρια. Χιλιάδες έρεβαν μέσα στις φυλακές και στα ξερονήσια. Μα δεν ντρεπόμασταν, γιατί και εμείς συμμετείχαμε σ’ αυτή την προσπάθεια. Στρατιώτες στην πρώτη γραμμή. Κι αν σήμερα είχαμε τη δυνατότητα να χαιρόμαστε λίγες στιγμές αγάπης, ξέραμε πολύ καλά πως αύριο μπορεί να ερχόταν κι η δική μας σειρά”.

Ο βράχος τους

Για να μπορούν να βλέπονται περισσότερα, ο Φρίξος και η Έλλη βρήκαν τη λύση του βουνού, “που ήταν κοντά στα σπίτια μας και μακριά απ’ όλα τα βλέμματα”. Εκεί ξεχώρισαν έναν βράχο. Θα γίνει το αγαπημένο τους σημείο. “Μέναμε αγκαλιασμένοι ώρες ολόκληρες. Πηγαίναμε στις τρεις μετά το μεσημέρι και φεύγαμε στις εφτά με οχτώ όταν άρχιζε να βραδιάζει. Τότε κατηφορίζαμε πιασμένοι απ’ τα χέρια, τρέχοντας και πηδώντας τα σέτια (πεζούλες) των λιοχώραφων. Την πήγαινα μέχρι κοντά στο σπίτι της, οπότε χωρίζαμε”.

Δεν παρέλειπαν να κουβεντιάζουν και ζητήματα της ΕΠΟΝ. “Μα τι διάβολο, θα σκεφτεί ο σημερινός νέος αγωνιστής, κι αυτές τις ώρες για τα οργανωτικά σας κουβεντιάζατε;” “Ήταν όμως εποχή επαναστατική και το τουφέκι βροντούσε”, γράφει ο Φρίξος. Και μπορεί τελικά “ο αγώνας αυτός να μη δικαιώθηκε ιστορικά, μα ο ηρωισμός και οι θυσίες του είναι μεγάλο ιστορικό γεγονός”.

Αυτοπροσωπογραφία της Έλλης, κοιτάζοντας στον καθρέφτη

Η ΕΠΟΝ γνώριζε μεγάλη άνθηση στη Μυτιλήνη. Διατηρούσε λέσχες (μια κεντρική μεγάλη και δύο μικρές στους Χαλίκες), διοργάνωνε εκδρομές, πάρτι και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις. “Είχε ριζώσει στις καρδιές χιλιάδων νέων της Λέσβου. Ήταν μία απ’ τις καλύτερες οργανώσεις στην Ελλάδα και στην κυκλοφορία της “Νέας Γενιάς” (σ.σ.: περιοδικό της οργάνωσης) ερχόταν πρώτη αναλογικά, με 600-700 φύλλα”.

Η Έλλη πρωτοστατούσε. Ήταν τότε μέλος του συμβουλίου ενός τμήματος που περιελάμβανε τα χωριά Καλλιθέα, Χρυσομαλλούσα, Ακλείδι και Χαλίκες και ήταν υπεύθυνη στη γειτονιά της στην Καλλιθέα. Φρόντιζε για τη διακόσμηση των λέσχεων, για το γράψιμο της εφημερίδας του τοίχου, για την οργάνωση των εκδρομών. Μάζευε ρούχα, αυγά και άλλα τρόφιμα για τους φυλακισμένους και τα φτωχά παιδάκια. Έραβε με τις ώρες για την οργάνωση και το μεροκάματο.

Αργότερα, μετά τη διάλυση των οργανώσεων, η Έλλη πέρασε στην παρανομία. Συμμετείχε στην εκτύπωση και διανομή προκηρύξεων, στη συγκέντρωση χρημάτων, στο κρύψιμο αγωνιστών. “Δεν ξέρει τι θα πει φόβος. Δεν λέει όχι σε κανένα καθήκον, σε καμιά αποστολή”.

