Στο 3pointmagazine έχουμε τη στήλη Πήγα – Είδα – Άκουσα. Γράφουμε για εκεί που τα ‘πιαμε και γουστάραμε, για τις ταινίες που μας έδωσαν λόγους να σκεφτούμε παραπάνω ή απλά να γελάσουμε, για τα live που “γίναμε ένα” με τη σκηνή. Δύο χρόνια από την πρώτη περιπλάνηση του περιοδικού μας στα gr κάνω μια μικρή παρασπονδία.
Γράφω για το παλιό φιλμ του Νίκου Παναγιωτόπουλου “Αυτή η νύχτα μένει” στα Ψιλο-λόγια μας. Την αποθήκη των συναισθημάτων μας, που έχει όμως όλες τις πόρτες και τα παράθυρά της ανοιχτά.
Η ταινία βγήκε στις αίθουσες το 2000, αλλά έχει το άρωμα των 90’s. Η επαφή με την εποχή και τα χνώτα της γίνεται μέσα από τους διαλόγους. Έτσι παρότι οι σκηνές εκτυλίσσονται κυρίως σε μαγαζιά και σπίτια, προσδιορίζεις το χρόνο από τις εφημερίδες που ήταν ακόμα hot προϊόν, τα κινητά που δεν υπάρχουν, τα σκυλάδικα που βρίσκονται στα ντουζένια τους. Τα 90’s είναι μια ροκ περίοδος για τη χώρα. Είναι ροκ, γιατί είναι τα πάντα στο τέρμα. Είσαι ροκάς στο τέρμα, είσαι σκυλάς στο τέρμα. Είσαι ροκ γιατί έχεις την εύκολη απόλαυση ως πρότυπο. Είσαι ροκ γιατί βουτάς στη θλίψη με τα μπούνια. Είσαι ροκ γιατί ζεις κι αναπνέεις για τη νύχτα. “Η νύχτα είναι καυλωτική. Η νύχτα στα σκυλάδικα είναι πιο καυλωτική”, λέει ένας από τους ήρωες του Παναγιωτόπουλου.
Ο μποξέρ που έγινε συγγραφέας. Κράτησε την πιο δυνατή γροθιά του για να τη δώσει με λέξεις. Μιλά για τα όνειρα που χαραμίζονται στις πίστες, για τον ρομαντισμό που ισοπεδώνεται μπροστά στην ματαιοδοξία και πάνω σ’ αυτές τις διαπιστώσεις, στα λόγια που σαν άλλες λεπίδες πληγώνουν τα σωθικά σου, έρχεται η σπαρακτική φωνή της Δήμητρας Παπίου να σφιχταγκαλιάσει το γλυκόπικρο σκηνικό. Στίχοι, μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη. Ένα πιάνο που θυμίζει λατέρνα. Λύτρωση και πόνος. Έρωτας και απωθημένο. Ροκ.
Στη ροκ αυτή ταινία, με όλα τα αδιέξοδα των 90’s, την έντασή τους, καταλαβαίνεις ότι αυτά τα χρόνια της κρίσης, μαζί με τα φράγκα χάσαμε τη ψυχή μας, περισσότερο από τα κουσούρια. Γιατί ο κόσμος ακόμα πάει σε πίστες, αλλά τώρα είναι ψόφιος στα υπόλοιπα. Από τη μια δεν αντιδρά γι’ αυτά που του παίρνουν, από την άλλη έχει ξεχάσει να δίνει χρόνο σ’ αυτά που αγαπά. Όλα γίνονται μηχανικά, δεν υπάρχουν κουμπιά, δεν κοπιάζεις για τίποτα, δεν δένεσαι με τίποτα. Δεν φταίει βέβαια η τεχνολογική εξέλιξη για τη μιζέρια που μας έχει πλημμυρίσει, όπως έγραφε ο Φύσσας, αλλά γιατί ατόνισαν οι αναμνήσεις, αντικαταστάθηκαν από τα καινούρια όνειρα που δεν χωρούν ούτε κουμπιά, αλλά κι ούτε συγκινήσεις.
Όταν βγήκε η ταινία του Παναγιωτόπουλου ήμουν παιδί δημοτικού, 9 χρονών. Φύγαμε από τα Εξάρχεια για να πάμε να ζήσουμε κάπου αλλού, από σπόντα. Moυ έμεινε ως η περιοχή που και τα πεζούλια έχουν φωνή. Όταν γύρισα φοιτητής, τα Εξάρχεια ήταν ακόμα ροκ. Ναι υπάρχουν κι εδώ ίντερνετ με γρήγορες συνδέσεις για να κατεβάζεις δισκογραφίες ολόκληρες κι αμέτρητες ταινίες, αλλά γουστάρoυμε να πηγαίνουμε στα δισκάδικα και τα video club.
