του Λευτέρη Μπάιλα
Ο Πέτρος γέλασε και ύστερα απευθύνθηκε στην Ορτανσία.
“Τώρα εδώ που τα λέμε, καλά στα λέει βρε θεία. Για καλό το έκανε ο άνθρωπος. Να με βοηθήσει ήθελε. Δεν έκανε και τίποτα τρομερό δα. Δουλειά μου βρήκε και μάλιστα δουλειά που μου αρέσει κι όλα.”
“Μα που μωρέ; Στου διαόλου το κέρατο μες το χειμώνα;”
Έσκουξε η γριά.
“Να κάνει ότι αγριεύει ο καιρός να μείνεις και τελείως αποκομμένος στο πουθενά, να μην ξέρουμε αν ζεις ή αν πέθανες.”
“Που να φας τον κώλο σου σκατόγρια.”
Χτύπησε ξύλο ο καπτα’ Κωσταντής.
“Γιατί να πεθάνει το παιδί μωρή λωλή;”
“Που λέει ο λόγος… Δεν είπα εγώ ότι θα πεθάνει. Ξεμωράθηκες άνθρωπέ μου που είπα εγώ τέτοιο πράμα για το παιδί; Αλλά λέω, χειμώνας είναι. Πες ότι αρρωσταίνει. Απίθανό είναι δηλαδή; Ποιος θα τον προσέχει; Και άλλωστε τί ξέρω εγώ αν αληθεύει κάτι από αυτά που λένε για τα μέρη μας; Και θα είσαι και μοναχός σου εκεί!”
“Ολόκληρος ‘άντρας είναι. Ξέρει να φροντίσει τον εαυτό του και για να μην αρρωστήσει, αλλά και αν ω μη γένοιτο αρρωστήσει, πάλι ξέρει να το αντιμετωπίσει. Και τι είναι αυτό που είπες για τα μέρη μας; Τι έχουν τα μέρη μας;”
Η Ορτανσία άρχισε να μονολογεί ψελλίζοντας μέσα από τα δόντια της και βάλθηκε να μαζεύει το τραπέζι. Ο Πέτρος με τον καπετάνιο κοιτάχτηκαν με έκδηλη απορία και ο δεύτερος έκανε μια κίνηση που έδειχνε την όχι και τόσο καλή γνώμη του για τα μυαλά της γυναίκας του. Σε λίγο ξαναμίλησε.
“Καπετάνιος στην τρομπαμαρίνα!”
Φώναξε.
“Ακούς κυρά ή κουφάθηκες μια κι έξω;”
“Τι θες μωρέ αγαθιάρη;”
Στραβομουτσούνιασε η Ορτανσία.
“Λέω κάτι είπες για τα μέρη μας. Και σε ρώτησα, τι έχουνε τα μέρη μας;”
Η Ορτανσία παράτησε ότι έκανε και ξανακάθισε στην καρέκλα της.
“Λοιπόν, θα σου πω τι έχουνε τα μέρη μας και άμα θέλετε ας με κοροϊδεύετε και οι δύο σας.”
“Να σε κοροϊδέψουμε για πιο λόγο;”
“Άσε και σε ξέρουμε. Τις μεγαλοψυχίες, άσε τις για μετά, αφού θα έχω τελειώσει αυτά που θέλω να σας πω.”
Πήρε ένα βλέμμα αρκετά σοβαρό, σε σημείο που θα μπορούσε κανείς να το αποκαλέσει ανησυχητικό και άρχισε.
“Κυκλοφορεί εδώ στο βορρά, στις θάλασσές μας, μια περίεργη ιστορία, που πολλοί πιστεύουν και άλλοι τόσοι αποφεύγουν να την λένε. Κι έγινε σε ένα χωριό του Αιγαίου, που το όνομά του δεν αναφέρεται πουθενά. Ίσως και επίτηδες κατά τη γνώμη μου.”
“Και σαν τι είδους ιστορία είναι αυτή δηλαδή;”
Απόρησε ο Πέτρος.
“Θα σου πω αμέσως γιε μου.”
Η Ορτανσία σταύρωσε τα χέρια πάνω στο τραπέζι.
