του Λευτέρη Μπάιλα
Οι φίλοι ξέσπασαν σε γέλια.
«Ποιόν καφετζή μωρέ; Τύφλα είσαι πάλι; Πότε θα βάλεις μυαλό;»
«Μα αλήθεια σας λέω! Και δεν έχω πιεί σήμερα ούτε μισό ποτηράκι ακόμη. Τώρα τέλειωσα από το λιμάνι και ανέβαινα στην ταβέρνα να δροσίσω το λαρύγγι μου. Καθώς περνούσα έξω από τον παλιό καφενέ, τον είδα.»
Ενώ μιλούσε ξεροκατάπινε.
«Καθόταν έξω, κοντά στην πόρτα, όπως καθόταν πάντα, με την πετσέτα του κρεμασμένη στον ώμο και την ποδιά του. Ακριβώς όπως τον θυμάστε. Πλησίασα και άρχισα να γελώ. Ώστε ψέματα μας αραδιάζανε, του είπα. Και τότε σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε, με κάτι μάτια που έλαμπαν κατακόκκινα, σαν το αίμα. Και το πρόσωπό του χλωμό. Πανιασμένο και αδυνατισμένο. Μου χαμογέλασε και δυο σκυλίσια δόντια έσκισαν τα χείλη του. Εκεί ήταν που δεν χρειάστηκα τίποτε άλλο. Γύρισα και πήρα δρόμο.»
Οι φίλοι του τον άρχισαν στο ψιλό και ένας τους, του έριξε και δύο καρπαζιές, αλλά μέσα τους ήξεραν ότι δεν ήταν και τόσο στη φαντασία του όλα αυτά. Το ήξεραν όχι μόνο γιατί διαπίστωσαν ότι όντως δεν είχε πιεί, αλλά και γιατί οι ίδιοι είχαν αισθανθεί μέσα τους ότι η ατμόσφαιρα στο χωριό είχε βαρύνει. Τη νύχτα όταν η ταβέρνα σκόλασε, κανείς δεν πέρασε από τον δρόμο του καφενέ, εάν δεν ήταν ανάγκη. Και όσων τα σπίτια ήταν από εκείνη την πλευρά, φρόντισαν να μπουν γρήγορα μέσα και να κλειδαμπαρωθούν. Πόρτες και παράθυρα, σφάλισαν ερμητικά.
Το επόμενο βράδυ, ο μπακάλης του χωριού, ετοιμαζόταν να κλείσει το μαγαζί του. Είχε γυρίσει την ταμπέλα απ’ έξω με την επιγραφή «ΚΛΕΙΣΤΟΝ» και απέμεινε λίγο ακόμη μέσα να υπολογίσει τις εισπράξεις της ημέρας. Καθώς ήταν σκυμμένος πάνω στα τεφτέρια του, άκουσε το κουδουνάκι της πόρτας. Σαν κάποιος να μπήκε. Σήκωσε το κεφάλι και είδε μια σκιά στην είσοδο να στέκει ακούνητη.
«Λυπάμαι μα έχουμε κλείσει γι’ απόψε. Περάστε αύριο πρωί.»
Είπε, μα απάντηση δεν πήρε.
«Σας παρακαλώ κύριε, δεν ακούσατε;»
Ο πελάτης παρέμενε σιωπηλός. Ο μπακάλης σκέφτηκε ότι θα είναι κανένας μεθυσμένος, οπότε έπρεπε πάλι να τον βγάλει σηκωτό. Πήγε κοντά και μόνο τότε κόπηκε η ανάσα του καθώς αντίκρισε τον καταραμένο. Το επόμενο πρωί βρέθηκε το αποκεφαλισμένο του σώμα, καρφωμένο σε ένα από τα τσιγκέλια που κρεμούσε τα λουκάνικά του. Το κεφάλι του δεν βρέθηκε ποτέ.