Φρίξε μου. Έμαθα σήμερα όλα όσα συνέβησαν στο σπίτι σας απ’ τον Μιχάλη. Πάω να τρελαθώ έτσι όπως έγινε. Μήπως, Φρίξε μου, κανένας απ’ τους συγγενείς σου, ύστερα απ’ τις συζητήσεις που έγιναν την προηγούμενη βραδιά, έκαμε καμιά ενέργεια στην Ασφάλεια; (5 Αυγούστου του 1947).

Οι συνθήκες δυσκόλεψαν κι άλλο και ο Φρίξος ήταν πια κρατούμενος. Η Έλλη συνέχισε την παράνομη δράση της, όμως οι συνεργάτες της όλο και λιγόστευαν. Όπως γράφει ο Φρίξος, “θα την εγκαταλείψει ακόμα κι ο γραμματέας της, ενώ έρχονται τα νέα για τις δηλώσεις γνωστών βασικών στελεχών του ΕΑΜ και του ΚΚΕ Λέσβου”. Μέσα σ’ όλα έπρεπε να κρύψει και περιθάλψει τον τραυματισμένο αντάρτη και φίλο τους Βασίλη. Δεν δίστασε ούτε στιγμή.

Ένας καιρός, Φρίξε μου, θαυμάσιος. Δεν τις ξεχωρίζεις τις μέρες απ’ τις ανοιξιάτικες. Οι ανθισμένες μυγδαλιές κι η καταπράσινη γη σε κάνουν να ξεχνάς πως βρίσκεσαι στην καρδιά του χειμώνα. Χάρηκα πολύ, Φρίξε μου, διαβάζοντας τα σχετικά της διαβίωσής σου στη φυλακή. Βρήκες πια και το ντουζ, κάθε λίγο από κάτω θα ‘σαι (12 Ιανουαρίου του 1948).

Φρίξε μου. Για σκέψου, ένας μήνας πέρασε που έγραψες το πρώτο σου γράμμα απ’ τη Μακρόνησο. Γράψε μου αν θέλεις να σου στείλω κανένα ζεύγος παπούτσια, πάνινα ή πέδιλα. Αν χρειάζεσαι και μπορείς να μεταχειριστείς λεφτά. Α, και το νούμερο. Γράφε μου όποτε μπορείς (14 Μαΐου του 1948).

Δεν πρόλαβε να πάρει την απάντηση του Φρίξου. Επτά ημέρες μετά, στις 21 Μαΐου, τη συνέλαβαν.

Η προδοσία

Πρώτα “κάποιος Λέανδρος Αποστολέλλης” πρόδωσε τον επονίτη Τάκη Γιαννακόπουλο. Και μετά εκείνος πρόδωσε τους πάντες και τα πάντα. “Τρεις περίπου δεκάδες ανθρώπων αρσενικών και θηλυκών, που σύρθηκαν στα τμήματα κυρίως απ’ τις ομολογίες του Γιαννακόπουλου, μόλις έλεγαν τη λέξη Έλλη, σταματούσε το μαστίγιο του ασφαλίτη:

– Ποιος σου ‘δωσε το στένσιλ;

– Η Έλλη.

– Τις προκηρύξεις;

– Η Έλλη.

– Ποιος σε κάλεσε στο ραντεβού;

– Η Έλλη.

– Ποιος μίλησε στη συνεδρίαση;

– Η Έλλη.

– Ποιος ήταν υπεύθυνος;

– Η Έλλη.

“Παντού η Έλλη, όλα η Έλλη κι αυτά που δεν έκανε” σημειώνει ο Φρίξος.

“Όλο το ρεπερτόριο των βασανιστηρίων εξαντλήθηκε πάνω στο τρυφερό γυναικείο κορμί. Τα δάκρυα έτρεχαν, μα το στόμα έμεινε σφραγισμένο”. Τα βασανιστήρια μεταξύ άλλων περιελάμβαναν κρέμασμα ανάποδα, φωτιές στα γυμνά σκέλια, χλευάσματα και χειρονομίες πάνω στο γυμνό σώμα. “Λέγε, πουτάνα!”