Πάντα ένιωθα την περιοχή σαν ένα μεγάλο σπίτι. Από στενό σε στενό αλλάζεις δωμάτιο. Γούσταρα από μικρός τα παλιά παντζούρια, σαν να ξεγλίστρησαν από θεατρικά σκηνικά και να μπήκαν στις πολυκατοικίες, τις αφίσες στις κολώνες, τα γκράφιτι που τότε δεν καταλάβαινα κι εξέπεμπαν μυστήριο, την αθωότητα στα χρώματα της ανοιξιάτικης μέρας. Ένας ζωντανός άνθρωπος τα Εξάρχεια, που βρίσκεται σε μόνιμη εφηβεία και κρατά κι εμάς έφηβους για πάντα. Σου χαρίζουν τη φοιτητική όψη των πραγμάτων, όπου κάθε τι έχει ζωή και κάθε τι αισθάνεσαι πώς το γνωρίζεις για πρώτη φορά και το πολιορκείς με “γιατί και πώς”. Κι όταν αυτό σταματά, η αίσθηση του πρώτου παραμένει ζωντανή. Νοσταλγία, όχι όμως ως νοσηρό συναίσθημα, ως απώλεια, αλλά σαν ένα βιβλίο που αγάπησες, το διάβασες γρήγορα, με πάθος και το έβαλες κάπου ανάμεσα σ’ άλλα. Δεν θυμάσαι τι λέει, θυμάσαι όμως ότι ήταν όμορφο και καταλαβαίνεις ότι σε έχει σημαδέψει.
Με το χρόνο δικαστή, πάνω από τα κεφάλια μας, να παίρνει αποφάσεις που δεν γουστάρουμε, όταν παγώνουμε τη ρουτίνα η αίσθηση αυτή είναι πολύτιμη. Τη νιώθεις σαν εξαίρεση, την αντιλαμβάνεσαι ως ένα δρόμο, πιο ελεύθερο, πιο ρομαντικό. Ίσως και πιο αληθινό. Σ’ αυτό το δρόμο, που δίνεις χρόνο γι’ αυτά που αγαπάς και σ’ αρέσουν γράφονται καθημερινά διαφορετικές ιστορίες. Από παρέες, από ζευγάρια, από μοναχικούς τύπους σε μοναχικές γωνιές. Αθηναϊκές ιστορίες, όπως εκείνες του Χρήστου Βακαλόπουλου, από τις οποίες πήραν σάρκα και οστά αρκετοί από τους διαλόγους της ταινίας.
Το 3point ήταν η επιθυμία που έγινε πραγματικότητα. Η δική μας αθηναϊκή ιστορία που γράφεται έξω από τα πλαίσια και τους κανόνες εργασίας όπως τη ξέρουμε. Αφεντικά, ξεχειλωμένα ωράρια και ελάχιστα λεφτά. Γράφεται με έρωτα. Γράφεται με πάθος. Γράφεται όπως ζούσαν οι άνθρωποι στα 90’s, όπως κυνηγούσαν τον έρωτά τους ο Ανδρέας και η Στέλλα στην ταινία του Παναγιωτόπουλου. Κάπως έτσι συνδέονται τα 90’s, τα Εξάρχεια, η ταινία του Παναγιωτόπουλου, το 3point. Έχουν κάτι κοινό, κάτι για το οποίο αξίζει να ζεις είτε το πιο χαρούμενο, είτε το πιο άσχημο συναίσθημα.
Σκέφτομαι, ότι σε μια κοινωνία που μεγαλοπιάνεται, ίσως η μεγαλύτερη επανάσταση είναι να ζεις τα μικρά, όπως το να συγκινείσαι μ’ ένα τραγούδι όπως αυτό του Κραουνάκη. Ή να φτιάχνεις με φίλους ένα σάιτ γιατί γουστάρεις να εκφραστείς.
YΓ: Κάθε λέξη “βγήκε” ακούγοντάς το…
Το 3point magazine είναι ένα οριζόντια δομημένο μέσο που πιστεύει ότι η γνώμη όλων έχει αξία και επιδιώκει την έκφρασή της. Επικροτεί τα σχόλια, την κριτική και την ελεύθερη έκφραση των αναγνωστών του επιδιώκοντας την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Σε μια εποχή όμως που ο διάλογος τείνει να γίνεται με όρους ανθρωποφαγίας και απαξίωσης προς πρόσωπα και θεσμούς, το 3point δεν επιθυμεί να συμμετέχει. Για τον λόγο αυτόν σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού, σεξιστικού περιεχομένου θα σβήνονται χωρίς ειδοποίηση του εκφραστή τους.
Ακόμα, το 3point magazine έχει θέσει εαυτόν απέναντι στο φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, σχόλια ανάλογου περιεχομένου θα έχουν την ίδια μοίρα με τα ανωτέρω, τη γνωριμία τους με το "delete".
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη του 3point.