Οι χωριανοί όλο και κλείνονταν στα σπίτια τους και μετά το σούρουπο, ψυχή δεν τολμούσε να βγει στο δρόμο. Γιατί ήξεραν οι κάτοικοι του χωριού ότι ένας νεκροζώντανος περπατούσε στο χωριό τα βράδια. Και δύσκολα το χωριό τους θα απαλλάσσονταν από αυτό καθώς τα νησιά έχουν την ευχή και την κατάρα να είναι κυκλωμένα από θάλασσα και οι νεκροζώντανοι φοβούνται τη θάλασσα. Ώσπου μια μέρα, οι χωριανοί αποφάσισαν ότι η κατάσταση δεν πήγαινε άλλο, γιατί πολλά νέα ακούγονταν, για καινούργιους νεκροζώντανους που αλώνιζαν το νησί.
Ξεκίνησε λοιπόν ένα τσούρμο, με παλληκάρια που το έλεγε η ψυχούλα τους και δυο καλογέρους, με σκοπό να πιάσουν τον νεκροζώντανο ή τους νεκροζώντανους, που θα έβρισκαν. Τελικά κατάφεραν να πιάσουν το τέρας και το έκλεισαν σε ένα μπαούλο με τα σημάδια του σταυρού επάνω. Το φόρτωσαν σε ένα καΐκι με προορισμό ένα ξερονήσι. Το καΐκι δεν το ξαναείδε κανείς, ούτε το πλήρωμά του. Οι ψαράδες λένε ότι τα συντρίμμια του τα είδαν στα βράχια του ξερονησιού που ήταν ο προορισμός του. Και όσοι περνούν από κει το σούρουπο, λένε ότι βλέπουν έναν άντρα πάνω στα βράχια να τους κοιτά και τα μάτια του ξεχωρίζουν κατακόκκινα όσο πέφτει το σκοτάδι.”
Τελειώνοντας η Ορτανσία, κάρφωσε το βλέμμα της στον άντρα της περιμένοντας το περιπαιχτικό του σχόλιο. Αλλά εκείνος δεν μίλησε. Απεναντίας άκουσε τη φωνή του ανιψιού της.
“Ωραία η ιστορία σου θεία μου. Ήταν η καλύτερη συνοδεία για το απογευματινό μας καφεδάκι. Αλλά δεν πιστεύω να αρχίσεις να μου τσαμπουνάς τώρα ότι την πιστεύεις και τέτοιες αηδίες. Σε έχω για σοβαρή γυναίκα.”
Η Ορτανσία είχε πάρει ένα πολύ γαλήνιο βλέμμα. Σαν να είχε μολογήσει, μόλις, ένα μεγάλο μυστικό.
“Εγώ το μόνο που κάνω γιε μου είναι να αναρωτιέμαι. Ούτε πιστεύω, ούτε δεν πιστεύω. Απλά αναρωτιέμαι. Γιατί μια τέτοια ιστορία να κυκλοφορεί εάν δεν έχει μέσα της ίχνος αλήθειας; Από κάπου θα πρέπει να ξεκίνησε. Όλες οι ιστορίες, ακόμη και οι πιο τραβηγμένες κρύβουν μέσα τους κάποια αλήθεια, η οποία συνήθως είναι και η πηγή τους. Και ποιο κομμάτι είναι αληθινό, κανείς δεν μπορεί να ξέρει με σιγουριά όταν μια ιστορία ταξιδεύει μέσα στα χρόνια.”
“Οι Θεοί και οι δαίμονες για μένα δεν υπάρχουν, το ξέρεις. Και μόλο που μου αρέσει να ακούω τέτοιες ιστορίες, όσο αρέσει και σε ένα παιδάκι να ακούει για νεράιδες και βασιλιάδες, δεν μπορώ να ανοίγω το στόμα μου σαν τον χάνο και να χάφτω τις βλακείες του καθ’ ενός.”
Είπε ενοχλημένα ο Πέτρος.
