Σαν σήμερα, στις 5 Μαΐου 1818, γεννήθηκε στη Τριέρη της Πρωσίας ο Καρλ Μαρξ, ο θεμελιωτής του κομμουνισμού. Ο Μαρξ ήταν γερμανός φιλόσοφος και πολιτικός οικονομολόγος, με ογκώδη και πολυπληθή συγγραφικά κληροδοτήματα, που ενέπνευσαν γενιές ολόκληρες σε κοινωνικές επαναστάσεις για το μετασχηματισμό των κοινωνιών και του οικονομικού συστήματος του καπιταλισμού, με στόχευση στην οικοδόμηση της σοσιαλιστικής και της μετέπειτα αταξικής κοινωνίας. Είναι κατ΄ εξοχήν γνωστός για την ανάλυση της ιστορίας σε όρους ταξικής πάλης, η οποία συνοψίζεται στη θεωρία ότι τα συμφέροντα των κεφαλαιοκρατών και των εργαζομένων είναι διαμετρικά αντίθετα μεταξύ τους.
Με αφορμή την επέτειο της γέννησής του, αξίζει να αφήσουμε στην άκρη βιογραφικά στοιχεία του Μαρξ και να επιλέξουμε ένα κομμάτι από το έργο του «Μισθός, τιμή και κέρδος», όπου αποτυπώνεται η άποψή του για την αξία της εργατικής δύναμης και της υπεραξίας που παράγεται από τη μισθωτή εργασία.
«Ας υποθέσουμε τώρα ότι η παραγωγή του μέσου ποσού των καθημερινών μέσων συντήρησης που χρειάζεται ένας εργαζόμενος απαιτεί έξι ώρες μέσης εργασίας. Ας υποθέσουμε ακόμα ότι οι έξι ώρες εργασίας είναι αντικειμενοποιημένες μέσα σ΄ ένα ποσό χρυσού που ισοδυναμεί με τρία σελίνια. Στην περίπτωση αυτή, τα τρία σελίνια θα ήταν η τιμή ή η χρηματική έκφραση της ημερήσιας αξίας της εργατικής δύναμης αυτού του ανθρώπου. Αν δούλευε κάθε μέρα έξι ώρες, τότε θα δημιουργούσε κάθε μέρα μια αξία, που είναι αρκετή για να αγοράσει το μέσο ποσό των καθημερινών μέσων συντήρησής του ή για να διατηρείται ο ίδιος σαν εργαζόμενος στη ζωή.
»Μα ο άνθρωπος του παραδείγματός μας είναι μισθωτός εργάτης. Είναι γι΄ αυτό υποχρεωμένος να πουλά την εργατική του δύναμη σε έναν κεφαλαιοκράτη. Αν την πουλά προς τρία σελίνια τη μέρα ή προς 18 σελίνια την εβδομάδα, τότε την πουλά στην αξία της. Ας υποθέσουμε ότι είναι νηματουργός. Όταν δουλεύει έξι ώρες τη μέρα, τότε θα προσθέτει κάθε μέρα στο βαμβάκι μια αξία τριών σελινιών. Η αξία αυτή που την προσθέτει καθημερινά στο βαμβάκι, θα ήταν ακριβώς το ισοδύναμο για το μισθό της εργασίας ή την τιμή της εργατικής του δύναμης που παίρνει καθημερινά. Μα στην περίπτωση αυτή δεν θα έμενε στον κεφαλαιοκράτη κανενός είδους υπεραξία ή υπερπροϊόν. Εδώ λοιπόν φτάσαμε στο βασικό σημείο.
»Με την αγορά της εργατικής δύναμης του εργάτη και με την πληρωμή της αξίας της ο κεφαλαιοκράτης, όπως και κάθε άλλος αγοραστής, αποκτά το δικαίωμα να καταναλώνει ή να χρησιμοποιεί το αγορασμένο εμπόρευμα. Καταναλώνει ή χρησιμοποιεί κανείς την εργατική δύναμη ενός ανθρώπου βάζοντάς τον να δουλεύει, όπως καταναλώνει ή χρησιμοποιεί μια μηχανή, βάζοντάς την σε λειτουργία. Γι΄ αυτό, με την πληρωμή της ημερήσιας ή της βδομαδιάτικης αξίας της εργατικής δύναμης του εργάτη, ο κεφαλαιοκράτης αποκτά το δικαίωμα να χρησιμοποιεί ή να βάζει αυτή την εργατική δύναμη να δουλεύει σ΄ όλο το διάστημα της ημέρας ή της βδομάδας. Η εργάσιμη μέρα ή η εργάσιμη εβδομάδα έχει φυσικά ορισμένα όρια, αλλά αυτά θα τα εξετάσουμε αργότερα πιο λεπτομερειακά.
Για την ώρα θα ήθελα να στρέψω την προσοχή σας σ΄ ένα αποφασιστικό σημείο.
»Η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζεται από το ποσό της εργασίας που είναι αναγκαίο για τη διατήρηση και την αναπαραγωγή της, μα η χρήση αυτής της εργατικής δύναμης περιορίζεται μονάχα από την ενεργό δραστηριότητα και από τη σωματική δύναμη του εργάτη. Η ημερήσια ή η βδομαδιάτικη αξία της εργατικής δύναμης είναι πέρα για πέρα διαφορετική από την καθημερινή ή τη βδομαδιάτικη λειτουργία αυτής της δύναμης, ακριβώς όπως η νομή που χρειάζεται ένα άλογο είναι ολότελα διαφορετική από το χρόνο που μπορεί να κουβαλά τον καβαλάρη. Το ποσό της εργασίας στο οποίο περιορίζεται η αξία της εργατικής δύναμης του εργάτη, δεν αποτελεί με κανέναν τρόπο ένα όριο στο ποσό που μπορεί να δημιουργήσει η εργατική του δύναμη.
