29 Μαρτίου του 1951, στην 23η σχετική τελετή απονομής, το Όλα για την Εύα (All About Eve) του Joseph L. Mankiewicz κερδίζει 6 Όσκαρ από συνολικά 14 υποψηφιότητες – μεταξύ άλλων και εκείνο της καλύτερης ταινίας. Έτσι κι αλλιώς, το γούστο σε θέματα τέχνης είναι εν πολλοίς υποκειμενικό, και οι θεσμοί των καλλιτεχνικών βραβείων, οποιασδήποτε φύσης, καθώς και τα κριτήρια πίσω από αυτούς είναι κάτι που σηκώνει μεγάλη κουβέντα –ειδικά η τόσο αμφιλεγόμενη περίπτωση των Όσκαρ- αλλά δεν σηκώνει πολλή αμφισβήτηση το ότι η ταινία του Mankiewicz είναι υποδειγματικά φτιαγμένη – μια αριστουργηματική σπουδή πάνω στη φύση και τις διεργασίες της φήμης, τον κυνισμό, την αστική τάξη και το star system.
Το Όλα για την Εύα έχει θέμα το Broadway, τη θεατρική βιομηχανία της Νέας Υόρκης. Μιλά για το χώρο του θεάτρου –ένα χώρο οικονομικά ακμαίο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όλο υπερ-χλιδάτες δεξιώσεις και πρεμιέρες, κριτικούς και καλλιτέχνες που έχουν μετατραπεί σε μεγαλοαστούς, ακριβά ρούχα και δηλητηριώδεις φιλοφρονήσεις- αλλά το κάνει με έναν πιο αόριστο, κάπως άχρονο τρόπο. Ο νέος και ο παλιός κόσμος που συναντιούνται (και συγκρούονται) διαφέρουν μόνο από άποψη ηλικίας και εμπειρίας. Το σενάριο δεν αναδεικνύει –κι ίσως δεν χρειάζεται- να μιλήσει για την ίδια την τέχνη του θεάτρου, το πώς αυτή έχει αλλάξει, το πώς αυτές οι αλλαγές επηρεάζουν όχι μόνο την καλλιτεχνική παραγωγή αλλά και τους ανθρώπους που συμμετέχουν σε αυτή. Όλα τα παραπάνω τα κάνει –αναφορικά με την τέχνη του κινηματογράφου- μια άλλη ταινία, η οποία στην προαναφερθείσα τελετή κέρδισε τρία Όσκαρ.
Το Sunset Boulevard, του Billy Wilder, σχολιάζει τη βιομηχανία του κινηματογράφου και το πώς το πέρασμα από τον βωβό στον ομιλούντα επηρέασε και την ίδια την τέχνη και τα άτομα που εμπλέκονται σε αυτή –χρησιμοποιώντας, βέβαια, αυτή την αφορμή για να μιλήσει για πολύ ευρύτερα και πιο οικουμενικά ζητήματα. Απλώς, το κάνει με μια αφηγηματική πρωτοτυπία και δεξιοτεχνία που σοκάρει ακόμα και σήμερα.
Ο θεωρητικός και ιστορικός κινηματογράφου Andrew Sarris έχει χαρακτηρίσει το Sunset Boulevard ως το καλύτερο χολυγουντιανό φιλμ που γυρίστηκε ποτέ με θέμα το Hollywood, ενώ ο Roger Ebert, ο διασημότερος Αμερικανός κριτικός κινηματογράφου από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μετά, το θεωρούσε ως το καλύτερο φιλμ που γυρίστηκε ποτέ με θέμα το σινεμά, επειδή ακριβώς γκρεμίζει όλες τις ψευδαισθήσεις (ενν. που μπορεί να έχει κάποι@ αναφορικά με την κινηματογραφική βιομηχανία). Αλλά προφανώς η αξία της ταινίας έγκειται και πέραν αυτής της αυτοαναφορικότητας, μιλώντας για θέματα όπως το ταλέντο, η φήμη, η φθορά, η τρέλα, ο έρωτας. Είναι επίσης μια ταινία την οποία δεν μπορείς να την εντάξεις σε συγκεκριμένο είδος – μπορείς να πεις πως είναι φιλμ νουάρ, ψυχολογικό θρίλερ, σάτιρα, δράμα ή απλώς η ιστορία ενός ακραία ιδιότυπου έρωτα.