“Ασφαλώς θα ξέρεις ότι μετά τον πόλεμο, στην Ελλάδα είχαν χωριστεί όλοι σε δύο λογιό νοματαίους. Οι μεν είχαν πάρει το μέρος του βασιλιά, και οι δε, υποστήριζαν το Λευτεράκι μας.”
Γύρισε κι έδειξε μια εικόνα του Ελευθέριου Βενιζέλου που κρέμονταν στον τοίχο. Έκανε το σταυρό της και ξαναγύρισε.
“Μπορεί να είμαι μικρότερος από σένα θεία, αλλά κάτι έχω ακούσει.”
Η Ορτανσία συνέχισε σαν να μην είχε δώσει σημασία στην απάντηση του Πέτρου.
“Υπήρχε μεγάλο μίσος ανάμεσα σε αυτά τα δύο στρατόπεδα. Και ακόμα υπάρχει δηλαδή, αλλά βόσκει κρυφά στις ψυχές. Το μίσος ποτέ δεν καταλαγιάζει να ξέρεις. Ακόμη κι αν κάποιος πείσει τον εαυτό του ότι έχει συγχωρέσει αυτόν που τον αδίκησε, κοροϊδεύει τον εαυτό του, επειδή δεν μπορεί να παραδεχθεί ότι δεν μπορεί να τον νικήσει. Μόνο αν είσαι θεός, μόνο τότε, μπορεί και να συγχωρήσεις κάποιον που σε έχει πειράξει ανεπανόρθωτα.
Αυτά τα σκυλιά όμως του βασιλιά, δεν είχαν απλά μίσος, αλλά λύσσα. Αφού να φανταστείς είχαν φτάσει σε σημείο να βγάλουν φιρμάνι. Όποιος λέει σκότωνε Βενιζελικό, δεν σκότωνε άνθρωπο. Ακούς τα καθάρματα;
Ένας από αυτούς λοιπόν, είχε έναν καφενέ, στο κέντρο του χωριού. Λίγοι τον συμπαθούσαν και κανένας δεν τον εμπιστεύονταν. Γιατί τότε, τα παιδιά του βασιλιά είχαν πάρει στο κατόπι αυτά της αμύνης, και είχαν παντού τσιράκια και χαφιέδες. Το βράδυ ο καφενές έκλεινε και κανείς δεν ήξερε που πήγαινε το αφεντικό. Το επόμενο πρωί όμως ο χωροφύλακας χτυπούσε πόρτες… και πολλούς άντρες δεν τους ξανάβλεπαν οι γυναίκες, οι μανάδες και τα παιδιά τους. Τους φόρτωναν στις καγκάβες και κανείς δεν ήξερε που τους πήγαιναν.
Όμως όλοι πήγαιναν στον καφενέ του, επειδή φοβόντουσαν μήπως από μίσος θελήσει να τους εκδικηθεί. Κάθονταν μέσα, έπαιζαν το τάβλι τους, κουβέντιαζαν για τα ψαρέματά τους και αυτό ήταν όλο. Ούτε για το ποιος ήταν ο καθένας, ούτε για το πού έμενε, ούτε ποιά είχε παντρευτεί, ούτε ποια ήταν τα παιδιά του.
Λίγο πιο πάνω από το χωριό, υπήρχε ένα μοναστήρι. Εκεί ζούσε κι ένας καλόγερος που δεν φοβόταν κανέναν, εξόν απ’ τον Θεό. Γι αυτό και δεν φοβόταν το θάρρος της γνώμης του. Σε κάθε ευκαιρία που έβρισκε, εξυμνούσε τον Βενιζέλο και έδειχνε την απέχθειά του για την αυλή και το σινάφι της. Πολλές φορές δε, είχε φάει ξύλο γι αυτό του το θάρρος. Μα καμία φορά δεν είχε απλώσει χέρι δικό του σε άλλον. Όμως κανείς δεν τον πείραζε παραπάνω, γιατί ήταν άνθρωπος του Θεού. Και μπορεί ο άνθρωπος να φοβάται το κρέας του γιε μου, μα πίστεψέ με, τίποτα δεν φοβίζει τον άνθρωπο πιότερο, από την ψυχή του.