“Δεν είπα εγώ να χάφτεις ότι ακούς άκριτα. Αλλά, να μην αψηφάς κανένα λόγο, όσο ασήμαντος κι αν αυτός φαίνεται. Όλα έχουν το νόημά τους και όλα την χρησιμότητά τους. Γνώμη μου είναι ότι για να υπάρχουν τέτοιες και τόσες ιστορίες για έναν τόπο, δεν μπορεί παρά κάτι να μην πηγαίνει καλά σε αυτόν, τώρα ή παλιότερα. Όλοι γνωρίζουν, τους θρύλους που θέλουν τους νεκρούς να τριγυρίζουν στα ξερονήσια, περιμένοντας να επιβιβαστούν στα πλοία της κολάσεως που θα τους πάρουν εκεί που τους αρμόζει. Λίγοι τους πιστεύουν, μα όλοι έχουν στο νου τους ότι κάτι δεν είναι σωστό σε μερικά μέρη. Και απλά φυλάγονται.”
Λέγοντας αυτά η Ορτανσία, άρχισε να μαζεύει το τραπέζι και να εξαφανίζει ένα, ένα πιατικό στην κουζίνα. Σε λίγα λεπτά, το τραπέζι ήταν σαν να μην είχε πειραχτεί ποτέ.
Ο καπτα’ Κωσταντής είχε ξαναπιάσει τα ψαρικά του και ο Πέτρος απολάμβανε τις τελευταίες γουλιές καφέ.
“Μην την ξεσυνερίζεσαι αγόρι μου. Οι γυναίκες έχουν τον φόβο και την υπερβολή στο αίμα τους. Μαζεύονται παρέες, κάθονται και συζητάνε όποια σάχλα βάζει ο νους και όταν απομείνουν μόνες, παίρνουν αυτή τη σάχλα και την αναπλάθουν στο νου τους. Το μυαλό τους είναι σαν τον φούρνο. Παραφουσκώνει και κρατάει ζεστό ότι κατασκευάσει. Κάθονται το λοιπόν και ασχολούνται τόσο πολύ με αυτό που κατασκεύασαν, που στο τέλος το πιστεύουν κιόλα. Στο τέλος, αφού το ξεροψήσουν, στο πασάρουν χωρίς ίχνος κρίσης και προβληματισμού να τις έχει βασανίσει. Ειδικά δε και η θειά σου που είναι και πόσο χρονών. Λογικό είναι να αρχίζει να το χάνει.”
Χτύπησε με το δάκτυλό του τον κρόταφό του.
“Μην κοιτάς εγώ. Κανονικά αν είχα άλλη γυναίκα θα έπρεπε κι εγώ να έχω αρχίσει να αφήνομαι στην ζέστα της ανοησίας. Να άφηνα το μυαλό μου να αγαθέψει και να μην έχω την παραμικρή στενοχώρια. Αλλά βλέπεις, άμα ένα αντρόγυνο, καταφέρει να φτάσει στα γεράματα και ο ένας αρχίζει να φυραίνει, πρέπει κάποιος να είναι στον ντόκο, να κρατάει τον κάβο. Γιατί αλλιώς πάει. Με την πρώτη κακοκαιρία ή που θα τσακιστεί το σκαρί πάνω στο μόλο ή που ο καιρός θα το πάρει μέσα να χαθεί.”
“Έννοια σου. Δεν είμαι χθεσινός. Ξέρω να ξεχωρίζω το παραμύθι από την αλήθεια και πολύ περισσότερο, ξέρω την κυρά Ορτανσία. Μου κάνει εντύπωση και μόνο που μπήκες στην ιδέα ότι μπορεί να με προβλημάτισαν τα λόγια της.”
Ο Πέτρος έλεγε εν μέρει την αλήθεια. Πραγματικά τα λόγια της Ορτανσίας δεν του είχαν προκαλέσει ασφαλώς καμία ανησυχία. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που θα πίστευαν έτσι εύκολα τέτοια πράγματα. Αυτό που τριγυρνούσε στο μυαλό του τώρα όμως, ήταν περισσότερο κάτι σαν ελπίδα. Ελπίδα, ανακατεμένη με νοσταλγία μαζί, τα τελευταία λόγια να είχαν κάποια δόση αλήθειας. Και γιατί όχι! Δεν είχε περάσει πάνω από μήνας, από τότε που είχε νομίσει ότι είχε δει μια οπτασία στην αυλή του.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.