του Λευτέρη Μπάιλα
Εκεί βρισκόταν τώρα η Κοτσιφού, κόβοντας μερικά δαμάσκηνα για να φτιάξει τα φαγητά που είχε σκαρφιστεί. Στο πρόσωπό της είχε διαγραφεί σαφέστατα η αγωνία για την επιτυχία. Όχι μόνο έπρεπε να ετοιμάσει στην εντέλεια το σημερινό τραπέζι για να ευχαριστηθεί ο ανιψιός της που έφευγε την άλλη μέρα, αλλά έπρεπε να του ετοιμάσει και μερικά ακόμη εφόδια για να περάσει τις πρώτες τουλάχιστον μέρες στην Ψαθούρα, έχοντας μαζί του σπιτικό φαγητό. Όσο αυτό άντεχε τέλος πάντων.
Η κουζίνα έβραζε, στην κυριολεξία. Παντού ατμοί από καζάνια που κόχλαζαν, διάχυτη στον αέρα η μυρωδιά του καμένου πετρελαίου από τις γκαζιέρες που δούλευαν στο φουλ και όλοι οι πάγκοι, γεμάτοι ζαρζαβατικά, φρούτα, ξηρούς καρπούς και ότι άλλο φαγώσιμο μπορεί να βάλει ο νους. Σωστή ταβέρνα!
Βασιλιάς όλων, το δαμάσκηνο! Το δαμάσκηνο ήταν το καμάρι του νησιού και η Ορτανσία ένιωθε υποχρεωμένη να εντρυφήσει σε αυτό, σε όλη της τη ζωή. Δαμάσκηνα σε πίτα, δαμάσκηνα σε γλυκό του κουταλιού, δαμάσκηνα σε μορφή μαρμελάδας, δαμάσκηνα με κρέας, δαμάσκηνα με μακαρόνια, δαμάσκηνα ψητά, δαμάσκηνα σε μορφή σάλτσας, δαμάσκηνα με ψάρι, δαμάσκηνα σε χυμό, δαμάσκηνα, δαμάσκηνα και πάλι δαμάσκηνα. Ένας καρπός, εκατοντάδες γεύσεις. Μην ξεχνάμε και τα ωμά, αποξηραμένα δαμάσκηνα, ένα κι ένα για τους δυσκοίλιους.
Σαν άλλος Σεφ, περιφερόταν από πάγκο σε πάγκο και πάνω από τα καζάνια προσθέτοντας καρυκεύματα, λάδια και τζούρες από λικέρ και ποτά που είχε κατασκευάσει ειδικά για μαγειρική. Την ώρα που χτύπησε η εξώπορτα, είχε εστιάσει την προσοχή της πάνω από μια μεγάλη τηγάνα, μέσα στην οποία κόχλαζαν κρεμμύδια, πιπεριές και χωριάτικα λουκάνικα σε σάλτσα δαμάσκηνου.
“Κώστα!”
Φώναξε με την τσιριχτή της φωνή, ξέροντας ότι δεν χρειαζόταν να συμπληρώσει την φράση της. Μόνο εκείνη τον φώναζε έτσι.
Σε λίγο ο καπτα’ Κωσταντής παρουσιάστηκε στην πόρτα κρατώντας ένα αγκίστρι στο χέρι, το οποίο στερέωνε καλά πάνω σε μια τριχιά, τραβώντας την με τα δόντια του. Ούτε που σκέφτηκε βέβαια να κάνει βήμα πέρα από την πόρτα.
“Καλώς τα δέχτηκες.”
Της είπε και επέστρεψε στο καθιστικό, δαγκώνοντας ακόμη την τριχιά.
“Ήρθε κιόλας το παιδί; Μα καλά τι ώρα έχει πάει;”
Έτρεξε στο καθιστικό σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της. Πλησίασε τον Πέτρο κι εκείνος άπλωσε τα χέρια του για να την αγκαλιάσει. Εκείνη στάθηκε στις μύτες των ποδιών της για να μπορέσει να τον φιλήσει. Αφού τελείωσε ο ασπασμός και ο εναγκαλισμός, ο Πέτρος άρχισε την γκρίνια.
“Πάλι παιδεύεσαι μωρέ θειά; Εγώ ήρθα για να σας δω. Δυο μεζεδάκια θα ήταν αρκετά.”
Η Ορτανσία πήρε ένα ειρωνικό ύφος.
“Κάθε φορά έτσι λες και κάθε φορά περιδρομιάζεις τον άμπαxo. Αλλά φυσικό είναι, δυο μέτρα παλληκάρι. Γι’ αυτό κάτσε να τα πείτε με τον θείο σου και σε μισή ωρίτσα θα σας έχω εγώ έτοιμο το τραπέζι.”
Ο Πέτρος χαμογέλασε και αφού την ξαναφίλησε, έβγαλε το πανωφόρι του και το κρέμασε μαζί με το σακίδιό του, στην ξύλινη κρεμάστρα του τοίχου. Έκατσε σε ένα σκαμνί και χάζευε τον καπτα’ Κωσταντή που πασπάτευε τα ψαρικά του.
“Μπας θες καμιά βοήθεια;”
“Να γυρεύεις τη δουλειά σου. Μπορεί να γέρασα, μα ακόμη ούτε ξεκούτιανα, ούτε αχρηστεύτηκα. Άσε που δεν θα μου τα ‘φτιαχνες όπως τα θέλω.”
Ο Πέτρος χαμογέλασε.