»Ας πάρουμε το παράδειγμα του νηματουργού. Είδαμε ότι για να αναπαράγει καθημερινά την εργατική του δύναμη, πρέπει να αναπαράγει καθημερινά μια αξία τριών σελινιών, πράγμα που το κάνει εργαζόμενος έξι ώρες τη μέρα. Αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να μπορεί να δουλεύει 10 ή 12 ή περισσότερες ώρες τη μέρα. Με την πληρωμή όμως της καθημερινής ή της εβδομαδιαίας αξίας της εργατικής δύναμης του νηματουργού, ο κεφαλαιοκράτης αποκτά το δικαίωμα να χρησιμοποιεί αυτή την εργατική δύναμη σ΄ όλο το διάστημα της μέρας ή της βδομάδας. Θα τον αναγκάσει λοιπόν να δουλεύει τη μέρα, ας πούμε, 12 ώρες. Έτσι ο νηματουργός θα είναι υποχρεωμένος να δουλέψει άλλες έξι ώρες, πέρα και πάνω από τις έξι ώρες που χρειάζονται για την αναπλήρωση του μισθού της εργασίας του, ή της αξίας της εργατικής του δύναμης, και που θα τις ονομάσω ώρες υπερεργασίας. Η υπερεργασία αυτή θα αντικειμενοποιηθεί σε μια υπεραξία και σε ένα υπερπροϊόν. Αν ο νηματουργός μας, λ.χ., με την καθημερινή εξάωρη εργασία του, προσθέτει στο βαμβάκι μια αξία τριών σελινιών, μια αξία που αποτελεί ακριβώς το ισοδύναμο για το μισθό της εργασίας του, τότε, μέσα σε 12 ώρες θα προσθέσει στο βαμβάκι μια αξία έξι σελινιών και θα παράγει ένα αντίστοιχο πλεόνασμα σε νήμα. Επειδή πούλησε την εργατική του δύναμη στον κεφαλαιοκράτη, όλη η αξία που δημιουργήθηκε απ΄ αυτόν ή όλο του το προϊόν, ανήκει στον κεφαλαιοκράτη, στον προσωρινό ιδιοκτήτη της εργατικής του δύναμης. Ο κεφαλαιοκράτης, πληρώνοντας τρία σελίνια, θα πραγματοποιήσει λοιπόν μια αξία έξι σελινιών, γιατί πληρώνοντας μια αξία που μέσα της είναι αποκρυσταλλωμένες έξι ώρες εργασίας, θα πάρει σε αντάλλαγμα μια αξία, όπου είναι αποκρυσταλλωμένες 12 ώρες εργασίας. Με την καθημερινή επανάληψη της ίδιας διαδικασίας ο κεφαλαιοκράτης θα καταβάλλει καθημερινά τρία σελίνια και θα τσεπώνει καθημερινά έξι σελίνια, απ΄ τα οποία τα μισά θα πηγαίνουν ξανά για την πληρωμή του μισθού της εργασίας και τα άλλα μισά θ΄ αποτελούν την υπεραξία για την οποία ο κεφαλαιοκράτης δεν πληρώνει κανένα ισοδύναμο.
»Σ΄ αυτό το είδος της ανταλλαγής ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία θεμελιώνεται ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος της παραγωγής ή το μισθωτό σύστημα και που υποχρεωτικά πρέπει να καταλήγει πάντα στην αναπαραγωγή του εργάτη σαν εργάτη και του κεφαλαιοκράτη σαν κεφαλαιοκράτη.
Όταν όλοι οι άλλοι όροι παραμένουν οι ίδιοι, το ποσοστό της υπεραξίας θα εξαρτιέται από την αναλογία που υπάρχει ανάμεσα στο κομμάτι της εργάσιμης ημέρας που είναι αναγκαίο για την αναπαραγωγή της αξίας της εργατικής δύναμης και στον παραπανίσιο χρόνο ή υπερεργασία που γίνεται για τον κεφαλαιοκράτη. Θα εξαρτιέται επομένως από την αναλογία που θα παρατείνεται η εργάσιμη μέρα, πέρα και πάνω από το χρονικό αυτό διάστημα, στο οποίο ο εργάτης θα αναπαρήγαγε με τη δουλειά του μονάχα την αξία της εργατικής του δύναμης ή θα αναπλήρωνε το μισθό εργασίας».
(«Μισθός, τιμή και κέρδος», εκδόσεις: Σύγχρονη Εποχή, σελ. 48-50, κεφ. VIII)
ΥΓ. Είναι αυτονόητο πως το έργο του Μαρξ, καθώς και ολόκληρο το φιλοσοφικό σύστημα που διαπνέει τα γραπτά του δεν μπορεί να μελετηθεί αποσπασματικά. Η ενδεχόμενη «αντιεπιστημονικότητα» μιας απλής, «ξερής» παράθεσης ενός κεφαλαίου από ένα βιβλίο μέσα από τον πλούτο της μαρξικής διδασκαλίας, αποσκοπεί στο να δοθεί η ευκαιρία, ούτως ώστε κάποιος να διαβάσει κάτι που ως τώρα αγνοεί, ή η αφορμή για μια αναλυτικότερη μελέτη των θεωριών του Καρλ Μαρξ. Το σύνολο των πονημάτων του, άλλωστε, απαιτεί ουσιαστικά πολύχρονη μελέτη.
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.