Ο Wilder είχε ξεκινήσει να γράφει το σενάριο μαζί με τον (μετέπειτα και παραγωγό της ταινίας) Charles Brackett ήδη από το 1948. Φτάνοντας σε τέλμα, ζήτησαν από τον κριτικό κινηματογράφου David Marshman Jr. να τους γράψει εκ νέου τον σκελετό της ιστορίας. Οι Wilder και Brackett είχαν εντυπωσιαστεί από την κριτική που είχε γράψει ο Marshman για την αμέσως προηγούμενη ταινία τους, The Emperor Waltz. Ωστόσο, φοβούμενοι τον κώδικα (Αυτό)λογοκρισίας που ίσχυε εκείνη την περίοδο στο Hollywood αλλά και τις τυχόν αντιρρήσεις που θα έφερνε η εταιρεία Paramount, οι τρεις σεναριογράφοι κατέθεταν λίγες σελίδες του σεναρίου τη φορά, με αποτέλεσμα, τα γυρίσματα να ξεκινήσουν χωρίς να έχει γραφτεί παραπάνω από το ένα τρίτο του σεναρίου όταν ξεκινήσανε τα γυρίσματα, τον Μάιο του 1949. Ο ίδιος ο Wilder δεν είχε σκεφτεί καν πώς θα τελείωνε η ταινία.
Σίγουρα, πάντως, ξεκινά εντυπωσιακά. Μετά από το αριστοτεχνικό πρώτο πλάνο-ζενερίκ, η ιστορία ξεκινά με τον αφηγητή-πρωταγωνιστή Joe Gillis (William Holden). Ο Joe είναι σεναριογράφος. Κάποτε είχε κάνει ελπιδοφόρα αρχή στο Hollywood, αλλά έχει πλέον σταματήσει να γνωρίζει επιτυχία. Δεν σταυρώνει δουλειά και σκέφτεται να τα παρατήσει και να επιστρέψει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Οχάιο. Μια μέρα, προσπαθώντας αποφύγει τους υπαλλήλους της εταιρείας που θέλει να του κατασχέσει το αμάξι, καταλήγει στο γκαράζ μιας μισοερειπωμένης έπαυλης στη Λεωφόρο της Δύσης (Sunset Boulevard). Εκεί συναντά την παλιά ντίβα του βωβού κινηματογράφου Norma Desmond, η οποία έχει αποσυρθεί από την ενεργό δράση εδώ και καιρό. Εκείνη μπερδεύει τον Gillis με κάποιον άλλον και τον καλεί στο εσωτερικό του σπιτιού. Η ηθοποιός καταλήγει να προτείνει στον Gillis να επιμεληθεί το σενάριο που γράφει η ίδια και στο οποίο ελπίζει να βασίσει τη μεγάλη επιστροφή της (αν και αρνείται να χρησιμοποιήσει τον όρο “comeback”). Και εκεί είναι που ξεκινά, στην ουσία, αυτός ο πικρόχολος, περίτεχνος ύμνος στο Hollywood.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όταν λέμε Hollywood και κινηματογράφος εννοούμε το σύστημα των στούντιο, σύστημα το οποίο ήκμασε από τη δεκαετία του 1920 μέχρι και τα μέσα περίπου εκείνης του 1960: εταιρείες όπως η MGM, η Paramount, η Fox (ή 20th Century Fox), η RKO και η Warner (και σε μικρότερο βαθμό η Universal, η Columbia και η United Artists) ήλεγχαν εν πολλοίς την παραγωγή και τη διανομή ταινιών στις ΗΠΑ. Η συγκεκριμένη χώρα ήταν και η πρώτη στην οποία ο κινηματογράφος έγινε αντιληπτός ως σπουδαία επενδυτική ευκαιρία και η πρώτη στην οποία οργανώθηκε με όρους βιομηχανίας. Αυτό αφορούσε τους ρυθμούς και τον τρόπο παραγωγής ταινιών, με συγκεκριμένες φόρμουλες γραφής του σεναρίου (κυρίως αναφορικά με τη δομή αλλά και με το περιεχόμενο), τον καταμερισμό της εργασία (όπως δείχνει και το Sunset Boulevard, οι σεναριογράφοι, όπως και όλοι οι υπόλοιποι αντιμετωπίζονται ως υπάλληλοι, ο καθένας με το δικό του ξεχωριστό γραφείο εντός του στούντιο).
Σε αυτό το πλαίσιο, όλοι οι εμπλεκόμενοι στη διαδικασία της δημιουργίας μιας ταινίας –ακόμα και οι διάσημοι ηθοποιοί ή οι φημισμένοι σκηνοθέτες- αντιμετωπίζονται ως μέσα παραγωγής κινηματογραφικού προϊόντος και άρα κέρδους. Όταν δεν μπορούν να παραγάγουν πια ούτε το ένα ούτε το άλλο, παραμερίζονται προς χάριν άλλων. Αυτό είναι κάτι που βίωσαν, π.χ., πολλοί ηθοποιοί του βωβού κινηματογράφου, όπως η επινοημένη Norma Desmond, η πρωταγωνίστρια του Sunset Boulevard.