“Ασφαλώς και δεν θα στα έφτιαχνα όπως θα ‘θελες. Θα στα έδενα σωστά και γερά. Εσύ έχεις βαλθεί να ταΐσεις τα ψάρια και όχι να τα πιάσεις μου φαίνεται. Άμα τα παραπαχύνεις, φώναξέ με να τα ψαρέψω.”
“Καλά κάνω! Να με αφήσεις ήσυχο. Ορίστε μας! Σηκωθήκαν τα κολοκύθια να χτυπήσουν τον μανάβη. Θα μας δείχνουν τη δουλειά μας και τα νιάνιαρα τώρα.”
Ο Πέτρος ξέσπασε σε γέλια. Για λίγη ώρα δεν ξανακούστηκε κουβέντα. Η Ορτανσία πρόβαλλε με ένα δισκάκι φορτωμένο, ένα καραφάκι τσίπουρο και λίγο κασέρι. Το απίθωσε στο σοφρά.
“Αυτό για να σας ανοίξει την όρεξη.”
Είπε και αποχώρησε στην κουζίνα της.
Η υπόλοιπη ώρα μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό πέρασε σιωπηρά. Ο καπτα’ Κωσταντής μέσα στις τριχιές, η Ορτανσία μες τους ατμούς και τις μυρωδιές και ο Πέτρος μες στις ίδιες πάντα σκέψεις του. Το μόνο πλάσμα που ακουγόταν μέσα στο σπίτι ήταν το φλώρι του καπτα’ Κωσταντή, πίσω από τα κάγκελα του κλουβιού του. Περιφερόταν από κλαρί σε κλαρί και κελαηδούσε ακατάπαυστα, σταγόνα παραδείσου στο απομεσήμερο.
Όταν πια η Ορτανσία τους ειδοποίησε ότι όλα ήταν έτοιμα και πήγαν στην τραπεζαρία, τους περίμενε ένα μοναδικό θέαμα. Πέντε διαφορετικά φαγητά, στόλιζαν το τραπέζι, το ένα πιο κολασμένο από το άλλο. Οι δύο άντρες γούρλωσαν τα μάτια και κάθισαν νιώθοντας τις μυρωδιές να διεισδύουν από τους οισοφάγους τους και να γαργαλούν τους σιελογόνους αδένες, που άρχισαν να πλημυρίζουν τη στοματική τους κοιλότητα. Η Ορτανσία με ικανοποίηση, είδε γι ακόμη μια φορά την μαγειρική της να θριαμβεύει και τα λόγια της να επαληθεύονται και πάλι, καθώς ο Πέτρος μεταξύ σαλατών και ορεκτικών, δεν έφαγε ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά τρία κυρίως πιάτα, μέχρι που δεν άντεξε άλλο το στομάχι του και αναγκάστηκε να ξεκουμπώσει το πάνω κουμπί στο καβάλο του. Όταν πια το φαγοπότι τελείωσε και το τραπέζι έμοιαζε με πεδίο μάχης, ο Πέτρος άφησε ένα μακρύ αναστεναγμό χορτασμού και αφέθηκε να πέσει πίσω στην καρέκλα. Γύρισε στον καπτα’ Κωσταντή.
“Απορώ πως με τέτοια γυναίκα πλάι σου, έχεις μείνει σαν τσίρος. Εγώ στη θέση σου θα είχα καταλήξει μαούνα.”
“Εμ’, βλέπεις εμένα δεν μου κάνει τόσο φαί όταν είμαστε οι δυο μας. Το πολύ φαι το κρατάει για ειδικές περιπτώσεις σαν και του λόγου σου. Έχεις ρέψει βλέπεις και μην μας πάθεις και τίποτα, άσχετα ότι δίνεις χαστούκι σε μουλάρι και ψοφάει. Άντε φτιάξε και ένα καφεδάκι βρε γυναίκα να κάτσουμε να τα πούμε χωνεύοντας.”
Η Ορτανσία υπάκουσε ευχαρίστως και σε λίγο τρεις μυρωδάτοι καφέδες άχνιζαν πάνω στο τραπέζι. Αφού ήπιαν μερικές τζούρες, ο καπτα’ Κωσταντής βρήκε ευκαιρία να μιλήσει για το κατόρθωμά του.
“Πολύ χαίρομαι που έβαλες μυαλό και δέχτηκες τη δουλειά τελικά. Για να είμαι ειλικρινής, είχα φοβηθεί ότι τσάμπα σου είχα κλείσει εκείνο το ραντεβού. Και ο φόβος μου ήταν διπλός. Από τη μια επειδή ήξερα πόσο ανάποδος είσαι και έλεγα ότι θα με ξέχεζες και από την άλλη ότι θα γινόμουν ρεντίκολο στον κύριο Λιμενάρχη.”
“Μωρέ μπααα!”
Πετάχτηκε η Κοτσιφού.
“Δική σου ιδέα ήταν πουλάκι μου να εξοριστεί το παιδί μας στου διαόλου τη μάνα; Ωραία ιδέα. Να τη χαίρεσαι.”
Ο καπτα’ Κωσταντής γύρισε και κοίταξε πανικοβλημένος. Πάνω που είχε πάει να κάνει το κομμάτι του και να εισπράξει επαίνους, το όπλο του είχε γυρίσει μπούμερανγκ και για άλλη μια φορά εισέπραττε βρισιές.
“Μα καλά βρε γυναίκα είσαι τελείως βλαμμένη πια! Δουλειά του βρήκα. Κακό το λες πάλι εσύ; Τίποτα που κάνω δεν είναι σωστό, για σένα, πια;”
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.