Το ξέρω, Φρίξε μου, και το βλέπω τόσο φανερά πως μόλις γίνει η δίκη μας θα πεθάνω, θα με σκοτώσουν. Βέβαια, λυπάμαι αρκετά γι’ αυτό, αλλά η σωστή θέση είναι αυτή, όπως και τόσες άλλες φορές το ‘χαμε συζητήσει. (Αύγουστος του 1948).

Ο Φρίξος τονίζει ότι τα έγραφε αυτά η Έλλη για να τον βοηθήσει στην προετοιμασία του για τον χαμό της κι αν ήταν δυνατό να λιγοστέψει τον πόνο που θα προκαλούσε. “Ο αγώνας μας γνώρισε”, γράφει, “και σ’ αυτόν οφείλουμε την αγάπη μας. Μόνον αυτός λοιπόν έχει το δικαίωμα να μας χωρίσει αν θέλουμε να μείνουμε πιστοί και στον αγώνα και στην αγάπη μας”.

Τελευταία φορά συναντήθηκαν σ’ ένα βαπόρι που τους μετέφερε από τον Πειραιά στη Μυτιλήνη. Οι άνδρες δεμένοι δύο-δύο, αλλά οι γυναίκες λυτές. Οι χωροφύλακες πάντα παρόντες. Τα χέρια έσμιξαν ξανά.

Στο δικαστήριο

Την ημέρα της δίκης, ο διάλογος ήταν αντιπροσωπευτικός της στάσης που κρατούσε η Έλλη Σβώρου σε όλη της τη ζωή.

– Τι έχεις να πεις, Σβώρου; Τα έκανες όλα αυτά που σε κατηγορούν;

– Ό,τι έκανα, το ‘κανα για το καλό του λαού και της νεολαίας.

– Είσαι κομμουνίστρια;

– Είμαι επονίτισσα.

– Τι γνώμη έχεις για το παιδομάζωμα;

– Δεν υπάρχει παιδομάζωμα. Όλα είναι απόρροια του εμφυλίου πολέμου.

– Αν σου λέγανε να πλέξεις πουλόβερ για τους στρατιώτες μας που πολεμούν τους συμμορίτες θα ‘πλεκες;

– Όχι! Θα το ‘κανα ευχαρίστως αν πολεμούσαν ξένο επιδρομέα, όπως το 1940.

– Αποκηρύσσεις το ΚΚΕ;

– Όχι!

Καταδικάστηκε σε θάνατο. Ήταν η πρώτη φορά στη νεότερη Ιστορία του νησιού που μια γυναίκα καταδικαζόταν σε θάνατο για πολιτικούς λόγους.

Θα μπορούσε να γλιτώσει αν προχωρούσε σε δήλωση. Όμως σιχαινόταν τους ανθρώπους που αποκήρυσσαν ύστερα απ’ την καταδίκη τους.

Αποχαιρετώντας τον Φρίξο, του άφησε ένα γράμμα και τέσσερα γαρύφαλλα τυλιγμένα σε χρυσόχαρτο. “Τώρα που γράφω τούτες τις γραμμές, έχουν συμπληρώσει τα δεκαεννιά τους χρόνια. Μα, θα μου πείτε, ζουν τόσα χρόνια τα γαρύφαλλα; Ζουν, γιατί είναι μαραμένα. Μένει ο σκελετός τους, όπως και εκείνης τα κόκαλα. Μόνο που αυτά είναι κομματιασμένα απ’ τις σφαίρες”.

Η Έλλη Σβώρου εκτελέστηκε σε ηλικία 26 ετών στην Αθήνα στις 16 Ιουνίου του 1949. Στον τόπο της εκτέλεσης ξαναβρήκε το χαμόγελο που είχε χάσει προσωρινά, όταν χαιρέτισε για τελευταία φορά τον αγαπημένο της. “Πεθαίνω μόνο για κείνους που μισούν, για να ζω αιώνια σε κείνους που μ’ αγαπούν και αγαπώ”.

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτα στην Αυγή

Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.

Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.

[fbcomments width="100%" count="off" num="5"]
//