Ο Wilder και οι συνεργάτες του καταδεικνύουν αυτό το φαινόμενο όχι με όρους μαρξιστικούς, αλλά με την οξυδέρκεια ανθρώπων που έχουν γνωρίσει όλη αυτή την κατάσταση εκ των έσω και που δεν κάνουν απλώς μια καταγγελία, αλλά δομούν μια ιστορία που είναι πρωτότυπη, πνευματώδης, ενδιαφέρουσα, μυστηριώδης – μια μάυρη κωμωδία και ταυτόχρονα ένα υποδειγματικό φιλμ νουάρ.
Κεντρικό ρόλο στην ιστορία προφανώς και παίζει η Gloria Swanson (Norma Desmond), η οποία εκστομίζει μερικές από τις πιο αξιομνημόνευτες ατάκες του σεναρίου (“I am big. It’s the pictures that got small” ή “We didn’t need dialogue. We had faces” ή “I’m ready for my closeup, Mr. DeMille) και γενικά δίνει μια συνειδητά κραυγαλέα ερμηνεία. Η Swanson υπήρξε η ίδια θύμα του φαινομένου που περιγράφτηκε παραπάνω, μια σταρ του βωβού που πέρασε στην αφάνεια όταν ήρθε ο ομιλών. Ανάλογη περίπτωση ήταν και αυτή του μπάτλερ της, του Erich Von Strocheim (ηθοποιού και σκηνοθέτη του βωβού κινηματογράφου, πρώτα στη Γερμανία και έπειτα στις ΗΠΑ), αλλά και του Buster Keaton και άλλων «θρύλων» της «χρυσής εποχής» του Hollywood που εμφανίζονται στην ταινία.
Ο Wilder εμπνεύστηκε το σενάριο από περιπτώσεις όπως εκείνη της Mary Pickford, της Pola Negri –παλιότερες πρωταγωνίστριες οι οποίες ζούσαν πλέον σαν ερημίτισσες- ή των Mae Murray, Valeska Surratt και Clara Bow –οι οποίες είχαν αποσυρθεί λόγω προβλημάτων ψυχιατρικής φύσης. Η Pickford ήταν χρονολογικά η πρώτη ηθοποιός που κέρδισε τον ανεπίσημο έστω τίτλο της σταρ και η πρώτη ηθοποιός της οποίας το όνομα αναγράφτηκε στους τίτλους αρχής μιας ταινίας –στις απαρχές του κινηματογράφου αυτή η τόσο στοιχειώδης αναφορά ήταν απούσα. Ο Wilder την προσέγγισε για τον ρόλο της Desmond, όπως προσέγγισε επίσης και την Greta Garbo και την Mae West και την Pola Negri. Οι τρεις πρώτες απέρριψαν τον ρόλο, για την τελευταία ο Billy Wilder έχει ισχυριστεί πως την κάλεσε στο τηλέφωνο, αλλά δεν μπόρεσε καν να συνεννοηθεί μαζί της λόγω της βαριάς πολωνικής προφοράς της.
Για τον ρόλο που πήγε τελικά στον William Holden, o Wilder είχε σκεφτεί αρχικά ηθοποιούς όπως ο Marlon Brando και ο Montgomerry Clift. Παρά την αξία όλων των προαναφερθέντων και παρόλο που το Sunset Boulevard έχει γνωρίσει διάφορες διασκευές –κυρίως θεατρικές- είναι δύσκολο να σκεφτείς πιο ιδανικό πρωταγωνιστικό δίδυμο από αυτό που όντως επιλέχτηκε τελικά: την Gloria Swanson και τον William Holden. Ο Holden ήταν πρόταση του σκηνοθέτη George Cukor και θα συνεργαζόταν ξανά με τον Wilder στο Sabrina και το Fedora. Ωστόσο, αυτή η συνεργασία τους παραμένει η πιο σημαντική – και ένα από τα πιο σημαντικά φιλμ που γυρίστηκαν ποτέ.
Η Gloria Swanson γεννήθηκε στις 27 Μαρτίου του 1899 και έφυγε από τη ζωή στις 4 Απριλίου του 1983. Ο Billy Wilder έφυγε από τη ζωή στις 27 Μαρτίου του 2002, έχοντας γεννηθεί στις 22 Ιουνίου του 1906. Και οι δυο τους θα άξιζαν ένα πολύ εκτενέστερο αφιέρωμα, όχι μόνο για τη σπουδαιότητα του καλλιτεχνικού έργου τους, αλλά και για τις τόσο κινηματογραφικές ζωές τους. Επιφυλασσόμαστε.
(Μεγάλο μέρος αυτού του κειμένου πρωτοπαρουσιάστηκε στην Κινηματογραφική Λέσχη Μεσοποταμίας, στο πλαίσιο σχετικής προβολής)
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.