Με λιανισμένο το ποδάρι του από το ξύλο, καθόταν λοιπόν ένα βράδυ στο κελί του, όταν άκουσε φωνές και είδε δυο χωροφύλακες στην πόρτα. Τον έβγαλαν έξω στην αυλή και τον έσυραν μπροστά στον καφετζή για να τον επιβεβαιώσει. Ο καλόγερος τον κοίταξε με λύπη σαν να τον συγχωρούσε. Τότε το μάτι του καφετζή γυάλισε. Τον έφτυσε στο πρόσωπο και άρχισε να τον κλοτσάει με λύσσα στο σακατεμένο του ποδάρι. Τόσος ήταν ο πόνος του δύσμοιρου του ανθρώπου, που οι κραυγές του ακούστηκαν μέχρι το χωριό και όλα τα λυχνάρια στα σπίτια άναψαν. Ο καλόγερος δεν είπε τίποτε άλλο, μα μόνο τούτο. «Καταραμένος να ‘σαι! Στους δρόμους να περπατάς και μετά το θάνατο.» Ο καφετζής πήρε το όπλο του χωροφύλακα και φύτεψε ένα βόλι στα μυαλά του καλόγερου.
Τα γεγονότα του μοναστηριού μαθεύτηκαν και ο κόσμος φοβήθηκε ακόμη περισσότερο. Η κίνηση στον καφενέ έκοψε και πολλοί σταμάτησαν ακόμη και να χαιρετίζουν στον δρόμο τον καφετζή, με αποτέλεσμα εκείνος να γίνεται όλο και πιο κακός, όλο και πιο κλειστός. Στο τέλος απέμεινε μονάχος. Μέχρι και η ίδια του η οικογένεια τον έκανε πέρα. Κανείς δεν ήθελε το φονιά του καλογέρου μπλεγμένο στη δική του μοίρα. Μα πάνω απ’ όλα κανείς δεν ήθελε παρτίδες με έναν καταραμένο και μάλιστα από τα χείλη ενός αγίου ανθρώπου.
Ο καφενές αφέθηκε στην τύχη του. Ερήμωσε και ρημάδιασε. Ο ιδιοκτήτης του, βλέποντας ότι δεν είχε πια καμιά τύχη ανάμεσα στους ανθρώπους που τον ήξεραν, παράτησε όλα του τα υπάρχοντα και χάθηκε. Κανείς δεν είχε νέα του για πολλά χρόνια. Όχι ότι ενδιαφέρθηκε και κανένας να ψάξει δηλαδή. Μόνο όταν μια μέρα, ένας παλιός παραγιός του, μπήκε στο χωριό τρεχάτος, φέρνοντας το μαντάτο του θανάτου του, οι χωριανοί ενδιαφέρθηκαν να μάθουν. Και μη νομίζεις ότι ενδιαφέρθηκαν από συμπόνια. Άκλαυτος πήγε. Παρά όλοι όσοι άκουγαν το μαντάτο, αμέσως τον καταριόντουσαν και έφτυναν το όνομά του. Σαν να έφυγε μια σκιά πάνω απ’ το χωριό.
Μα η σκιά δεν είχε φύγει, αλλά τώρα ήταν βαρύτερη.
Δύο βράδια μετά το μαντάτο του θανάτου του, ένας γνωστός μπεκρής του χωριού, έπεσε τρεχάτος, πάνω σε δυο φίλους του που είχαν στήσει πηγαδάκι. Όταν οι φίλοι του τον είδαν κάθιδρο και λαχανιασμένο, ανησύχησαν και άρχισαν τις ερωτήσεις. Εκείνος τους απάντησε ότι έτρεχε επειδή τέτοια ήταν η τρομάρα που είχε πάρει, που δεν ήξερε τι άλλο θα μπορούσε να κάνει, παρά να βάλει τα πόδια στην πλάτη.
«Τον είδα σας λέω, τον είδα.»
«Ποιόνα μωρέ είδες;»
«Τον καφετζή.»
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.